Η σφαγή στο Δίστομο

Η σφαγή στο Δίστομο

Ιούνιος 11, 2023 - 19:29
0 σχόλια

Μαρτυρία από την Αγγελική Μαλάμου*-Τζερεμοπούλου, αυτόπτη μάρτυρα

Δήμητρα Μαλάμου και Γιαννάκης Μαλάμος, δολοφονηθέντες στο Δίστομο

10 Ιουνίου1944, μέρα που με σημάδεψε για όλη μου τη ζωή. Τότε που οι Γερμανοί μακέλεψαν το Δίστομο, την ψυχή μου ,το σπίτι μου …

Είχε γίνει μάχη στο διπλανό χωριό το Στείρι, απέχει κάνα τέταρτο από το Δίστομο, μεταξύ ανταρτών-Γερμανών και το απόγευμα ήρθαν οι Γερμανοί στο Δίστομο για αντίποινα. Ήρθαν δύο φάλαγγες μία από τη Λειβαδιά και μία από την Άμφισσα. Είχαν περάσει και το πρωί και ρωτούσαν αν πέρασαν από το χωριό αντάρτες. Επανήλθαν το απόγευμα για το φονικό, μετά τη μάχη.

Ο πατέρας μου ο Αναστάσιος Μαλάμος έλειπε, είχε πάει στο διπλανό χωριό στο Μαυρονέρι μαζί με τον αδελφό μου Λουκά που ήταν πεντέμισι χρονών, να συμπαρασταθεί στην κουνιάδα του στο αλώνισμα να μην την κλέψουν γιατί ο άντρας της ήταν φυλακή και αυτή είχε γεννήσει πριν από λίγο, σαράντα ημερών ήταν το παιδάκι της. Η μάνα μου με τον αδελφό μου τρέξανε στου θείου μου το σπίτι, που είχαν μαζευτεί εκεί καμιά 10 άτομα, με τον ερχομό των Γερμανών. Είχαν κακά προαισθήματα, στις 25 Απριλίου 1944 στον Καρακόλιθο, χωριό βορειοανατολικά του Διστόμου, είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί Ναζί 136 ανθρώπους για αντίποινα, τους περισσότερους τους άρπαξαν από τις φυλακές.

Εμένα η μάνα μου με έστειλε στο σπίτι της αδελφή της γιαγιάς μου για περισσότερη ασφάλεια, που κι εκεί είχαν μαζευτεί κι άλλοι άνθρωποι. Ανεβαίνοντας τη σκάλα μέσα από τα φύλλα της μουριάς που ήταν μπροστά έβλεπα τις εκτελέσεις μπροστά στο σχολείο. Τα είδα όλα. Είχαν μαζέψει οι Γερμανοί καμιά δεκαριά νέους από τα χωράφια που θέριζαν και τους σκότωναν με το πυροβόλο. Ένας από τους εκτελεσμένους πιάστηκε στα χέρια με τους Γερμανούς, τον έβλεπα που τον χτυπούσαν, τον τραβάγανε, φαινόταν το κορμί του, στο τέλος τον σκότωσαν. Ανέβηκα στην ταράτσα να βλέπω καλύτερα, βλέπω να με σημαδεύει ένας Γερμανός με το όπλο, τρέχω μέσα στο σπίτι. Έξω γινόταν χαλασμός. Οι Γερμανοί σκότωναν ό,τι είχε ζωή. Έμπαιναν στα σπίτια και ξεκλήριζαν οικογένειες και άλλους τους τραβούσαν στην πλατεία και τους σκότωναν, όπως τον Χρήστο τον Κίνια μπροστά στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, άλλους στο δρόμο. Σκότωναν και ζώα, τρέχανε τα μουλάρια ξεκοιλιασμένα… Τα έβλεπα όλα από μέσα από τα πλεχτά κουρτινάκια. Βάζανε φωτιές στα σπίτια…Κάνανε και πλιάτσικο, ρούχα, παπλώματα, αντικείμενα τα έπαιρναν.

Στο σπίτι που ήμουν εγώ, της θείας μου, βροντούσαν από την πίσω μεριά δύο φορές αλλά υπήρχαν σιδεριές βαριές και δεν μπορούσαν να μπουν. Από μπροστά μπήκε ένας Αυστριακός αλλά δεν μας σκότωσε. Όπως καταλάβαμε εκ των υστέρων αυτός είχε νωρίτερα φιλοξενηθεί σε αυτό το σπίτι με τις επιτάξεις και μας γλίτωσε.

