Μνήμες από τα χρόνια της Κατοχής

Μνήμες από τα χρόνια της Κατοχής

Οκτώβριος 19, 2015 - 11:37
0 σχόλια

Οι προφορικές μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα της Κατοχής μεταφέρουν στον σύγχρονο άνθρωπο μέσω της μνήμης εικόνες και πραγματικότητες που του επιτρέπουν να νιώσει και να αντιληφθεί τον πόνο, τον πόλεμο, την πείνα, το αίμα, αλλά και το μεγαλείο ψυχής με το οποίο οι πρόγονοί μας πάλεψαν εναντίον μιας Γερμανίας και των συμμάχων της που ισοπέδωσαν την Ευρώπη.

Παρουσιάζουμε τις προφορικές μαρτυρίες γερόντων από τη Βλαχοκερασιά Αρκαδίας για την Κατοχή, όπως τις συνέλεξε η κυρία Αγγελική Κατσαφάνα τον Αύγουστο και τον Οκτώβριο του 2014. 

Θυμάται ο Γιάννης Κωτσιόπουλος
«Χτύπαγα τα νύχια μου, μου λείπουν ακόμη μερικά»

Στην Κατοχή δεν πεινάσαμε, είχαμε ψωμί. Επειδή είχαμε τους μύλους, κουτσά στραβά κάτι είχαμε, δε βγήκαμε να διακονέψουμε που βγαίνανε άλλοι. Ο κόσμος ερχόταν στους μύλους και άλεθε τα βελανίδια, έβρισκε λύσεις να επιβιώσει.

Για λουρίδες στη μέση μας, θυμάμαι, βάζαμε κομμάτια από τριχιά που όλο τα σφίγγαμε, αφού η κοιλιά μας έμπαινε όλο και πιο μέσα.

Εμείς είχαμε κάτι χωράφια στους μύλους και φυτεύαμε πατάτες. Τα παιδιά είχαμε φτιάξει ένα μικρό φουρνάκι με αυτοσχέδια κεραμίδια και τις ψήναμε και τις αρταίναμε με κανένα σπουργίτι που σκοτώναμε. Ο Παναγιώτης ο Κωτσιόπουλος τις έτρωγε ωμές. Γύριζα ξυπόλητος στην Κατοχή, χτύπαγα τα νύχια μου, μου λείπουν ακόμη μερικά, δεν ξαναβγήκαν».
                                    
Θυμάται ο  Γιάννης  Π. Καστραντάς

«Μια πράξη ανθρωπιάς στην καταιγίδα του πολέμου»

Σύμφωνα με τις διηγήσεις του πατέρα μου, Παναγιώτη Καστραντά, οι Ιταλοί είχαν μαγειρείο στον κήπο μας, ενώ στις καμάρες του υπογείου μας, που είχαν επιτάξει, είχαν κεφαλοτύρια, κρασιά και γενικά την επιμελητεία τους. Ένας από τους Ιταλούς, ονόματι Αλμπέρτος, είχε καλές σχέσεις με το Καστραντέικο σπίτι, είχε ειρηνικά οράματα και ντρεπόταν που οι Ιταλοί ήταν κατακτητές της πατρίδας μας.
Το Σεπτέμβρη του '43 που ανετράπη ο Μουσολίνι και οι Ιταλοί συνθηκολόγησαν με τους συμμάχους μας, οι Γερμανοί άρχισαν να  κυνηγούν με λύσσα τους Ιταλούς και πολλούς εσκότωσαν. Ο πατέρας μου έκρυψε τον Αλμπέρτο στο σπίτι μας, τον έκρυψε για να τον γλιτώσει από τους Γερμανούς, βάζοντας όμως σε κίνδυνο τη ζωή του και τη ζωή της οικογένειάς του. Αν οι Γερμανοί μάθαιναν την πράξη του πατέρα μου θα τους σκότωναν όλους.

Ο πατέρας μου τον έκρυψε στο πάνω δωμάτιο του σπιτιού μας που ήταν δίπλα στου Κούρνια, ένα μονοπάτι χώριζε το ένα σπίτι από το άλλο.
Αργότερα, το '65, γκρέμισε αυτό το δωμάτιο χωρίς να αποζημιωθεί, για να ανοίξει ο δρόμος, να περνούν τα φορτηγά να ξεφορτώνουν στην αποθήκη στο συνεταιρισμό, γιατί κινδύνευε να την πάρουν από δω και να την μεταφέρουν στις Κολλίνες, αφού δεν εξυπηρετούνταν τα αυτοκίνητα.

