Σαν σήμερα: Γεννιέται στην Τρίπολη ο Κώστας Καρυωτάκης

Σαν σήμερα: Γεννιέται στην Τρίπολη ο Κώστας Καρυωτάκης

Οκτώβριος 30, 2022 - 13:18
0 σχόλια

ΟΚώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου του 1896 και αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα το 1928. Εκφράζοντας τη σκοτεινιά που είχε πάντα μέσα του, έλεγε ότι «η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε».

Ποιητής και πεζογράφος, ίσως η σημαντικότερη λογοτεχνική φωνή, που ανέδειξε η γενιά του '20 και από τους πρώτους, που εισήγαγαν στοιχεία του μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση. Επηρέασε πολλούς από τους κατοπινούς ποιητές (Σεφέρης, Ρίτσος, Βρεττάκος) και με την αυτοκτονία του δημιούργησε φιλολογική μόδα, τον Καρυωτακισμό, που πλημμύρισε τη νεοελληνική ποίηση.

Γιoς του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη από τη Συκιά Κορινθίας και της Κατήγκως Σκάγιαννη από την Τρίπολη, ήταν ο δευτερότοκος της οικογένειας. Είχε μία αδελφή έναν χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, και έναν αδελφό μικρότερο, τον Θάνο, που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος. Η οικογένειά του μετακινείτο συχνά, λόγω της εργασίας του πατέρα του. Έζησαν στη Λευκάδα, στην Πάτρα, στη Λάρισα, στην Καλαμάτα,σ το Αργοστόλι, στην Αθήνα (1909-1911) και στα Χανιά, όπου έμειναν ως το 1913. Από τα εφηβικά του χρόνια δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Διάπλαση των Παίδων». Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται την Χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη, μια σχέση που θα τον σημαδέψει. 

Το 1917 αποφοίτησε από τη Νομική Αθηνών, και γρήγορα αναζήτησε θέση δημοσίου υπαλλήλου για τα προς το ζην. Διορίστηκε στις νομαρχίες Σύρου, Άρτας και Αθήνας. Απεχθανόταν τη δουλειά του.

Η πρώτη ποιητική συλλογή του «Ο Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτων», δημοσιεύτηκε το Φεβρουάριο του 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής,  Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν, παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη. Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία. Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του, με τίτλο «Ελεγεία και Σάτιρες».

Την επόμενη χρονιά, έλαβε μετάθεση για την Πρέβεζα. Η αλληλογραφία του με τους συγγενείς του είναι σκοτεινή: εκφράζει την απόγνωσή του. Στις 21 Ιουλίου αγόρασε ένα περίστροφο και αυτοκτόνησε, στην παραλία του Αγίου Σπυρίδωνα. Το σπίτι όπου γεννήθηκε εδώ, στην Τρίπολη, στη συμβολή των οδών Ερυθρού Σταυρού και Κ. Καρυωτάκη σήμερα στεγάζει το Πρυτανείο.

Στη συλλογή «Νηπενθή» (1921), διαβάζουμε τους «Ποιητές» του, ποίημα που αποκαλύπτει ίσως τις σκέψεις του για τους αφοσιωμένους στην τέχνη:

«Πώς σβήνετε, πικροί ξενιτεμένοι!
Ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν...
Βιολέτες κι ανεμώνες, ξεχασμένες
στα ξένα που πεθαίνετε παρτέρια,
κρατώντας, αργυρή δροσοσταλίδα,
βαθιά σας την ελπίδα της πατρίδας...
Χτυπιούνται, πληγωμένες πεταλούδες,
στο χώμα σας οι θύμησες κι οι πόθοι.
Το φως, που κατεβαίνει, της ημέρας,
κι απλώνεται γλυκύτατο και παίζει
μ' όλα τριγύρω τ' άλλα λουλουδάκια,
περνάει από κοντά σας και δε βλέπει
τον πόνο σας ωραίο, για να χαϊδέψει
τα πορφυρά θρηνητικά μαλλιά σας.
Ειδυλλιακές οι νύχτες σας σκεπάζουν,
κι η καλοσύνη αν χύνεται των άστρων,
ταπεινοί καθώς είστε, δε σας φτάνει.
Ολούθε πνέει, σα λίβας, των ανθρώπων
η τόση μοχθηρία και σας μαραίνει,
ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν».

