Μια μικρή (σκοτεινή) χριστουγεννιάτικη ιστορία

Μια μικρή (σκοτεινή) χριστουγεννιάτικη ιστορία

Δεκέμβριος 23, 2016 - 21:00
0 σχόλια

«Τη νύχτα τα ακούς να σκούζουν»... 

Με κοίταξε πίσω από τα μυωπικά παλιομοδίτικα γυαλιά του και συνέχισε γουρλώνοντας τα μάτια του, «τα τσακάλια λέω, κατεβαίνουν από το βουνό τη νύχτα και στήνουν πανηγύρι. Μη φοβάσαι, αν μείνεις μέσα δεν κινδυνεύεις».

Και με αυτά τα λόγια άφησε τη βαλίτσα μου, με καληνύχτισε και βγήκε από το δωμάτιο κλείνοντας πίσω του την πόρτα.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν να αρπάξω τη βαλίτσα, να χωθώ στο αυτοκίνητο και να φύγω από τούτο το μέρος όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Η νύχτα όμως είχε αρχίσει ήδη να τυλίγει στα πέπλα της τη ρεματιά και σε λίγο θα κατάπινε και το τελευταίο φως που ξέμεινε σαν ξέφτι στον ορίζοντα. Η σκέψη μιας περιπλάνησης σε τούτη την ερημιά νυχτιάτικα δεν ήταν καθόλου ελκυστική. Αναθεμάτισα την τύχη μου, μα ήξερα καλά πως αυτό που έπρεπε να αναθεματίσω ήταν η πλήρης ανικανότητα προσανατολισμού που με έκανε να πάρω λάθος δρόμο και να βρεθώ εδώ. Το πανδοχείο ορθώθηκε μπροστά μου την κατάλληλη στιγμή.  

Στην αρχή το προσπέρασα, αλλά φτάνοντας στο τέλος του μικρού οικισμού και λίγο πριν αρχίσω να αρχίσω να ανηφορίζω ξανά μάταια στα βουνά, το ξανασκέφτηκα και γύρισα πίσω. Όλα έδειχναν πως ο καιρός χαλούσε. Θα συνέχιζα το πρωί. Ας ξεκουραζόμουν μια νύχτα. Ίσως με καθαρό μυαλό και καλύτερες οδηγίες να έφτανα αύριο στον προορισμό μου. Αν δηλαδή δεν μου έκλεινε το δρόμο η χιονοθύελλα. Η σκέψη να περάσω τα Χριστούγεννα εδώ με τα τσακάλια με έκανε σχεδόν να βουρκώσω. Λίγο αργότερα, με την πείνα οδηγό ξεμύτισα από το δωμάτιο.

Δεν είχα κάνει δυο βήματα, όταν φωνές και μουσική έφτασαν ξεκάθαρα στα αυτιά μου. Ακολούθησα τους ήχους και βρέθηκα έξω από ένα δωμάτιο. Χωρίς να το σκεφτώ άνοιξα την πόρτα.

Πού κρύβονταν όλος αυτός ο κόσμος όταν έφτασα;

Κανείς δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται την παρουσία μου. Ξαφνικά ένα χέρι με άρπαξε και με τράβηξε έξω από το δωμάτιο. Η πόρτα έκλεισε πίσω μου και βρέθηκα να κοιτάζω στα μάτια τον ιδιοκτήτη.
«Δεν είχες καμιά δουλειά εκεί, είπε. Είναι μια ιδιωτική μάζωξη και θα τους αναστάτωνες χωρίς λόγο.» Ένα σωρό ερωτήσεις σπρώχνονταν να βγουν από το στόμα μου, αλλά βγήκε μόνο μία. «Μήπως υπάρχει τίποτα να φάω;» Λίγη ώρα αργότερα, καθόμουν σε ένα τραπεζάκι κοντά στην είσοδο και πάλευα με ένα σάντουιτς αμφίβολης ποιότητας. Η όρεξη είχε κάνει φτερά. Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Το απόλυτο σκοτάδι έπεφτε στο φωτισμένο παράθυρο με ορμή. Μου φάνηκε πως έσπρωχνε το τζάμι να μπει μέσα. Αλλά ήταν μόνο ο άνεμος που όλο δυνάμωνε και πάλευε με κάθε τι που συναντούσε στο διάβα του που έδινε αυτή την εντύπωση.

Ξαφνικά δεν ήθελα να μείνω άλλο εδώ.

«Δε θα το φας το σάντουιτς;» Η φωνή του με έβγαλε από τις σκέψεις. Τράβηξα τα μάτια από το παράθυρο και σηκώθηκα. «Τελικά δεν πεινούσα και τόσο, αποκρίθηκα. Θα πάω να ξαπλώσω. Καληνύχτα!»
Παράξενα ανακουφισμένος, με καληνύχτισε κι αυτός.

Σε λίγη ώρα βρισκόμουν πάλι στο μικρό δωμάτιο, πασχίζοντας να βγάλω νόημα. Κοίταξα στο σκοτάδι, ψάχνοντας να δω πως έφτασαν όλοι όσοι είχα δει νωρίτερα εδώ. Μόνο το δικό μου αυτοκίνητο στέκονταν έξω, μοναχικό, απελπισμένο. Έβγαλα τα παπούτσια και ξάπλωσα με τα ρούχα. «Να είμαι έτοιμη, αν χρειαστεί» σκέφτηκα. «Έτοιμη για τι»; κάγχασε ο λογικός εαυτός μου, αλλά τον αγνόησα.
Ξύπνησα από ένα ουρλιαχτό. Τα τσακάλια θα είναι αναλογίστηκα, μα τα μάτια μου έμειναν διάπλατα ανοιχτά.

Το χτύπημα στην πόρτα με έκανε να πεταχτώ πάνω. Ήταν ο ξενοδόχος που με καλούσε σε μια άλλη μάζωξη. Τον ακολούθησα σαν υπνωτισμένη. Με πήγε στο ίδιο δωμάτιο που πριν δε με άφησε να μπω. Αυτή τη φορά με έσπρωξε σχεδόν μέσα κι έκλεισε την πόρτα πίσω μου. Κανείς δεν ήταν εκεί. Άρχισα να θυμώνω με το κακόγουστο αστείο και στράφηκα να φύγω, αλλά εκείνη τη στιγμή άναψαν χιλιάδες φωτάκια δίνοντας σχήμα σε πολλά χριστουγεννιάτικα δέντρα. Γύρω τους ξετυλίγονταν σκηνές από όλα μου τα Χριστούγεννα, γιατί όλα αυτά τα δέντρα ήταν τόσο γνώριμα. Περιφερόμουν ανάμεσά τους ολότελα μπερδεμένη, μα γρήγορα βυθίστηκα στις αναμνήσεις που στέκονταν ολοζώντανες μπροστά μου.

Μόνο ένα δέντρο έστεκε σκοτεινό. Δεν το αναγνώρισα. Αναγνώρισα όμως όσους κάθονταν λίγο πιο κει προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουν το αναπόφευκτο. «Τι έγινε;» τους φώναζα αναστατωμένη, μα εκείνοι δε με άκουγαν. Είχαν στραμμένη την προσοχή στην οθόνη μπροστά τους. Το πρόσωπό μου συσπάστηκε και τα δάκρυα έκαναν την εικόνα που έδειχνε η τηλεόραση να θολώσει, καθώς καταλάβαινα πως αυτά τα Χριστούγεννα δε θα τα γιόρταζα ποτέ.

(ΠΗΓΗ: mytripssonblog.blogspot.com)

Ειδήσεις: 
Tags: 

Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.