Σαν σήμερα: Ο Κώστας Καρυωτάκης αυτοκτονεί στην Πρέβεζα

Σαν σήμερα: Ο Κώστας Καρυωτάκης αυτοκτονεί στην Πρέβεζα

Ιούλιος 21, 2022 - 21:00
0 σχόλια

«Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία.»

Ήταν 21 Ιουλίου του 1928. Ο Κώστας Καρυωτάκης στις 14:30 το μεσημέρι περπάτησε έως το καφενεδάκι «Ο Ουράνιος Κήπος» στη θέση Βρυσούλα, κοντά στην παραλία της Πρέβεζας. Παρήγγειλε μια βυσσινάδα, ζήτησε ένα τσιγάρο και μία κόλλα χαρτί. Εκεί έγραψε τα τελευταία του λόγια. Μετά πλήρωσε, αφήνοντας ένα πουρμπουάρ 75 δραχμών ενώ το αναψυκτικό του κόστιζε μόνο 5 δραχμές, περπάτησε περίπου 400 μέτρα πιο πέρα, στο Βαθύ της Μαργαρώνας, και στις 16:30 κάτω από έναν ευκάλυπτο έδωσε τέλος στη ζωή του, πυροβολώντας την καρδιά του με ένα περίστροφο. Ήταν μόλις 32 ετών. Στην τσέπη του βρέθηκε το σημείωμά του (οι αγκύλες περιέχουν τις λογοκριμένες σημειώσεις).

«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς, τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. [Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό.] Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περσότεροι, μαζύ με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. 

»Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τ’ αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. [Ημουν άρρωστος.] Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας. Κ.Γ.Κ.   Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην  επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Ολη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγομένου. 

Κ.Γ.Κ.»

Για την αιτία της αυτοκτονίας του έχουν γραφτεί πολλά. Σύμφωνα με πτυχές της σύγχρονης έρευνας, αυτή «η χυδαία πράξη» που του αποδίδεται και που φαίνεται να τον ταλάνιζε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, όπως την περιγράφει στο σημείωμά του, θα μπορούσε να είναι η μαστροπεία. Ο ποιητής είχε σχέσεις με γυναίκες ελευθερίων ηθών -εξάλλου ο ίδιος είχε προσβληθεί από σύφιλη και για αυτόν τον λόγο διέκοψε απότομα τη σχέση του με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, ενώ στα νεανικά του ποιήματα αναφέρει τις «δουλεύτρες της αμαρτίας», τις κοινές γυναίκες, δηλαδή. Θα μπορούσε κάποιος να του προσάψει μια τέτοια κατηγορία, προκειμένου να αμαυρωθεί η φήμη του, επειδή ο Καρυωτάκης είχε αναπτύξει μεγάλη συνδικαλιστική δράση;

Η κυρία Ντουνιά αναφέρει στη Lifo: «Ας θυμηθούμε εδώ ότι ο Καρυωτάκης τον Ιανουάριο του 1928, όταν αρχίζουν οι διώξεις της υπηρεσίας εναντίον του με αποκορύφωμα την αυθαίρετη μετάθεσή του στην Πρέβεζα, εκλέγεται Γενικός Γραμματέας των Δημοσίων Υπαλλήλων της Αθήνας σε μια στιγμή που το συνδικαλιστικό κίνημα δείχνει μια ιδιαίτερη δραστηριότητα. Επιπλέον, ορισμένα δημοσιεύματα με την υπογραφή του, αλλά και ψευδώνυμα, που αποκαλύπτουν τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος και την  αναξιοκρατία τον φέρνουν αντιμέτωπο με τον ίδιο τον Υπουργό. Η απομάκρυνσή του από την Αθήνα δεν έδωσε αρκετή ικανοποίηση σε όσους επιθυμούσαν την οριστική του απόλυση από την Υπηρεσία. Έτσι δημιουργήθηκε  μια σκευωρία σε βάρος του ενοχλητικού συνδικαλιστή Κ. Γ. Καρυωτάκη με αποτέλεσμα τη διατύπωση μιας χαλκευμένης κατηγορίας που τον πιέζει ασφυκτικά τις τελευταίες μέρες της ζωής του».

