Κωνσταντίνα Καρκάλα: «Τέσσερις λεβέντες έστειλε ο παππούς μου στην Αλβανία»

Κωνσταντίνα Καρκάλα: «Τέσσερις λεβέντες έστειλε ο παππούς μου στην Αλβανία»

Οκτώβριος 25, 2020 - 12:18
1 σχόλια

Τέσσερις λεβέντες έστειλε ο παππούς μου Θύμιος Μητρόπουλος στον πόλεμο στην Αλβανία. Τον πατέρα μου, Χρήστο, τον Κώστα, τον Γιάννη και τον Μανώλη.

Ήμουν πέντε χρονών. Ο θείος μου ο Μανώλης πριν φύγει με πήρε από το χέρι να αποχαιρετίσει το χωριό και   περάσαμε από το πλατάνι. Εκεί   απαντηθήκαμε με τη Ρήνα Ηλιοπούλου.

-«Θεια», της λέει ο Μανώλης , «πάω για το Μέτωπο».

- «Αη στο καλό Μανωλάκη μου, με το καλό να γυρίσεις»

- «Θεια, θα σκοτωθώ», της λέει, κάποιο προαίσθημα είχε. Τελικά, σκοτώθηκε στην Αλβανία το λεβεντόπαιδο με τα κόκκινα μαλλιά, 21χρονών.

Στο πλατάνι είχαμε συναντήσει και το Γιώργο Δογάνη  με την κόρη του, Άννα, που ήταν περίπου στην ηλικία μου. Και αυτός κακό προαίσθημα είχε.  «Πάω το κορίτσι στον Επαμεινώνδα τον Μπιστόλα να του κόψει ένα ζευγάρι παπούτσια πριν φύγω, τάχα θα το ξαναδώ;», είπε στο θείο μου Μανώλη. Κι ο Γιώργος δεν το ξαναείδε. Έπεσε στην Αλβανία.

Θρήνος στο σπίτι μας με το χαμό του θείου. Χτύπησε η καμπάνα και βούιξε  το χωριό, σκοτώθηκε ο Μανώλης Μητρόπουλος, έτρεξε από στόμα σε στόμα. Η γιαγιά ήταν στα χειμαδιά, έμαθε τα κακά μαντάτα στις λόντζες των Σπυραίων, ήρθε στο χωριό φωνάζοντας και χτυπιόταν κάτω σαν σφαγμένο κοκορόπουλο. Θρήνος στο σπίτι. Είχε πεθάνει νωρίτερα και ένα άλλο παιδί της  ο Γιώργης 19 χρονών που το έπιασε πούντα σκάβοντας τα αμπέλια στου Λάγκα τη Φυτειά. Έρχονταν συγγενείς να μας παρηγορήσουν. Υπήρχε και συνήθεια να πηγαίνουν φαγητά στους λυπημένους. Η Ελπινίκη η γυναίκα του Χρήστου Γιαννέλη μας έφερε κρέας με μακαρόνια. Κανένας δεν έτρωγε. Εγώ, που ήμουν μικρή και δεν συνειδητοποιούσα το θανατικό που μας βρήκε, έτρωγα.

Τον πατέρα μου τον έπιασε πνευμονία στο μέτωπο και τον  έστειλαν πίσω, γύρισε πολύ εξασθενημένος. Τον έσωσε ο Αποστόλης Μπαχανάς, που έσφαζε για το μαγαζί του και του έστελνε σπλήνες και κεφαλάκια να φάει. Τα άλλα δύο αδέρφια του γυρίσανε σώοι. Ο Κώστας (Τσιούλης) κινδύνεψε να πνιγεί στον Αώο, αφού έσπασε το ξύλινο γεφύρι που πέρναγε και έπεσε με το ζώο στο ποτάμι. Το ζώο πνίγηκε. Ο ίδιος, παρασυρμένος σε μεγάλη απόσταση, κατόρθωσε να σωθεί πέφτοντας πάνω σε έναν αμμόλοφο. Βρήκε απάγκιο να ξενυχτήσει στο σπίτι ενός γέρου Αλβανού, που για αντάλλαγμα του ζήτησε μια κουραμάνα. Ο θείος μου του έδωσε μία που είχε ξεμείνει στο σακίδιό του και ήταν φουσκωμένη από το νερό.