Όταν βασίλευε ο ήλιος, σίγησαν τα όπλα. Δε με κράταγε το σπίτι. Πήρα τους δρόμους μέσα στους καπνούς, στους σκοτωμένους και τα αίματα και έψαχνα για τη μάνα μου. Στην αρχή μου φάνηκε ότι μόνο εγώ είχα επιζήσει. Παντού νεκροί… Τρέχω στο σπίτι που είχε πάει η μάνα μου φωνάζοντας: «μάνα! Μάνα!» «Τη σκοτώσανε τη μάνα σου και τον αδελφό σου», μου φωνάζει κάποια γυναίκα. Είχαν κατέβει στο κατώι να σωθούν. Μπαίνω μέσα. Τι να δω; 10 πτώματα να επιπλέουν στα αίματα και τα κρασιά, γιατί οι Γερμανοί βάρεσαν και τα βαρέλια και χυνόντουσαν τα κρασιά. Απερίγραπτες εικόνες φρίκης. Η μάνα μου είχε φάει σφαίρα στο κεφάλι και τα μυαλά της τρέχανε κάτω. Δήμητρα τη λέγανε τη μάνα μου. Δήμητρα Μαλάμου και ήταν 38 χρονών. Και ο εννιάχρονος αδελφός μου ο Γιαννάκης σκοτωμένος. Άλλοι ξεκοιλιασμένοι, μία έγκυος γυναίκα ξεκοιλιασμένη. Φώναζα, ούρλιαζα και έσμιγε το ουρλιαχτό μου με τα ουρλιαχτά των άλλων. Σκοτωμένος και ο θείος μου. Τρέχω, παίρνω τον αδελφό μου και τον σούρνω μέχρι το σπίτι μας, τον πήγα στο κατώι. Τα πόδια μου, τα νύχια μου στο αίμα βουτηγμένα. Ξενυχτήσαμε στη σκάλα, κλαίγαμε. Είχαν μπει στο σπίτι μας, σπάσανε ότι βρήκαν, καθρέπτες… πήραν ρούχα, παπλώματα… Ποιος έδινε σημασία σε αυτά όμως, όταν μπροστά μας ήταν οι νεκροί. Άρπαξαν και το παράσημο του πατέρα μου από τη Μικρά Ασία. Το πρωί φύγαμε για τα γύρω βουνά, πολλοί εγκατέλειψαν το χωριό το βράδυ. Σε κάτι λουλούδια κοντά στο σπίτι μας, που τα λέγανε καρυοφύλλια, ήταν σκοτωμένο και το κοριτσάκι του θείου μου. Σκοτωμένη και η Μαριέττα η γειτόνισσά μου. Θάνατος παντού…

Ο πατέρας μου γύρισε την άλλη μέρα και στο δρόμο πληροφορήθηκε τη συμφορά. Είχε πολεμήσει στη Μικρά Ασία, είχε τραυματιστεί, τρία χρόνια πάλευε στα νοσοκομεία, έπαιρνε αναπηρική σύνταξη. Και του έμελε να χάσει και σ’ αυτό τον πόλεμο την γυναίκα του και το παιδί του και άλλους συγγενείς του. Ξαναγυρίσαμε την άλλη μέρα να θάψουμε τους δικούς μας. Τη μάνα μου και τον αδελφό μου τους είχε θάψει ο πατέρας της και η αδελφή της γιαγιάς μου στο νεκροταφείο σε ομαδικό τάφο, χωρίς κάσα αδιάβαστους… και ξαναφύγαμε για τα βουνά. Βρώμαγε το χωριό αίμα. Άλλοι έθαψαν τους δικούς τους στον κήπο τους ή στις αυλές τους. Τους γείτονές μας, 5 άτομα τους έθαψαν στον κήπο τους. 228 σκοτωμένοι στο Δίστομο, πολλά παιδιά, αβάπτιστα, γέροι… Ο πατέρας έσκαβε τάφο για το παιδί και το παιδί για τον πατέρα. Ξεκληρίστηκαν ολόκληρα σόγια 20 και 30 άτομα. Σκότωσαν και τον παπά με το κοριτσάκι του. Η παπαδιά τραυματίστηκε αλλά σώθηκε. Για κάμποσο καιρό έχασε τα λογικά της: «πάμε στην εκκλησιά έλεγε, λειτουργάει ο παπα -Σωτήρης, μετά επανήλθε. Μια πρώτη ξαδέλφη του πατέρα μου ήταν με μια άλλη γυναίκα, στο σπίτι της. Την ξαδέλφη του την τραυμάτισαν στην πλάτη και τους άκουσε να μιλάνε Ελληνικά, φορούσαν Γερμανικά ρούχα, ήταν Έλληνες που πήγαν με τους Γερμανούς. Τους άκουσε να λένε στα ελληνικά: « και δεν της δίνεις κι άλλη μια στα χέρια». Την άλλη γυναίκα τη σκότωσαν. Η ξαδέλφη επέζησε, λίγο έλειψε να της κόψουν το χέρι. Δεν μπορούσε να το κάνει πίσω. Αν δεν νύχτωνε οι Γερμανοί με τη λύσσα που είχαν θα σκότωναν όλο το χωριό.

