Ιστορίες από τη μαστοριά

Ιστορίες από τη μαστοριά

Μάιος 22, 2020 - 12:20
0 σχόλια

Του Ασημάκη Μήκου, συν/χου δασκάλου

Το πρώτο ταξίδι του μαστορόπουλου

Τέλη Φλεβάρη του 1947. Το κρύο είναι τσουχτερό. Μια ομάδα μαστόρων ξεκινάει αχάραγα από τα Λαγκάδια για την Κοίτα της Μάνης. Έχουν συμφωνήσει να χτίσουν το καινούργιο σπίτι του γιατρού. Οχτώ νομάτοι στην ομάδα. Πέντε μαστόροι και 3 μαστορόπουλα. Αρχηγός ο μπαρμπα-Πέτρος ο μάστορας. Πρώτη φορά μαζί του ο δωδεκάχρονος γιος του ο Ασημάκης. Είχε γίνει χαμός στο σπίτι. Ο μικρός είχε δει συνομηλίκους του να φεύγουν για δουλειά και παρακαλούσε βδομάδες ολόκληρες τον πατέρα του να τον πάρει μαζί. Τον σιγοντάριζε η μάνα του. Κάτι για να μη χαλάσει το χατίρι του πρωτότοκου, κάτι για τα λεφτά, «πάρ’ το Πέτρο το παιδί», έλεγε. Ο πατέρας στην αρχή ανένδοτος. Ήταν σκληρή η μαστοριά, το ‘ξερε από πρώτο χέρι. «Κάλλιο το χω να φάω στάχτες, παρά να βάλω τα παιδιά μου στη μαστοριά» έλεγε. Η επιμονή του μικρού ήταν μεγάλη, «δεν πάω σχολείο» έλεγε, «θέλω να δουλέψω».

Κι έτσι η πολυπόθητη μέρα έφθασε. Φορτωμένοι, μέσα στην πρωινή παγωνιά ξεκίνησαν. Ο δρόμος μακρύς, το περπάτημα δύσκολο. Πρώτο βράδυ φθάνουν σ’ένα χωριό στα σύνορα Αρκαδίας Λακωνίας για διανυκτέρευση. Χτυπούν τις πόρτες των σπιτιών. Δεν ανοίγει κανείς. Η βροχή τους συνόδευε τις δυο τελευταίες ώρες της πορείας τους. Βρίσκουν ένα μπαλκόνι και στρώνουν τα σαΐσματα από κάτω να κοιμηθούν, να μην τους πιάνει η βροχή. Τυλίγονται με μια βελέντζα. Ξημερώνει. Η πορεία συνεχίζεται. Δεύτερο βράδυ φθάνουν σ’ ένα χωριό, όπου κατοικεί μια μακρινή συγγενής. Η θεια τους καλοδέχεται, σερβίρει τραχανά, φρέσκο ψωμί, τυρί, κρασί. Κοιμούνται στρωματσάδα στο κατώι. Εκεί δεν κάνει πολύ κρύο κι είναι στεγνά. Η πεζοπορία συνεχίζεται. Το τρίτο βράδυ φθάνουν σ’ ένα χωριό κοντά στο Γύθειο. Βρίσκουν μια παρατημένη αποθήκη λίγο έξω απ’ το χωριό. Δεν έχει πόρτες και παράθυρα, έχει όμως στέγη.

Το επόμενο πρωί φθάνουν στον προορισμό τους. Ο μικρός δανείζεται χαρτί και μολύβι από το γιό του αφεντικού. Γράφει στη μάνα του «Μάνα, να με γράψεις στο σχολείο! Όταν γυρίσω θέλω να πάω σχολείο». Ο μικρός Ασημάκης ξεκίνησε το σχολείο, για να μην το αφήσει ποτέ πια, ως την συνταξιοδότηση του με το βαθμό του Διευθυντή Δημοτικού σχολείου. Τα καλοκαίρια της εφηβείας του τα πέρναγε στη μαστοριά, αποφασισμένος πως αυτό δεν θα ήταν η ζωή του.

 

Ο λάκος με τον ασβέστη

Το καλοκαίρι του 1950 δουλεύαμε στις Κάτω Δουβιές Τριπόλεως, όπου κτίζαμε τις μάντρες του Νεκροταφείου. Δίπλα στην εκκλησία ένα μεγάλο αυλάκι με πολύ νερό κατέβαινε από τις πηγές της Πιάνας και πότιζε όλο τον κάμπο. Εκεί υπήρχε ένας μεγάλος λάκκος με ασβέστη. Εγώ σαν μαστορόπουλο έπρεπε να μεταφέρω τον ασβέστη από το λάκκο στο χώρο εργασίας, φορτώνοντας τα ζώα.