Περάσαμε βάσανα. Ακολούθησε η μαύρη πείνα της Κατοχής. Ευτυχώς που είχαμε τις ελιές και είχαμε λαδάκι. Ο πατέρας μου με τη μάνα μου πήγαιναν στην Τεγέα και μάζευαν από ένα σακί λαψάνες (λάχανα), τις βράζαμε και τρώγαμε. Και το ψωμί λιγοστό. Ανακάτευε η μάνα το αλεύρι με πατάτες να φτουρήσει. Άλλοι φάγανε γκόρτσα, λουμπούκια αραποσιτιού… άλλοι πρήστηκαν από αβιταμίνωση. Παπούτσια δεν είχαμε, γυρνάγαμε ξυπόλητα. Ο πατέρας μου βρήκε κάτι φόντια (δέρμα),κάποιου είχαν πέσει,και μου έφτιαξε ο  Αριστείδης Νικολόπουλος,ο «Καλόγερος», ένα ζευγάρι παπούτσια, τα θυμάμαι ακόμα.

Τον περισσότερο  καιρό μέναμε στην Αγία Ειρήνη. Εκεί κρύβαμε και την προίκα της μάνας μου, στο ρουμάνι, να γλιτώσει. Οι Γερμανοί έκαναν κι εκεί επιδρομές και βαράγανε τα καλύβια με το πολυβόλο. Τη νύχτα ο πατέρας μου πολλές φορές έπαιρνε τον αδερφό μου Γιώργο και κρυβόταν στο Μακρύ Λιθάρι. Μια φορά, τότε που κάψανε το χωριό οι Γερμανοί στις 16 Μάρτη του 1944, έκρυψε κι εμένα και την αδελφή μου στο Λάζο, περιοχή της Αγια- Ειρήνης, μας σκέπασε με ελαφροκουμαριές και ο ίδιος βγήκε στην κορυφογραμμή να αγναντέψει. Έπεσε πάνω στους Γερμανούς, ήταν μαζί τους κι ένας Αυστριακός που μισοσκότωνε  τα ελληνικά. Τους είπε ότι κάποιος βοσκός του έκανε ζημιές στα χωράφια του και ψάχνει να τον βρει, τους έδειξε και  κάποιο καλύβι που ήταν απέναντι ότι δήθεν εκεί έμενε ο βοσκός. Ο πατέρας μου τη γλίτωσε φτηνά, δεν τον πήραν για επικίνδυνο.

Το  σπίτι στο χωριό το γλίτωσε η μάνα μου από τη φωτιά, ρίχνοντας νερό όταν έβαλαν φωτιά  οι Γερμανοί και έφυγαν. Στου πεθερού μου, όταν αργότερα κατοικήσαμε εκεί, γύρω στο 1970, τα πατώματα ήταν καμένα, είχε υποστεί ζημιές από τη φωτιά και το επισκευάσαμε.  Το υπόγειό του έχει ιστορία, το χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί για φυλακές.

Τι να πρωτοθυμηθώ! Τα μάτια ενός μικρού παιδιού είδαν πολλά και πολλά άκουσα μεγαλώνοντας. Στα αυτιά μου αντηχούν ακόμα τα μοιρολόγια της γιαγιάς μου που καθόταν στην ταράτσα κι έκλαιγε για τον Μανωλάκη της που δεν τον έθαψε και για το άλλο της παιδί, τον Γιώργη.

Αλλά άκουσα και τα βάσανα του άντρα μου, Ντίνου Καρκάλα, όταν παντρεύτηκα. Τον είχαν πάει μετά την Κατοχή, πέντε χρόνια στη Μακρόνησο. Υπέστη μαρτύρια. Υπέφερε από ευκοιλιότητα, τρώγοντας καθημερινά κουκιά μυγιασμένα. Τον ρίξανε στη θάλασσα σε  τσουβάλι με γάτα μέσα. Τον έπιανε τρόμος όταν θυμόταν που τους στένανε στη σειρά στην παραλία και τους χτυπούσαν με το πολυβόλο και σωριάζονταν εκατοντάδες κάτω (τέλη Φλεβάρη 1948). Συχνά τον ρωτούσα, μου διηγιόταν όσα πέρασε κι έκλαιγε. Μια μέρα μου είπε: «Μη με ξαναρωτήσεις Ντίνα, δεν μπορώ…». Ο τρόμος δεν τον εγκατέλειψε ποτέ από όσα έπαθε και είδε.

Ποτέ να μην έλθουν πάλι τέτοιες μέρες και να ζήσει ο κόσμος τέτοια βάσανα, που τον σημαδεύουν σε όλη του τη ζωή.

Από αφήγηση της  Κωνσταντίνας Μητροπούλου, χήρας Κωνσταντίνου  Καρκάλα ( Δεκέμβρης 2019)
Αγγελική Κατσαφάνα


Υπάρχει 1 Σχόλιο

συγκινητικές ιστορίες που βίωσαν πολλές ελληνικές οικογένειες. για την αλβανία δεν υπήρχε επιλογή. για τα χάλια της μακρονήσου πρέπει επιτέλους οι έλληνες να μονιάσουμε και να ξεπεράσουμε τα εμφυλιακά κατάλοιπα

Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.