Ο Οκτώβρης της Βυτινιώτικης παράδοσης

Ο Οκτώβρης της Βυτινιώτικης παράδοσης

Νοέμβριος 07, 2021 - 22:26
0 σχόλια

ΓΡΑΦΕΙ : Ο «Νοσταλγός»

Ο Οκτώβρης ήταν αρκετά βαρύς εργασιακά μήνας της αγροτικής κοινωνίας της Βυτίνας πριν από πενήντα- εξήντα χρόνια και παλιότερα. Και αυτό συνέβαινε, διότι τον μήνα αυτό πραγματοποιούντο δυο σπουδαίες εργασίες μεγάλης σημασίας για την ομαλή επιβίωση της οικογένειας είτε πολυμελούς, είτε ολιγομελούς. Αυτές ήταν ο τρύγος και η σπορά και από τη δεύτερη ο μήνας αυτός πήρε και τα ονόματα λαϊκής προέλευσης «ζευγάς» ή «σποριάς». Γύρω από τις δύο αυτές εργασίες, στις οποίες συμμετείχαν όλα τα μέλη της οικογένειας, μικρά ή μεγάλα με διάφορες αρμοδιότητες και προσφορά εργασιών από το καθένα, τηρούντο πολλά έθιμα και συνήθειες, που διαμόρφωναν την τοπική λαϊκή παράδοση. Πόσα τέτοια «δρώμενα» σχετικά με τον τρύγο ή την σπορά δεν είδαμε τα πιο παλιά χρόνια να πραγματοποιούνται ή δεν τα ακούσαμε από τους παλιότερους με γλαφυρές διηγήσεις τα κρύα χειμωνιάτικα βράδια γύρω από το παραγώνι;

Ο τρύγος άρχιζε το πρώτο δεκαήμερο του Οκτώβρη, διότι τότε ωρίμαζαν τα σταφύλια στο ορεινό κλίμα της Βυτίνας. Η εργασία της συγκομιδής δεν άρχιζε άναρχα, ούτε ο καθένας τρυγούσε όποτε ήθελε. Η ημερομηνία οριζόταν από την κοινότητα και τους «δραγάτες» χωριστά για κάθε «βεργασιό» (αμπελοτόπι). Η Βυτίνα είχε πέντε κύρια «βεργασιά». Τη «Σωτήρα», τις «Σέτσες, τα «Δαμασκηνιά», τα «Λακώματα» και τη «Σίτσα». Σε αυτά εντάσσονταν τα μεμονωμένα αμπέλια σε διάφορες άλλες τοποθεσίες. Να σημειώσουμε εδώ ότι τον δέκατο ένατο αιώνα (πριν από το 1900) «βεργασιά» υπήρχαν επί πλέον στα «Χαλιάνικα», στα «Βεδούχια, στο «Ζαρζί». Ο τρύγος άρχιζε από τις θερμότερες τοποθεσίες, που ήταν η «Σωτήρα» και τα «Λακκώματα» και προχωρούσε στις ψυχρότερες. Τελευταία έμεναν τα «Δαμασκηνιά», διότι τα ψυχρά ρεύματα, που κατέβαιναν από το Μαίναλο καθυστερούσαν την ωρίμανση.

Οι «δραγάτες» (αγροφύλακες) επέβλεπαν την τήρηση των ημερομηνιών είτε με επιτόπιες επισκέψεις είτε με επιτήρηση από τις «βεργασούρες» ( κορυφές λοφίσκων που είχαν απεριόριστη θέα). Στα σπίτια η ιεροτελεστία του τρύγου άρχιζε μέρες πριν με το πλύσιμο των βαγενιών, το φούσκωμα των ασκιών, την επισκευή της «πατητήρας» και πολλά άλλα που ήταν απαραίτητα, για να πραγματοποιηθεί ο τρύγος όσο πιο εύκολα γινόταν.

Πολλοί εμπειρικοί τρόποι εφαρμόζονταν στην εκτέλεση διαφόρων εργασιών όπως ο ξεραμένος μάραθος για την απολύμανση των βαγενιών ή το ασβέστωμα του χώρου τοποθέτησής τους ή ο εμπειρικός προσδιορισμός των βαθμών του μούστου. Το πρωί που ξεκινούσε ό τρύγος όλα μέλη της οικογενείας μετακινούντο στα αμπέλια με φορτωμένα στα ζώα τα εργαλεία του τρύγου όπως ασκιά, κοφίνια και κοφίνες, πατητήρα, εάν τα σταφύλια θα τα πατούσαν στο αμπέλι, και ότι άλλο ήταν απαραίτητο όπως τα μικρά κοπίδια, για να κόβουν τα σταφύλια, κλαδευτήρια, βατοκόπες και πριόνια, για να απομακρύνουν ό,τι εμπόδιζε τις εργασίες. Η νοικοκυρά του σπιτιού ετοίμαζε και έπαιρνε μαζί της το γεύμα, ενώ κατέβαζε από το εικόνισμα μια εικόνα και λίγα «σταυρολούλουδα» από την εκκλησία, που πήρε και έβαλε στο εικόνισμα κατά τη γιορτή του «Σταυρού». Όλα αυτά για να πάει καλά ο τρύγος.

