Όταν έβαλαν φωτιά οι Γερμανοί στη Βλαχοκερασιά

Όταν έβαλαν φωτιά οι Γερμανοί στη Βλαχοκερασιά

Ιούνιος 06, 2016 - 10:42
1 σχόλια
16 Μάρτη του 1944

Μαρτυρία του Ιωάννη Ζέππου

Συνήθης τακτική των Γερμανών ήταν η πυρπόληση κατοικιών και ολόκληρων χωριών ακόμα, κυρίως για αντίποινα. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η φωτιά που έβαλαν οι Γερμανοί στο χωριό Βλαχοκερασιά στις 16 Μαρτίου του 1944.

Ο Ιωάννης Ζέππος, ο οποίος έζησε το γεγονός νεαρός τότε στο χωριό, αφηγείται πώς οι αντάρτες με τους κατοίκους του χωριού γκρέμισαν τα γεφύρια για να σαμποτάρουν τους Γερμανούς και πώς στη συνέχεια οι Γερμανοί έβαλαν φωτιά στο χωριό για αντίποινα. Οι προφορικές μαρτυρίες είναι για την ιστοριογραφία πολύτιμες πηγές, διότι μεταφέρουν με μοναδικό βιωματικό τρόπο τα γεγονότα.

Ακολουθεί η μαρτυρία του Ιωάννη Ζέππου, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Φωνή της Βλαχοκερασιάς", ο οποίος αφηγείται τα γεγονότα όπως τα φυλάει στη μνήμη του:

Το 1944 ήμουν 19 ετών. Ήταν 15 Μαρτίου, όταν ήλθε στο χωριό ένας λόχoς Γερμανών. Όλοι καταλάβαμε ότι ήλθαν για κακό, γιατί νωρίτερα είχαν έλθει στο χωριό αντάρτες.

Δεν γνωρίζω εάν τους φέρανε ή ήλθαν μόνοι τους, ο πόλεμος ήταν στο πρόγραμμα. Αφού ήλθαν οι αντάρτες πήραν καμιά δεκαπενταριά άτομα από το χωριό, ένας εκ των οποίων ήμουν και εγώ. Επίσης είχαν πάρει και δέκα άτομα από την Αρβανοτοκερασιά. Μας πήγαν να κουβαλήσουμε διάφορα εργαλεία: βαριές, λοστάρια και κασμάδες.  Ήταν βράδυ  όταν μας είπαν να γκρεμίσουμε τα γεφύρια  από του Καπαρέλι μέχρι το σημείο που βρίσκεται το κατάστημα του Παπαντώνη. Αυτό το κάναμε για σαμποτάζ στους Γερμανούς, αλλά αυτοί για εκδίκηση ήλθαν και έκαψαν τα δύο χωριά.

Όταν ήλθαν οι Γερμανοί αποβραδίς μας «έφαγαν τα φίδια» και νιώσαμε ότι κακό θα γινόταν. Έτσι αντί να κοιμηθούμε στα σπίτια μας φύγαμε  μακριά από το χωριό παίρνοντας μαζί μας πρόβατα, γουρούνια και ό,τι άλλο μπορούσε να πάρει ο καθένας.

Εμείς είχαμε σαράντα πρόβατα, εικοσιπέντε  αρνιά και ένα γουρούνι, τα πήγαμε στον Άι-Λια στου Χαρίτου τη λότζα. Εκεί είχαν  μαζευτεί πολλοί, ο  ένας πάνω στον άλλον. Παρόλα  αυτά ήταν μια γλυκιά βραδιά με ξαστεριά και καθόλου κρύο, δε φυσούσε αέρας, ήταν γαλήνια.

Εκεί  ήμουν με  τον πατέρα μου και τον αδελφό  μου τον Τάσο. Τα υπόλοιπα παιδιά, ο παππούς μου και η μάνα μου είχαν μείνει στο χωριό, στο σπίτι μας.