Αρχικά, έβγαζα τον ασβέστη από το λάκκο, φόρτωνα τα ζώα και τον πήγαινα εκεί που δούλευαν οι μαστόροι. Ήταν αρκετές μέρες που έκανα αυτή τη δουλειά, όλα πήγαιναν καλά, αν και η όλη διαδικασία ήταν πολύ κουραστική. Άρχισα να σκέφτομαι πώς να κάνω τη δουλειά ευκολότερη και μια λαμπρή ιδέα μου ήρθε στο μυαλό. Αντί να βγάζω τον ασβέστη από το λάκκο και να τον κουβαλάω να τον φορτώσω στις κάσες που ήταν πάνω στα ζώα, θα μπορούσα να βάζω τα ζώα μέσα στο λάκκο για να γίνει πιο εύκολο το φόρτωμα.

Διάλεξα ένα δυνατό γαϊδούρι και με κάμποσο ξύλο το «έπεισα» να μπει στο λάκκο. Αισθάνθηκα πολύ έξυπνος, το φόρτωμα ήταν πολύ πιο εύκολο. Όμως δεν υπολόγισα πώς θα βγει ο φορτωμένος γάιδαρος από το λάκκο. Φαινόταν αδύνατο όσο κι αν προσπαθούσα. Έσπρωχνα το ζώο, το κτυπούσα, το τραβούσα … τίποτα ... ώσπου κόβεται η ίνκλα και το σαμάρι με τις κάσες πέφτει μέσα στον ασβέστη.

Κάτσε τώρα εξυπνάκια να πλύνεις το γάιδαρο, το σαμάρι και τις κάσες! Δουλειές με φούντες! Τα ήθελα και τα ’παθα! Δεν μου έφθανε το βάσανο που τράβηξα, όταν έφθασα στους μαστόρους, ο πατέρας μου σαν αρχηγός του μπουλουκιού, άρχισε να φωνάζει ότι καθυστέρησα γιατί έπιασα τα παιχνίδια. Τι λες τώρα! Η καθυστέρηση τον πείραξε!

 

Ο παππάς στις θημωνιές

Το καλοκαίρι του 1950 ήμουν μαστορόπουλο και δουλεύαμε στις κάτω Δουβιές Τριπόλεως. Κάθε βράδυ πήγαινα με τα ζώα στις καλαμιές του κάμπου του Τσελεπάκου. Έμενα όλη τη νύχτα στο αλώνι να προσέχω τα ζώα να μην πειράξουν τις θημωνιές και να λαγοκοιμάμαι. Εκεί κοντά περνούσε τη νύχτα κι ένας παππάς που φύλαγε τη θημωνιά του από τους κλέφτες. Είχαμε γνωριστεί με τον παπα-Στέφανο από την πρώτη νύχτα. Ήταν εφημέριος στο Τσελεπάκο και στη Ζαράκοβα, που σήμερα λέγεται Μαίναλο.

Μια νύχτα, γύρω στα μεσάνυχτα ακούω τον παππά να φωνάζει:

-Μαστορόπουλοοοο-μαστορόπουλοοοοο! Πονάω, αχ, πονάω πολύ!

-Τι θέλεις παππούλη;

-Δεν μπορώ! Πονάω πολύ! Πήγαινε σε παρακαλώ στο χωριό και ειδοποίησε όποιον βρεις να έρθουν να με πάνε στην Τρίπολη στο νοσοκομείο, πρέπει να έχω κολικό νεφρού.

Πήγα λοιπόν στο χωριό και χτυπούσα πόρτες μα δεν μου άνοιγαν. Άρχισα να φωνάζω, κτύπησα και την καμπάνα της εκκλησίας. Τελικά, κάποιοι ξύπνησαν, πήραν μια σκάλα, ρούχα και με ακολούθησαν στα χωράφια. Εκεί έφτιαξαν με την σκάλα και τα ρούχα ένα πρόχειρο φορείο, έβαλαν πάνω τον παππά και τον μετέφεραν στο δημόσιο δρόμο, όπου τον έβαλαν σε αυτοκίνητο με καρότσα και τον πήγαν στο νοσοκομείο.

Λίγες μέρες μετά, ο παπα-Στέφανος, χαρούμενος και ακτινοβολώντας υγεία κι ευγνωμοσύνη ήρθε στον τόπο που δούλευαν οι μαστόροι μ’ ένα καλάθι σύκα και σταφύλια για να ευχαριστήσει το μαστορόπουλο που του έσωσε τη ζωή.

Πηγή: anthitispetras.gr

 


Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.