Ο μούστος μεταφερόταν στα ασκιά και έπεφτε είτε απευθείας στα βαγένια, είτε στη μεγάλη «κάδη» όπου θα έμενε λίγες μέρες με τα «τσέγγουρα», για να «ψηθεί» και μετά θα μοιράζοταν στα βαγένια, για να «βράσει». Οι Βυτιναίοι εφάρμοζαν τις εμπειρικές οδηγίες, που είχαν ακούσει από τους παλιότερους ως προς τη διατήρηση των ημερομηνιών για το «βράσιμο» του μούστου, το κλείσιμο των βαγενιών, την ποσότητα του ρετσι- νιού που θα έριχναν στο κάθε βαγένι ανάλογα με το μέγεθός του. Η νοικοκυρά του σπιτιού κάθε μέρα παρακολουθούσε, εάν «έβραζε» το κρασί και εάν «έκοβε το βράσιμο» ανακάτευε με τον πλάστη τον μούστο, για να ενισχύσει τη ζύμωση, διότι το ψυχρό κλίμα της Βυτίνας δεν την διευκόλυνε. Όταν σταμάταγε το «βράσιμο», σφράγιζαν τα βαγένια με λιωμένο ρετσίνι και από πάνω από την «όκνα» έριχναν στάχτη. Η νοικοκυρά «λιβάνιζε» τον χώρο του κατωγιού, για να φύγουν τα «κακά πνεύματα», που θα μπορούσαν να βλάψουν την ποιότητα του κρασιού. Τα βαγένια τα «άνοιγαν» σαράντα μέρες μετά, γύρω του Αγίου Φιλίππου, αφού δοκίμαζαν από την «οκνίτσα»

πρώτα, εάν έχει «τσούξει» το κρασί. Το άνοιγμα του βαγενιού ήταν ευκαιρία για ένα μικρό γλέντι με τους γείτονες, οι οποίοι μαζεύονταν και με ευχές για «καλόπιοτο» και τραγούδια δοκίμαζαν το καινούριο κρασί μαζί με τους μεζέδες, που ετοίμασε η νοικοκυρά. Γύρω λοιπόν από τον μεγάλο κύκλο των Οκτωβριανών εργασιών του τρύγου διαμορφώνονταν πολλά έθιμα, παραδόσεις και δοξασίες που «έκτιζαν» σιγά-σιγά την πλούσια Βυτινιώτικη λαϊκή παράδοση.

Η δεύτερη σπουδαία εργασία του Οκτώβρη ήταν η σπορά. Βέβαια αυτή ήταν συνδυασμένη με τα πρωτοβρόχια, που έπρεπε να πέσουν, ώστε να «φουσκώσει» η γη και να αρχίσουν οι δουλειές . Η σπορά έπρεπε να είναι τόση, ώστε να εξασφαλίσει το ψωμί, πρωταρχικό είδος διατροφής τότε, των μελών της οικογένειας, αλλά και την τροφή των οικόσιτων ζώων.

Άρχιζε όπως είπαμε με τα πρωτοβρόχια, που συνήθως έπεφταν το πρώτο δεκαήμερο του Οκτώβρη, και τελείωνε κάπου μέσα στον Νοέμβρη. Άρχιζε από τα πλέον ορεινά χωράφια στο εσωτερικό του Μαινάλου, όπως οι «Ρούχοι», η «Αρπακωτή», οι «Αγιολιάδες», η «Κάπελη» και συνέχιζε στα χαμηλότερα. Όταν εγκαταλείφθηκαν τα σιταροχώραφα του βουνού, το σπαρτό άρχιζε από τα «γρασίδια» που εξασφάλιζαν τη ζωοτροφή και συνεχιζόταν με τα άλλα. Εάν σημειωνόταν ανομβρία μπορεί να διαρκούσε όλο τον Νοέμβρη και να έπαιρνε ημέρες από τον Δεκέμβρη.

Οι περισσότεροι Βυτινιώτες ήταν γεωργοί και έσπερναν λίγες ή πολλές μέρες ανάλογα με τις ιδιοκτησίες τους. Καθένας είχε φροντίσει από το καλοκαίρι να επισκευάσει τα εργαλεία του οργώματος, να αντικαταστήσει τα φθαρμένα μέρη του αρότρου και ιδιαίτερα το «σταβάρι» και την «αλετροπόδα», τα οποία φθείρονταν ευκολότερα και να «ατσαλώσει» το υνί στον «γύφτο» (σιδηρουργό), για να είναι ευκολότερο το όργωμα.

