Η Άλωση της Τριπολιτσάς στον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» του Διονύσιου Σολωμού

Η Άλωση της Τριπολιτσάς στον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» του Διονύσιου Σολωμού

Σεπτέμβριος 23, 2021 - 12:40
0 σχόλια

Ο Διονύσιος Σολωμός στον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» αναφέρεται στην άλωση της Τριπολιτσάς και στη φοβερή σφαγή από την 35η έως την 74η στροφή.

Στην έκδοση του Στυλιανού Αλεξίου (Διονύσιου Σολωμού, Ποιήματα και Πεζά, επιμέλεια-εισαγωγές Στυλιανός Αλεξίου, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1994), ο συγγραφέας μάς πληροφορεί ότι ο Ύμνος «κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στο Παρίσι, τον Δεκέμβριο του 1824, ως επίμετρο των Chants populaires de la Grèce moderne, tome II, του C. Fauriel με τον τίτλο “Διονυσίου Σολωμού Ζακύνθιου Ύμνος εις την Ελευθερίαν”. Η έκδοση συνοδευόταν από πεζή γαλλική μετάφραση του Stanislas Julien. Κυκλοφόρησε και ως ανάτυπο. Ξανατυπώθηκε στο Μεσολόγγι στα 1825, με πεζή ιταλική μετάφραση του Gaetano Grassetti».

Ακολουθούν οι στίχοι του Σολωμού:

Ἰδοῦ, ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκει
τῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς·
τώρα τρόμου ἀστροπελέκι
νὰ τῆς ρίψεις πιθυμᾶς.

Μεγαλόψυχο τὸ μάτι
δείχνει, πάντα ὁπὼς νικεῖ,
κι ἂς εἶν’ἄρματα γεμάτη
καὶ πολέμιαν χλαλοὴ.

Σοῦ προβαίνουνε καὶ τρίζουν
γιὰ νὰ ἰδεῖς πὼς εἶν’πολλὰ·
δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουν
ἄνδρες μύριοι καὶ παιδιὰ;

Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θὰ σᾶς μείνουνε ἀνοιχτὰ
γιὰ νὰ κλαύσατε τὰ σώματα
ποὺ θὲ νὰ’βρεῖ ἡ συμφορά!

Κατεβαίνουνε καὶ ἀνάφτει
τοῦ πολέμου ἀναλαμπὴ·
τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει,
λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.

Γιατὶ ἡ μάχη ἐστάθη ὀλίγη;
Λίγα τὰ αἴματα γιατί;
Τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγει
καὶ στὸ κάστρο ν’ἀνεβεῖ.

Μέτρα! Εἶν’ἀκαρτερεῖτε
τὴν ἀφεύγατη φθορά·
νά, σᾶς φθάνει· άποκριθεῖτε
στῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά!

Ἀποκρίνονται καὶ ἡ μάχη
ἔτσι ἀρχίζει, ὁπού μακριὰ
ἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχη
ἀντιβούιζε φοβερά.

Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια,
ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν,
ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,
ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.

Ἄ, τί νύκτα ἦταν ἐκείνη
ποὺ τὴν τρέμει ὁ λογισμὸς!
Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.

Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος
οἱ κραυγές, ἡ ταραχὴ,
ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος
τοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί,

καὶ οἱ βροντές, καὶ τὸ σκοτάδι
ὁποὺ ἀντίσκοφτε ἡ φωτιὰ,
ἐπαράστεναν τὸν Ἄδη
ποὺ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιὰ.

Τ’ἀκαρτέρειε. Ἐφαίνοντ’ ἴσκιοι
ἀναρίθμητοι, γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.

Ὅλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά,
σὰν τὸ ροῦχο ὁποῦ σκεπάζει
τὰ κρεβάτια τὰ στερνά.

Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι
ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ,
ὅσοι εἶν’ἄδικα σφαγμένοι
ἀπὸ τούρκικην ὀργὴ.

Τόσα πέφτουνε τὰ θερι-
σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς·
σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη
ἐσκεπάζοντο ἀπ’ αὐτούς.