Αναδημοσιεύουμε ένα πεζό του, «Το καύκαλο», για να τον θυμηθούμε:

Οἱ ἄνθρωποι νομίζουνε πὼς τὰ ξέρουν ὅλα. Ἔτσι κανένας δὲ θά ῾θελε νὰ ὑποθέσει πὼς ἕνα καύκαλο μέσα στὴν ὀστεοθήκη του εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ ὅ,τι πιστεύεται κοινά. Γι᾿ αὐτὸ δὲν ἔτρεμε καθόλου τὸ χέρι τοῦ παράξενου ποιητῆ ὅταν ἦρθε μία μέρα νὰ ταράξει τὸν ὕπνο τῶν αἰώνων ποὺ κοιμόμουν μέσα στὸ μαῦρο μου κασονάκι, ὄξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ νεκροταφείου.

Τὶς δυὸ μικρὲς σπηλιὲς στὴ βάση τοῦ μετώπου μου - στὴ ζωὴ τ᾿ ὄνομά τους ἦταν γλυκὸ σὰν τὸ φῶς - τὶς γιόμιζε ἡ νύχτα τοῦ ἀσυνείδητου. Κάποια ἀράχνη ἐσάλευε ἀπάνω στὸ μηλίγγι μου κ᾿ εἶχε γίνει τὸ ὄνειρό μου. Ξυπνώντας ἔξαφνα, ἔνοιωσα νὰ μὲ σηκώνουν. Σίγουρα θὰ ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ χωνευτηρίου, ἐσκέφτηκα. Μὲ τὸ δίκιο τους θὰ κουράστηκαν οἱ δικοί μου νὰ πληρώνουν τόσα χρόνια τώρα τὸ μισὸ νοῖκι ποὺ ἐξασφάλιζε τὴ θέση μου στὴν αὐλὴ τῆς ἐκκλησίας. Ἀλλὰ δὲν ἦταν αὐτό. Μ᾿ ἐτύλιξαν σὲ μίαν ἐφημερίδα, κ᾿ ὕστερα ἀπὸ λίγην ὥρα ἐβρέθηκα στὸ τραπέζι τῆς μελέτης τοῦ ποιητῆ μου, ἀπάνω σ᾿ ἕνα βιβλίο ποὺ ἔτυχε νά ῾ναι κάτι εὔθυμα τραγούδια ἀγάπης.

Στὴν ἀρχὴ μ᾿ ἄφησαν ἥσυχο νὰ κοιτάζω ὅ,τι μποροῦσε νὰ χωρέσει στὸ στενό του κύκλο τὸ βλέμμα μου, ποὺ δὲν ἦταν βέβαια βολετὸ νὰ τὸ διευθύνω ὅπου ἤθελα. Ἀντίκρυ μου ἄσπριζε τὸ κρεβάτι. Οἱ θύμησές μου ὁλοένα ἐζωήρευαν μὲ τὸ νὰ τὸ βλέπω. Τώρα θυμόμουν καθαρὰ ἕνα κρεβάτι. Δὲν ἦταν τὸ κρεβάτι τῆς τελευταίας μου ἀρρώστειας. Γιατί τὸ ξεκουραστικὸ κρεβάτι τοῦ θανάτου δὲν τὸ θυμᾶται ἕνα καύκαλο σὰν ἐμένα παρὰ μόνο γιὰ νὰ νοσταλγήσει τὴ ζωή. Θυμόμουν, ὅμως, καθαρὰ ἕνα κρεβάτι. Ὕστερα ἐπέρασε θαμπὸ ἀπὸ τὴ μνήμη μου κάτι ἄλλο... Δὲν μπόρεσα νὰ ξεχωρίσω τί. Πάει τόσος καιρὸς ἀπὸ τότε...