Ζήσαμε στο βουνό για 2-3 μήνες. Ο παππούς μου είχε βρει έναν τόπο σε κάποια στάνη κοντά που δεν λειτουργούσε, αλλά είχε πηγάδι να πίνουμε νερό. Είχαν έλθει εκεί πολλοί άνθρωποι. Ο καθένας έλεγε τα δικά του δράματα. Ο πόνος του καθενός ήταν μεγαλύτερος. Μαζί με τη στενοχώρια μας είχαμε να αντιμετωπίσουμε και την πείνα. Κάτι τρόφιμα μας έδωσε ο Ερυθρός Σταυρός και μια φορά μας δώσανε και κάτι πράγματα από τη Δεσφίνα. Πηγαίναμε καμιά φορά και στο χωριό να πάρουμε τίποτα και ξαναφεύγαμε. Η φοράδα όταν έμπαινε στο χωριό στύλωνε τα πισινά πόδια και σηκωνόταν όρθια, δεν ήθελε να μπει στο χωριό, ποιος ξέρει τι θα είδαν τα μάτια της στο μακελειό. Τον αδελφό μου τον Λουκά τον πήρε ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά και μας τα έφεραν πίσω τα Χριστούγεννα. Μαζί ήταν και ο τετράχρονος Αργύρης, που είχαν σκοτωθεί οι γονείς του. Ο Αργύρης Σφουντούλης, που έκανε αργότερα μεγάλο αγώνα για τις γερμανικές αποζημιώσεις.

Ξαναγυρίσαμε στο χωριό με την ψυχή μας γεμάτη πληγές. Έμπαινα στο σπίτι και έτρεχα γρήγορα να βγω έξω. Είχα πάθει φοβία. Όλες οι γυναίκες μαυροφορεμένες. Μαυροφόρεσα κι εγώ. Τότε ήμουν 17 χρονών. Μου έλειπε η μάνα μου και ο Γιαννάκης μας. Ήταν έξυπνος ο Γιαννάκης μας. Τη μέρα του σκοτωμού, όταν γινόταν νωρίτερα η μάχη στο Στείρι και ακούγαμε τους πυροβολισμούς, ξεχώριζε τα όπλα και μου έλεγε από το τάδε όπλο είναι ό πυροβολισμός, από το άλλο ο άλλος. Το κρανίο του βρίσκεται στο Μαυσωλείο στο Δίστομο, της μάνας μου λείπει, γιατί οι σφαίρες το είχαν σμπαραλιάσει. Στα είκοσι δύο που παντρεύτηκα έβγαλα τα μαύρα. Ποτέ δεν ξέχασα. Μια ταινία πάντα γυρνάει στο μυαλό μου. «Πώς δεν τρελάθηκες», με ρώτησε κάποιος. Όλοι αναστενάζουν μία φορά κι εγώ πάντα δύο σε όλη μου τη ζωή.

Και τώρα που σου είπα ελάχιστα από αυτά που έζησα, τι να σου πρωτοειπώ, αναστατώθηκα…

* Η Αγγελική Μαλάμου είναι πεθερά του Χρήστου Πετρόπουλου και επισκέπτεται τη Βλαχοκερασιά 43 χρόνια.

Από συνέντευξη στην Αγγελική Κατσαφάνα τον Αύγουστο του 2022

Ειδήσεις: 

Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.