Θαμποφέγγει κανέν’ ἄστρο,
καὶ ἀναδεύοντο μαζί,
ἀνεβαίνοντας τὸ κάστρο
μὲ νεκρώσιμη σιωπή.

Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα,
μὲς στὸ δάσος τὸ πυκνό,
ὅταν στέλνει μίαν ἀχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,

ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲς στ᾿ ἄδεια
τὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν,
σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια,
ὅπου οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν.

Μὲ τὰ μάτια τους γυρεύουν
ὅπου εἶν᾿ αἵματα πηχτά,
καὶ μὲς στ᾿ αἵματα χορεύουν
μὲ βρυχίσματα βραχνά·

καὶ χορεύοντας μανίζουν
εἰς τοὺς Ἕλληνες κοντά,
καὶ τὰ στήθια τους ἐγγίζουν
μὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά.

Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει
βαθιὰ μὲς στὰ σωθικά,
ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει,
καὶ ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.

Τότε αὐξαίνει τοῦ πολέμου
ὁ χορὸς τρομακτικά,
σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου
στοῦ πελάου τὴ μοναξιά.

Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου·
κάθε κτύπημα ποὺ ἐβγεῖ
εἶναι κτύπημα θανάτου,
χωρὶς νὰ δευτερωθεῖ.

Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει
λὲς καὶ ἐκεῖθεν ἡ ψυχὴ
ἀπ᾿ τὸ μῖσος ποὺ τὴν καίει
πολεμάει νὰ πεταχθῇ.

Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνε
μὲς στὰ στήθια τους ἀργά,
καὶ τὰ χέρια ὁποὺ χουμᾶνε
περισσότερο εἶν᾿ γοργά.

Οὐρανὸς γι᾿ αὐτοὺς δὲν εἶναι,
οὐδὲ πέλαο, οὐδὲ γῆ·
γι᾿ αὐτοὺς ὅλους τὸ πᾶν εἶναι
μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.

Τόση ἡ μάνητα καὶ ἡ ζάλη,
ποὺ στοχάζεσαι, μὴ πὼς
ἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ᾿ ἄλλη
δὲν μείνῃ ἕνας ζωντανός.

Κοίτα χέρια ἀπελπισμένα
πῶς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,

καὶ παλάσκες καὶ σπαθία
μὲ ὁλοσκόρπιστα μυαλά,
καὶ μὲ ὁλόσχιστα κρανία
σωθικὰ λαχταριστά.

Προσοχὴ καμία δὲν κάνει
κανείς, ὄχι, εἰς τὴ σφαγὴ
πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὤ, φθάνει,
φθάνει· ἕως πότε οἱ σκοτωμοί;

Ποῖος ἀφήνει ἐκεῖ τὸν τόπο,
πάρεξ ὅταν ξαπλωθῇ;
Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόπο
καὶ λὲς κι εἶναι εἰς τὴν ἀρχή.

Ὀλιγόστευαν οἱ σκύλοι,
καὶ «Ἀλλά» ἐφώναζαν, «Ἀλλά»
καὶ τῶν χριστιανῶν τὰ χείλη
«φωτιά» ἐφώναζαν, «φωτιά».

Λεονταρόψυχα ἐκτυπιοῦντο,
πάντα ἐφώναζαν «φωτιά»,
καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο,
πάντα σκούζοντας «Ἀλλά».

Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα
καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί·
παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα,
καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.

Ἦταν τόσοι! Πλέον τὸ βόλι
εἰς τ᾿ αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ.
Ὅλοι χάμου ἐκείτοντ᾿ ὅλοι
εἰς τὴν τέταρτην αὐγή.

Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη
καὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά,
καὶ τὸ ἀθῷο χόρτο πίνει
αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά.

Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι,
δὲν φυσᾷς τώρα ἐσὺ πλιὸ
στῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι·
φύσα, φύσα εἰς τὸ σταυρό!


Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.