Ἐκοίταζα τὸ ἡμερολόγιο στὸν τοῖχο γιὰ νὰ ἰδῶ πόσα χρόνια ἐβάστηξε ὁ ὕπνος μου, ὅταν ἔνιωσα ἀπὸ τὸ θόρυβο πὼς κάποιος ἐμπῆκε στὴν κάμαρα. Ἦταν ἕνας φίλος τοῦ ἀπαγωγέα μου. Ἦρθε καὶ στάθηκε μπροστά μου. Ὁ ποιητὴς μ᾿ ἔδειξε λέγοντας: «Νὰ σοῦ συστήσω τὸν κύριο...», κ᾿ εἶπε τ᾿ ὄνομά μου, ποὺ τό᾿ χε διαβάσει στὴν ὀστεοθήκη. Ὁ ἄλλος ὑποκλίθηκε χωρικά, ἔβγαλε τὸ καπέλο του καὶ μοῦ τὸ φόρεσε. Ἄναψε κ᾿ ἕνα τσιγάρο καὶ τὸ σφήνωσε στὰ δόντια μου. Ὕστερα ἀρχίσανε νὰ γελᾶνε. Ἐγὼ τοὺς ἐκοίταζα σοβαρά, ὅπως ταιριάζει, σ᾿ ὅσους ἔζησαν τὴ ζωή, νὰ κοιτοῦνε αὐτοὺς ποὺ θὰ τὴ ζήσουν. Δὲ μὲ πείραζε καθόλου ἕνα τέτοιο φέρσιμο, μόνε συλλογιζόμουνα τί ἁπλοϊκοὶ πού ῾ναι οἱ ἄνθρωποι νὰ νομίζουνε πὼς τὰ ξέρουν ὅλα καὶ νὰ μὴ θέλουνε ποτὲ νὰ παραδεχτοῦνε πὼς ἕνα καύκαλο μπορεῖ νά ῾ναι κάτι παραπάνω ἀπὸ ὅ,τι πιστεύεται κοινά.

Δυὸ ὁλόκληρες ὧρες ἀναγκάστηκα νὰ τοὺς ἀκούω. Τὰ λόγια τους θὰ μοῦ ῾φέρναν πικρὸ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη. Μιλούσανε γιὰ τὶς γυναῖκες τους, γιὰ τὰ βιβλία τους, γιὰ κάθε τί, σὰ νὰ μὴν ἦταν τὸ κρανίο ἑνὸς ἀνθρώπου ὅμοιου μ᾿ αὐτοὺς ἡ μπάλα ἐκείνη τῆς φρίκης ποὺ τὴ ἤξεραν τόσο κοντά τους.

Ἐφύγανε.

Ἀργά, μετὰ τὰ μεσάνυχτα, ἐγύρισε μονάχος ὁ ποιητής. Δὲν ξέρω γιατί ἔνιωσα κάτι σὰν ἕνα αἴσθημα ὑπεροχῆς νὰ μὲ κυριεύει. Καθὼς ἄναβε ἡ λάμπα, τὸ χέρι του δὲν ἦταν ὅμοια σταθερὸ ὅπως ὅταν ἄνοιγε τὸ μαῦρο μου κουτί, στὸ νεκροταφεῖο. Τὸ φῶς, πέφτοντας λοξὰ ἀπάνω μου, μοῦ ῾δωσε μίαν ὄψη παράξενα ζωντανή. Τὸ κατάλαβα ἀπὸ τὴν ἔκφραση τοῦ φίλου μου αὐτό. Μὲ πῆρε στὰ χέρι του. Ἄνοιξε τὸ παράθυρο. Θὰ μὲ πετοῦσε στὸ δρόμο, ἂν δὲν ἐκάρφωνα πιὸ μαῦρο καὶ πιὸ βαθὺ τὸ βλέμμα μου στὸ μεταξὺ τῶν ματιῶν του. Μ᾿ ἄφησε στὸ πεζοῦλι τοῦ παραθύρου κ᾿ ἔκλεισε. Ὅλη τὴ νύχτα τὸν ἄκουγα νὰ στριφογυρίζει στὸ κρεβάτι. Ἂν ἐκοιμήθηκε, θά ῾κάνε πολὺ ταραγμένο ὕπνο.

Τὸ πρωὶ βρέθηκα μέσα στὴν ὀστεοθήκη μου. Χωρὶς ἄλλο θὰ μ᾿ ἔφερε στὴ θέση μου ὁ ἴδιος ἐκεῖνος τύπος μὲ τὰ παράξενα γοῦστα. Τώρα ἀκουμπῶ τὸ σαγόνι μου στοχαστικὰ στὸ κόκκαλο τοῦ χεριοῦ καὶ σκέφτομαι τὴν περιπέτειά μου. Μοῦ φαίνεται πὼς βλέπω ἀκόμα τὸ βιβλίο μὲ τὰ εὔθυμα ἐρωτικὰ τραγούδια καὶ τὸ ἡμερολόγιο μὲ τὴν τραγικὰ προχωρημένη ἡμερομηνία. Περσότερο ὅμως συλλογιέμαι τὸ κρεβάτι. Τὸ κρεβάτι μ᾿ ἔκαμε νὰ μισοθυμηθῶ μιὰ μικρὴ ἱστορία ποὺ ἐνόμιζα πὼς εἶχα κατορθώσει νὰ ξεχάσω ὁλότελα.


Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.