Αναδημοσιεύουμε κι ένα πεζό του, «Το καύκαλο»:

Οἱ ἄνθρωποι νομίζουνε πὼς τὰ ξέρουν ὅλα. Ἔτσι κανένας δὲ θά ῾θελε νὰ ὑποθέσει πὼς ἕνα καύκαλο μέσα στὴν ὀστεοθήκη του εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ ὅ,τι πιστεύεται κοινά. Γι᾿ αὐτὸ δὲν ἔτρεμε καθόλου τὸ χέρι τοῦ παράξενου ποιητῆ ὅταν ἦρθε μία μέρα νὰ ταράξει τὸν ὕπνο τῶν αἰώνων ποὺ κοιμόμουν μέσα στὸ μαῦρο μου κασονάκι, ὄξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ νεκροταφείου.

Τὶς δυὸ μικρὲς σπηλιὲς στὴ βάση τοῦ μετώπου μου - στὴ ζωὴ τ᾿ ὄνομά τους ἦταν γλυκὸ σὰν τὸ φῶς - τὶς γιόμιζε ἡ νύχτα τοῦ ἀσυνείδητου. Κάποια ἀράχνη ἐσάλευε ἀπάνω στὸ μηλίγγι μου κ᾿ εἶχε γίνει τὸ ὄνειρό μου. Ξυπνώντας ἔξαφνα, ἔνοιωσα νὰ μὲ σηκώνουν. Σίγουρα θὰ ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ χωνευτηρίου, ἐσκέφτηκα. Μὲ τὸ δίκιο τους θὰ κουράστηκαν οἱ δικοί μου νὰ πληρώνουν τόσα χρόνια τώρα τὸ μισὸ νοῖκι ποὺ ἐξασφάλιζε τὴ θέση μου στὴν αὐλὴ τῆς ἐκκλησίας. Ἀλλὰ δὲν ἦταν αὐτό. Μ᾿ ἐτύλιξαν σὲ μίαν ἐφημερίδα, κ᾿ ὕστερα ἀπὸ λίγην ὥρα ἐβρέθηκα στὸ τραπέζι τῆς μελέτης τοῦ ποιητῆ μου, ἀπάνω σ᾿ ἕνα βιβλίο ποὺ ἔτυχε νά ῾ναι κάτι εὔθυμα τραγούδια ἀγάπης.

Στὴν ἀρχὴ μ᾿ ἄφησαν ἥσυχο νὰ κοιτάζω ὅ,τι μποροῦσε νὰ χωρέσει στὸ στενό του κύκλο τὸ βλέμμα μου, ποὺ δὲν ἦταν βέβαια βολετὸ νὰ τὸ διευθύνω ὅπου ἤθελα. Ἀντίκρυ μου ἄσπριζε τὸ κρεβάτι. Οἱ θύμησές μου ὁλοένα ἐζωήρευαν μὲ τὸ νὰ τὸ βλέπω. Τώρα θυμόμουν καθαρὰ ἕνα κρεβάτι. Δὲν ἦταν τὸ κρεβάτι τῆς τελευταίας μου ἀρρώστειας. Γιατί τὸ ξεκουραστικὸ κρεβάτι τοῦ θανάτου δὲν τὸ θυμᾶται ἕνα καύκαλο σὰν ἐμένα παρὰ μόνο γιὰ νὰ νοσταλγήσει τὴ ζωή. Θυμόμουν, ὅμως, καθαρὰ ἕνα κρεβάτι. Ὕστερα ἐπέρασε θαμπὸ ἀπὸ τὴ μνήμη μου κάτι ἄλλο... Δὲν μπόρεσα νὰ ξεχωρίσω τί. Πάει τόσος καιρὸς ἀπὸ τότε...