Το  επόμενο  πρωί, στις 16 Μάρτη ακούσαμε  την καμπάνα να χτυπά. Δεν πέρασαν δεκαπέντε λεπτά  και ακούσαμε  κλάματα  και  φωνές: «φωτιά, φωτιά». Αφήσαμε τον Τάσο με τα ζωντανά και φύγαμε  για το χωριό. Μέσα σε πέντε λεπτά φτάσαμε στο  σπίτι μας.  Είδαμε  καπνούς  στο  σπίτι του Τάκη Ζέππου, στο δικό μας και του Μεντή.

Το δικό μας σπίτι χωριζόταν σε δύο μέρη, πάνω και κάτω. Επειδή είχε πιάσει φωτιά το κάτω, ανέβηκα στη σκεπή για να την χωρίσω, σήκωνα  τα  κεραμίδια   και έκοβα το ταβάνι για να μην πάρει φωτιά όλο το σπίτι. Εκείνη τη στιγμή έπεσε ο σπίτι του Μεντή και με την πίεση που σχημάτισε η φωτιά, ήλθε καπνός πάνω μου και παραλίγο να πέσω κάτω. Στο  σημείο  που σήμερα βρίσκεται το   φαρμακείο υπήρχε τότε το φαρμακείο του Λαμπράκη από την Αράχωβα, μάλλον η γυναίκα του ήταν φαρμακοποιός. Κάποια στιγμή από το δρόμο περνούσαν τα δικά μου μικρά αδέλφια και έκλαιγαν.

Η γυναίκα του φαρμακοποιού όταν είδε τους αξιωματικούς τους  χαιρέτησε, γιατί λόγω της δουλειάς της ήξερε Λατινικά. Ρώτησε τι θα γίνουν αυτά τα παιδιά που καίγεται το σπίτι τους. Αμέσως ένας από τους αξιωματικούς έγραψε ένα σημείωμα και το έδωσε στον πατέρα μου, για να το δώσει στους φαντάρους που έβαζαν τις φωτιές και είπε να το διαβάσουν αμέσως.  Μόλις το διάβασαν οι ίδιοι έσβησαν τη φωτιά και είπαν στον πατέρα μου να βάζει άχυρα και ό,τι άλλο σάβουρο, για να βγάζουν καπνό. Μέσα εκεί που είχαμε το σιδηρουργείο αρχίσαμε να βάζουμε φωτιά για να νομίζουν ότι καίγεται το σπίτι.

Με το ίδιο χαρτί πήγαν και σε άλλα σπίτια στη γειτονιά και γλίτωσαν από τη φωτιά, όπως του μπαρμπα-Μιχάλη του Ζέππου, των Μαντρέων και του Κουντουράκια. Καταφέραμε  και βγάλαμε δύο λίμπες λάδι από το σπίτι μας που ζύγιζαν εκατό οκάδες, που μας τις πήραν οι Γερμανοί, την μία από αυτές τη βρήκαμε  μετά  από  δύο χρόνια στου μπαρμπα-Ανδριανού το σπίτι.

Του Μεντή το σπίτι ήταν τεράστιο, είχε δέκα δωμάτια όπου στεγάζονταν η αστυνομία, οι φυλακές, τα δωμάτια των χωροφυλάκων και το δικαστήριο. Στο κάτω μέρος υπήρχε ο φούρνος  και το κρεοπωλείο. Στο υπόγειο του σπιτιού υπήρχαν τέσσερα βαγένια στα οποία βάζαμε όλοι από κάτι για λόγους πρόβλεψης και της κατάστασης. Όπως κρασί, σιτάρι, γέννημα και ρούχα. Ο φόβος μας   ήταν  μεγάλος μην πάρουν φωτιά τα βαγένια, αφού λόγω της φωτιάς έπεσε το πάτωμα και η γαλαρία του σπιτιού. Υπήρχε, λοιπόν, μια σκάλα με 4-5 σκαλοπάτια   από την πόρτα ως το υπόγειο. Κατέβηκα γρήγορα ως το υπόγειο κάθισα στην κάσα της πόρτας και μου έδιναν νερό από το πηγάδι της αυλής και έριχνα προς τα βαγένια. Κάποια στιγμή η φωτιά σκέπασε  τα πόδια μου, αλλά ευτυχώς φορούσα κάτι  δερμάτινες μπότες  που μου είχε  δώσει ένας  φίλος από τη Μάνη,  ο Ιωάννης Διασάκος. Τυφλωμένος από τους καπνούς πετάχτηκα στην αυλή και μέχρι να  καταλάβω  τι  έγινε κάποιος μου έδωσε ένα σκαμπίλι με δύναμη  και  έπεσα κάτω κοντά στο πηγάδι.