Αφού ο Αλμπέρτο έμεινε εκεί κρυμμένος κάμποσο καιρό, διέδωσε η οικογένειά μου ότι έρχεται από την Αμερική ο αδελφός του πατέρα μου ο Χρήστος, που είχε φύγει 12 χρονών παιδί. Έτσι παρουσίασαν τον Αλμπέρτο στο χωριό σαν τον αδελφό του πατέρα μου το Χρήστο και φανερά πλέον έμενε στο σπίτι μας. Ήξερε και εγγλέζικα και δεν κινούσε τις υποψίες. Συμμετείχε στις δουλειές του σπιτιού, πήγαινε στα Μουρσιά, στη Βάλταινα, στου Αντέρα το Καλύβι και έγινε μέλος της οικογένειάς μας. Κάποιοι γείτονες ίσως είχαν υποψιαστεί κάτι αλλά κανείς δεν πρόδωσε. Αργότερα ο Αλμπέρτο μετά την απελευθέρωση έφυγε για την πατρίδα του.

Ο πατέρας μου πολλές φορές καμάρωνε που του δόθηκε η ευκαιρία να γλιτώσει έναν άνθρωπο  και έλεγε ότι ο χαρακτήρας του Αλμπέρτο σπάνιζε, αλλιώς δεν θα έβαζε τη ζωή του σε κίνδυνο για έναν παλιοχαρακτήρα. Αυτή ήταν μια πράξη ανθρωπιάς του πατέρα μου μέσα στην καταιγίδα του πολέμου.

Θυμάται ο  Κωνσταντίνος  Μιχαλόπουλος
«Τι να πρωτοθυμηθώ, χρόνια μαύρα, γεμάτα αίμα και συμφορές...» 

Εγώ δεν πήγα στην Αλβανία, ήμουν μικρός -15 χρονών- το 1940. Θυμάμαι που βάρεσαν οι καμπάνες και σείστηκε το χωριό από τις κραυγές ''πόλεμος, πόλεμος!''.Ακόμη έχω αυτή τη βουή στα αυτιά μου...
Οι άντρες του χωριού, που ήταν σε στρατεύσιμη ηλικία, ξεκίνησαν να φεύγουν από το χωριό, για να προωθηθούν με το τρένο στα σύνορα. Τους ξεβγάλαμε μικροί - μεγάλοι μέχρι που βγήκαν στο δρόμο της Σπάρτης (πήγαιναν από του Κόπελι).Τελευταίοι έφυγαν ο Γιώργης Γάτσης, ο Μανώλης Μητρόπουλος, ο Χουχουλής και ο Μπούρτζος (Γογολόνης), που ήταν εφεδρικοί και μάλιστα ο Γάτσης είπε: ''εμείς που πάμε τελευταίοι δεν θα γυρίσουμε πίσω''. Έτσι κι έγινε. Έπεσαν στο μέτωπο.

Τα γράμματα που έστελναν από το μέτωπο το χειμώνα του 1940-1941, όταν είχε χιόνι, πήγαινα με το Σπύρο Ζάχο και τα φέρναμε από του Παπαντώνη σε σάκο. Ο ταχυδρόμος, Δημήτρης Σπυρόπουλος, μας έδινε να μοιράσουμε στη γειτονιά μας και χαιρόμασταν να φωνάζουμε «γράμμα από την Αλβανία!» και να ανοίγουν χαρούμενα οι πόρτες. Γράμματα από το μέτωπο ερχόντουσαν και στο σπίτι μας από τα στρατευμένα αδέλφια μου, Γιάννη και Χρήστο. Μας ζητούσαν να τους στείλουμε φανέλες και κάλτσες, γιατί ο χειμώνας ήταν βαρύς και ανυπόφορος.

Θυμάμαι  που φέρανε 250 αιχμαλώτους Ιταλούς στο σχολείο και τους φύλαγαν εφεδρικοί φαντάροι. Όταν κατέλαβαν τον Απρίλη του ΄41 οι Γερμανοί την Ελλάδα, ήλθαν και στο χωριό, επίταξαν το σχολείο και τους ελευθέρωσαν.