Ἐκοίταζα τὸ ἡμερολόγιο στὸν τοῖχο γιὰ νὰ ἰδῶ πόσα χρόνια ἐβάστηξε ὁ ὕπνος μου, ὅταν ἔνιωσα ἀπὸ τὸ θόρυβο πὼς κάποιος ἐμπῆκε στὴν κάμαρα. Ἦταν ἕνας φίλος τοῦ ἀπαγωγέα μου. Ἦρθε καὶ στάθηκε μπροστά μου. Ὁ ποιητὴς μ᾿ ἔδειξε λέγοντας: «Νὰ σοῦ συστήσω τὸν κύριο...», κ᾿ εἶπε τ᾿ ὄνομά μου, ποὺ τό᾿ χε διαβάσει στὴν ὀστεοθήκη. Ὁ ἄλλος ὑποκλίθηκε χωρικά, ἔβγαλε τὸ καπέλο του καὶ μοῦ τὸ φόρεσε. Ἄναψε κ᾿ ἕνα τσιγάρο καὶ τὸ σφήνωσε στὰ δόντια μου. Ὕστερα ἀρχίσανε νὰ γελᾶνε. Ἐγὼ τοὺς ἐκοίταζα σοβαρά, ὅπως ταιριάζει, σ᾿ ὅσους ἔζησαν τὴ ζωή, νὰ κοιτοῦνε αὐτοὺς ποὺ θὰ τὴ ζήσουν. Δὲ μὲ πείραζε καθόλου ἕνα τέτοιο φέρσιμο, μόνε συλλογιζόμουνα τί ἁπλοϊκοὶ πού ῾ναι οἱ ἄνθρωποι νὰ νομίζουνε πὼς τὰ ξέρουν ὅλα καὶ νὰ μὴ θέλουνε ποτὲ νὰ παραδεχτοῦνε πὼς ἕνα καύκαλο μπορεῖ νά ῾ναι κάτι παραπάνω ἀπὸ ὅ,τι πιστεύεται κοινά.

Δυὸ ὁλόκληρες ὧρες ἀναγκάστηκα νὰ τοὺς ἀκούω. Τὰ λόγια τους θὰ μοῦ ῾φέρναν πικρὸ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη. Μιλούσανε γιὰ τὶς γυναῖκες τους, γιὰ τὰ βιβλία τους, γιὰ κάθε τί, σὰ νὰ μὴν ἦταν τὸ κρανίο ἑνὸς ἀνθρώπου ὅμοιου μ᾿ αὐτοὺς ἡ μπάλα ἐκείνη τῆς φρίκης ποὺ τὴ ἤξεραν τόσο κοντά τους.

Ἐφύγανε.

Ἀργά, μετὰ τὰ μεσάνυχτα, ἐγύρισε μονάχος ὁ ποιητής. Δὲν ξέρω γιατί ἔνιωσα κάτι σὰν ἕνα αἴσθημα ὑπεροχῆς νὰ μὲ κυριεύει. Καθὼς ἄναβε ἡ λάμπα, τὸ χέρι του δὲν ἦταν ὅμοια σταθερὸ ὅπως ὅταν ἄνοιγε τὸ μαῦρο μου κουτί, στὸ νεκροταφεῖο. Τὸ φῶς, πέφτοντας λοξὰ ἀπάνω μου, μοῦ ῾δωσε μίαν ὄψη παράξενα ζωντανή. Τὸ κατάλαβα ἀπὸ τὴν ἔκφραση τοῦ φίλου μου αὐτό. Μὲ πῆρε στὰ χέρι του. Ἄνοιξε τὸ παράθυρο. Θὰ μὲ πετοῦσε στὸ δρόμο, ἂν δὲν ἐκάρφωνα πιὸ μαῦρο καὶ πιὸ βαθὺ τὸ βλέμμα μου στὸ μεταξὺ τῶν ματιῶν του. Μ᾿ ἄφησε στὸ πεζοῦλι τοῦ παραθύρου κ᾿ ἔκλεισε. Ὅλη τὴ νύχτα τὸν ἄκουγα νὰ στριφογυρίζει στὸ κρεβάτι. Ἂν ἐκοιμήθηκε, θά ῾κάνε πολὺ ταραγμένο ὕπνο.

Τὸ πρωὶ βρέθηκα μέσα στὴν ὀστεοθήκη μου. Χωρὶς ἄλλο θὰ μ᾿ ἔφερε στὴ θέση μου ὁ ἴδιος ἐκεῖνος τύπος μὲ τὰ παράξενα γοῦστα. Τώρα ἀκουμπῶ τὸ σαγόνι μου στοχαστικὰ στὸ κόκκαλο τοῦ χεριοῦ καὶ σκέφτομαι τὴν περιπέτειά μου. Μοῦ φαίνεται πὼς βλέπω ἀκόμα τὸ βιβλίο μὲ τὰ εὔθυμα ἐρωτικὰ τραγούδια καὶ τὸ ἡμερολόγιο μὲ τὴν τραγικὰ προχωρημένη ἡμερομηνία. Περσότερο ὅμως συλλογιέμαι τὸ κρεβάτι. Τὸ κρεβάτι μ᾿ ἔκαμε νὰ μισοθυμηθῶ μιὰ μικρὴ ἱστορία ποὺ ἐνόμιζα πὼς εἶχα κατορθώσει νὰ ξεχάσω ὁλότελα.


Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.