Όταν άνοιξα τα μάτια μου είδα  έναν  Γερμανό και άρχισα να τρέχω. Όμως ένας άλλος Γερμανός  έβγαλε  το πιστόλι του  και μου έριξε. Για καλή μου τύχη δίπλα μου ήταν ο παππούς μου και όταν είδε  την κίνηση του Γερμανού του σκούντηξε το χέρι. Τελικά  η  σφαίρα  πέρασε δίπλα  από  το αυτί μου και χτύπησε στον   τοίχο των Μαντρέων. Στο  σημείο εκείνο  σχεδίασα ύστερα έναν  σταυρό. Έτσι γλίτωσα και αμέσως  πήγα στα Γκονέικα  στο  σπίτι  της  θείας μου της Ελένης της Σώτου, μαζί μου ήλθε και η Πολυτίμη του Μιχαλόπουλου.

Όσα χρόνια και να περάσουν δεν ξεχνώ εκείνη την ημέρα. Αρχικά ήταν υπέροχη, ηλιόλουστη, όταν άρχισαν οι φωτιές έπεσε ομίχλη, καταχνιά και άρχισε ψιλοβρόχι. Από τη μια η καταχνιά και από τη άλλη η μυρωδιά από τα καμένα ξύλα…. ήταν αποπνικτική η κατάσταση. Έκλαιγαν μεγάλοι και παιδιά, ως και τα δέντρα  νόμισες  ότι θρηνούσαν  για την καταστροφή μας, γιατί έσταζαν δάκρυα.

Ήταν 16  Μάρτη που  οι Γερμανοί έλεγαν: «Βγάλτε τα σκουτιά, γιατί εμείς θα βάλουμε φωτιά».

Είμαι 92 χρονών και σκαμπίλι έφαγα μόνο από τους Γερμανούς επί δύο φορές.

Ιωάννης  Ζέππος
 


Υπάρχει 1 Σχόλιο

Συμφωνώ και επαυξάνω προς την διατύπωση του κειμένου..'''.Οι προφορικές μαρτυρίες είναι για την ιστοριογραφία πολύτιμες πηγές, διότι μεταφέρουν με μοναδικό βιωματικό τρόπο τα γεγονότα....¨¨ Ευχής έργον θα είναι Όσοι και Όσες ΣΥΝΕΛΛΗΝΕΣ....έχουν αντίστοιχες ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ με κάθε τρόπο να τις ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΟΥΝ ώστε να γίνεται ΚΤΗΜΑ Όλων μας που πιστεύουμε σε αυτή την ΠΑΤΡΙΔΑ την ΕΛΛΑΔΑ που ανήκει σε ΟΛΟΥΣ τους ΕΛΛΗΝΕΣ χωρίς καμμία ΔΙΑΚΡΙΣΗ..... Γιατί μόνοι οι ΛΑΟΙ που γωρίζουν την ΙΣΤΟΡΙΑ τους θα μπορέσουν να ...ΕΠΙΒΙΩΣΟΥΝ ....στους ΧΑΛΕΠΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ που ζούμε.. ΕΥΓΕ στον κ. Ι. Ζέππο.

Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.