Εγώ ήμουν ''μικροέμπορος''  στην κατοχή, είχα άδεια και πούλαγα στους Γερμανούς κεράσια. Πήγαινα στο φρουραρχείο, που ήταν στο σπίτι του Ντίνου Μπαζιώτη, στον Αϊ-Γιώργη, που είχαν τις αποθήκες τους οι κατακτητές, στου Κόπελι (στις καρυδιές της Λαϊνούς) που είχαν τις βενζίνες τους και τα γράσα τους (ήταν εκεί καμιά 70ριά Γερμανοί), τους έδινα τα κεράσια και μου έδιναν ασπιρίνες, αντεμπρίνες (φάρμακα για την ελονοσία), τσιγάρα, κουραμάνες, πολύτιμα στην πείνα της Κατοχής. Είχα και μια παλάντζα και τα ζύγιζα. Μια μέρα ένας Γερμανός μου πήρε την παλάντζα και με έβαλε να τον βοηθήσω να ζυγίσει και να πακετάρει 7 τσουβάλια σταφίδα ροζακιά που είχαν αρπάξει από την Καλαμάτα, να την στείλουν στις οικογένειές τους στη Γερμανία.

Τροφοδοτούσα και τους Ιταλούς βατράχια, που τα 'πιανα και τα πέρναγα σε κλωστές κουβαρίστρας. Αυτοί φάγανε και το γάτο του Κοτοπούλη (τετράπαχος σαν γουρούνι). Τον μαγείρεψαν με φύλλα από αγκινάρες μαζί με μακαρόνια. Το θυμάμαι, γιατί γυρίζαμε σαν παιδιά στα μαγειρεία τους και μάλιστα δώσανε και του Μήτσιου Μιχαλόπουλου και έφαγε και του φάνηκε ξινό το κρέας. Το καταλάβαμε, γιατί μετά είδαμε το τομάρι του κρεμασμένο πίσω από το σχολείο να στεγνώνει.

Πολλές φορές μερικοί Γερμανοί- Ιταλοί άμα τους περίσσευε φαί το έδιναν σε μας τα παιδιά (μέρος των μαγειρείων ήταν στο σημερινό Δημαρχείο). Το πηγαίναμε στα πλατάνια απέναντι και τρώγαμε λαίμαργα, η πείνα βλέπετε… Ερχόντουσαν και γέροι και τους δίναμε, όπως ο Γιάννης και  o Περικλής Λυμπερίου, η μάνα του Χρήστου του Λυμπερίου και όποιος τον έσφιγγε η ανάγκη.
 
Οι κατακτητές τα βράδια τα έπιναν στου Κοτοπούλη που έφτιαχνε κρασί από σταφίδες. Μας έπαιρνε κι εμάς τα παιδιά για εργατάκους να πατάμε τις σταφίδες με το νερό. Δεν υπήρχαν σταφύλια, γιατί έλειπε το θειάφι να θειαφίσουμε τα αμπέλια και χαλούσαν. Εκείνο που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν η συμφορά που μας βρήκε με το σκοτωμό του αδερφού μου του Χρήστου το ΄44.

Ήταν θεριστής. Θερίζαμε στου Μπίλι τη Λάκα απάνω από τον  Αγιολιά, και έφυγε ο αδελφός μου ο Χρήστος να πάει στο χωριό να  πάρει ψωμί (είχε ζυμώσει η μάνα μου) και να φύγει για τη Βάλταινα. Τα άλλα μου αδέλφια ο Πανάγος και ο Γιάννης φύγανε  να κρυφτούν, γιατί ακούστηκε ότι έρχονταν οι Γερμανοί. Μετά από μιάμιση ώρα μάθαμε τα μαντάτα, ότι  πιάσανε το Χρήστο, από τον Πέτρο Πετρόπουλο. Στο προσκυνητάρι που πάει για τον Αγιολιά, στο αμπέλι των Μανδρέων, τον σκοτώσανε οι Γερμανοί με τη βοήθεια Ελλήνων συνεργατών τους. Ακούσαμε τις ντουφεκιές στο χωράφι. Πετάω το δρεπάνι και πάω στο χωριό. Με συνόδεψε η Λυγερή Τζαβέλα ( ο πατέρας μου είχε πεθάνει). Τον είχανε πάει στο σπίτι, ήταν χτυπημένος στο κεφάλι, τον αποχαιρέτισα και έφυγα γρήγορα για το Βαθύρεμα  μη με σκοτώσουν και μένα.
Είχα τρελαθεί, βρήκα ένα μπιστόλι που το είχα κλέψει από τους Ιταλούς στου Κοτοπούλη που ήταν μεθυσμένοι το ΄41-΄42 και ετοιμαζόμουνα να αυτοκτονήσω. Αν ζω σήμερα το χρωστάω στον Παναγιώτη το Βελισσάρη που με πρόλαβε και μου το άρπαξε λέγοντάς μου: «έτσι βρε θα εκδικηθούμε το θάνατο του Χρήστου;.