Για ζωοτροφή έσπερναν κριθάρι, βρώμη, βίκο, μπιζέλι, ή ρόβη. Όταν άρχιζε η σπορά του σιταριού γίνονταν κάποιες πρόσθετες εργασίες, που προέρχονταν από λαϊκές δοξασίες. Στο σύνολο του σπόρου, που προοριζόταν για σπορά, η νοικοκυρά μοίραζε το «διαβασμένο» σιτάρι στην εκκλησία τη γιορτή του Σταυρού, για να πάει καλά το σπαρτό και να είναι αποδοτική η χρονιά. Αποβραδίς επίσης απολύμαινε το σπόρο με γαλαζόπετρα, για να καταπολεμηθεί η «καπνιά» (δαυλίτης), ενώ από προηγούμενες ημέρες τον είχε κοσκινίσει, για να απομακρύνει τα ζιζάνια ( ήρα, κουκί, κόκολη και άλλα),αφού προηγουμένως για το «σπαρτό» είχε διαλέξει το πιο «χοντρόσπυρο» σιτάρι.

Το πρωί που ξεκίναγε ο νοικοκύρης με τα ζώα του για το χωράφι «σταύρωνε» αυτόν και τα ζώα «για να πάνε καλά οι εργασίες» και τους «άγιαζε» με αγιασμό για «το κακό μάτι».

Επίσης φρόντιζε τις λεπτομέρειες των ετοιμασιών για το φαγητό του «ζευγολάτη» (ωραία αρχαιοπρεπής λέξη από το ζεύγος (των ζώων) και το ρήμα ελαύνω (οδηγώ), τη ζωοτροφή, τα «στρωσίδια» των ζώων που έριχναν πάνω τους, όταν σταμάταγε το όργωμα, για να μην κρυώσουν. Πολλές φορές ακολουθούσε τον άντρα της στο χωράφι και «σκάλιζε» πίσω από το «ζευγάρι» με τον κασμά ή το στενό ξινάρι, για να «σπάσει τα σβόλια» και να διευκολυνθεί το φύτρωμα του σπόρου.

Ο ζευγολάτης «συνταίριαζε» τα ζώα φορώντας τους στο λαιμό τις «λαιμαργιές» και δένοντας από αυτές το «τραβηχτό», στο οποίο έδενε από το μεγάλο άγκιστρο το αλέτρι. Ξεκίναγε το όργωμα, με τα ζώα και τον ίδιο να κοιτάζουν κατά την ανατολή, κάνοντας τον σταυρό του και ευχόμενος «καλή σοδειά».

Κολάτσιζε κατά τις έντεκα και γευμάτιζε κατά τις τρεις, αφού προηγουμένως σκέπαζε τα ζώα με τα ρούχα, για να μην κρυώσουν, επειδή ήταν ιδρωμένα και τους κρέμαγε από το λαιμό τον «ντορβά» με το κριθάρι ή σκόρπαγε κάτω το «σανό», για να φάνε. Τελείωνε την εργασία με τη δύση του ηλίου, αν το χωράφι ήταν κοντά στο σπίτι ή λίγο πιο νωρίς, αν ήταν μακριά.

Όταν έφτανε στο σπίτι και ξεφόρτωνε τα εργαλεία του οργώματος, πρώτα φρόντιζε τα ζώα του στο κατώι και μετά έμπαινε στο σπίτι όπου η νοικοκυρά είχε ετοιμάσει το βραδινό, που έτρωγαν κοντά στο τζάκι. Και έτσι συνεχίζονταν οι εργασίες της σποράς μέχρι την ολοκλήρωση τους. Από όλες αυτές τις εργασίες τηρούντο διάφορες συνήθειες και αναπαράγονταν κάποιες συμπεριφορές, όπως και στον τρύγο, με τις οποίες καθιερώνονταν τα έθιμα και δημιουργείτο η τοπική λαϊκή παράδοση.

Ο Οκτώβρης, ο «ζευγάς» ή «σποριάς» ήταν μαζί με τον «θεριστή» και τον «αλωνάρη» ο πιο βαρύς μήνας από απόψεως γεωργικών εργασιών και εξασφάλιζε το κρασί και το ψωμί της οικογένειάς. Λόγω της μεγάλης εργασιακής δραστηριότητας είναι ο μήνας της παράδοσης δηλαδή αυτός που είχε δημιουργήσει τα σπουδαιότερα έθιμα και παραδόσεις κάθε τόπου. Το ίδιο συνέβη και με τον τόπο μας. Πλούσιος ο Βυτιναίος Οκτώβρης σε συνήθειες και καθημερινά βιώματα για τους τότε.

Ενδιαφέρων για μας σήμερα, που τα θυμόμαστε ως «δρώμενα», και μέσα από αυτά σιγά-σιγά δημιουργήθηκε η όμορφη τοπική λαϊκή παράδοση. Βέβαια όλα όσα αναφέραμε είναι ένα μικρό «ψείγμα» του λαϊκού μας πολιτισμού. Ας είναι όμως μια αφορμή, για να θυμηθούμε τα παλιά και να μην τα ξεχάσουμε, διότι η μνήμη είναι το «λίπασμα» της παράδοσης.

Από την εφημερίδα "Η Βυτίνα"


Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.