Αργότερα το όπλο το έδωσα στον Παναγιώτη Παναγούλια, που ήταν μεγαλύτερος, να πολεμήσει τους κατακτητές. Ο Χρήστος είχε τελειώσει την Ανωτάτη Εμπορική και εργαζόταν ως ταμίας των εργαζομένων  στο φράγμα του Μαραθώνα. Τι να πρωτοθυμηθώ, χρόνια μαύρα, γεμάτα αίμα και συμφορές...

Θυμάται ο Γεώργιος Τσαντήλας

«Εγώ δεν φοβήθηκα τις οβίδες στη Μικρά Ασία, εσάς θα φοβηθώ;»

Θυμάμαι το 1941 που ο πατέρας μου αρνήθηκε στα καφενεία να δώσει την παρακράτηση δηλ. τη δεκάτη στους κατακτητές (περίπου 50 οκάδες σιτάρι), γιατί δεν είχε να θρέψει την πολυμελή οικογένειά του.  
Εφτά χωροφύλακες και ο υπομοίραρχος τον έφεραν στο σπίτι ακολουθούμενοι και από χωριανούς και τραβολογάγανε τον πατέρα μου που είχε στηριχθεί στο κοντεμίρι της πόρτας στο παλιό σπίτι (η πόρτα ήταν ξύλινη δίφυλλη και από μέσα είχε το σίδερο, το κοντεμίρι) να δώσει με τη βία την παρακράτηση, μπροστά στα έντρομα μάτια τα δικά μου και των αδερφών μου. Παρ’ ολίγο να τον πετάξουν κάτω από τη λιθαρένια σκάλα μας, ρίχνοντας μπιστολιές στον αέρα. Ο πατέρας μου αντρειεύτηκε και ξήλωσε τα σιρίτια του υπομοίραρχου αρπάζοντας το όπλο του και λέγοντάς τους ότι αυτός ύψωσε την ελληνική σημαία στη Μικρά Ασία και πολέμησε, ενώ αυτοί την ποδοπατούν.

Τον κλείσανε για οχτώ ημέρες στο πειθαρχείο στη Βλαχοκερασιά και η μάνα μου του πήγαινε καθημερινά φαί. Μετά τον στείλανε στον Ιταλό υποδιοικητή στο Στάδιο. Η μάνα μου του είχε δώσει και το σάισμα κοντά να ξενυχτήσει. ''Εγώ δεν φοβήθηκα τις οβίδες στη Μικρά Ασία, εσάς θα φοβηθώ;'', τους είπε. ''Εγώ παρασημοφορήθηκα στη μάχη της Κιουτάχειας''. Ο υποδιοικητής του είπε ''σου χαρίζω την εξορία, αλλά θα διωχθείτε ποινικώς''.

Στο τέλος πέρασε  από δίκη και τον απαλλάξανε. Ο  Λάμπρος ο Καλόγερος του είχε κάνει και μια δήλωση ότι δεν είχαν ψωμί.
Βέβαια την παρακράτηση την πήρανε οι χωροφύλακες υπηρετώντας τις κατοχικές αρχές…

Θυμάμαι και στην Κατοχή που έκλεισε το σχολείο, γιατί το επιτάξανε οι Ιταλογερμανοί. Κάναμε μάθημα στο ισόγειο σπίτι του δάσκαλου του Λυμπερίου, απέναντι από το σχολείο, στου Ζάχου και στου Βαρκάρη το σπίτι.

Αναδημοσίευση από τη «Φωνή της Βλαχοκερασιάς», επιμέλεια Αγγελική Κατσαφάνα


Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.