Η πολλαπλή συμβολή της Βυτίνας στην Επανάσταση του 1821

Η πολλαπλή συμβολή της Βυτίνας στην Επανάσταση του 1821

Μάρτιος 07, 2021 - 21:05
4 σχόλια

Όπως είναι γνωστό σε όλους, φέτος εορτάζονται τα διακόσια χρόνια της Εθνικής παλιγγενεσίας και κάθε τόπος προβάλλει τους ντόπιους ήρωες, που πήραν μέρος στο κορυφαίο αυτό γεγονός του 19ου αιώνα και επιπλέον τονίζει τη δική του προσφορά. Ιδιαίτερα δε αυτή της Αρκαδίας, η οποία αποτέλεσε το επίκεντρο της επανάστασης, ήταν μεγάλη και αποφασιστική και το κάθε χωριό και κωμόπολη έχει να παρουσιάσει σημαντική δράση. Η επαρχία της Γορτυνίας όμως, αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση με τεράστια συμβολή τόσο προεπαναστατικά, όσο και κατά τη διάρκεια της επανάστασης, αφού οι μεγαλύτερες προσωπικότητες και οι πρωτεργάτες ήταν Γορτύνιοι και η προσφορά σε εφόδια και πυρομαχικά ήταν αποφασιστικής σημασίας.

Ως κεφαλοχώρι της περιοχής, η Βυτίνα έχει πολλαπλή προσφορά τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό, όσο και σε υλικά εφόδια. Όμως η συμμετοχή της δεν έγινε αιφνίδια και αυτόματα, αλλά υπήρχε προετοιμασία και προδιάθεση χρόνια πριν από το ξέσπασμα της επανάστασης. Για να μπορέσουμε δε να εξηγήσουμε την πολλαπλή προσφορά του τόπου μας στο μεγάλο γεγονός της επανάστασης του 21, πρέπει να δούμε έστω και σε γενικές γραμμές την ατμόσφαιρα που επικρατούσε χρόνια πριν από τον ξεσηκωμό.

Α΄ Προεπαναστατική περίοδος: Αν και η κωμόπολη ήταν «βακούφιο», δηλαδή προστατευόμενη περιοχή ανήκουσα απευθείας στη Σουλτάνα και δεν εγκαταστάθηκαν ουδέποτε Τούρκοι ή Τουρκικές αρχές αλλά μόνο διερχόμενοι, ουδέποτε «έσκυψε το κεφάλι» ή συμβιβάστηκε με την κατάσταση της δουλείας και πάντοτε, αφενός καλλιεργούσε το πνεύμα της ελευθερίας, και αφετέρου υπέθαλπε τους διωκόμενους Έλληνες ή τους «κλέφτες». Η πρώτη συμμετοχή των Βυτιναίων σε πολεμική επιχείρηση εναντίον των Τούρκων σημειώνεται το 1715, όταν αυτοί επιχείρησαν την ολοκληρωτική υποδούλωση του Μοριά μετά την αποχώρηση των Ενετών. Ένα Τουρκικό εκστρατευτικό σώμα 7.000 στρατιωτών υπό τον Ασουμάν Πασά ξεκίνησε από την Πάτρα, πέρασε από τα Καλάβρυτα, τα οποία κατέλαβε χωρίς αντίσταση από τον φόβο των σφαγών και προχώρησε προς το εσωτερικό της Γορτυνίας. Τότε ο Δήμος Κολοκοτρώνης και ο γιος του Μπότσικας, παππούς του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, συγκέντρωσαν 200 Αρκουδορεματίτες, Λυμποβισιώτες και Αλωνιστιώτες στους οποίους προστέθηκαν και εκατό Βυτινιώτες και Γρανιτσιώτες, όπως γράφει ο Δ. Καρατζίνας στην «ιστορία της Βυτίνας», και αντιμετώπισαν τους Τούρκους στο «Αγγελόκαστρο» προσπαθώντας να ανακόψουν την πορεία τους προς το εσωτερικό της Γορτυνίας. Οι λίγοι Έλληνες μετά και από προδοσία υπέστησαν δεινή καταστροφή, αν και πολέμησαν γενναία, και μόνο οι δύο Κολοκοτρωναίοι με λίγους συντρόφους σώθηκαν. Αρκετοί Βυτιναίοι ήταν μεταξύ των νεκρών.

Μερικές δεκαετίες αργότερα το 1770, κατά τα Ορλωφικά ο Κωνσταντής ο Κολοκοτρώνης, πατέρας του «Γέρου του Μοριά» βρίσκει αρκετά στηρίγματα στη Βυτίνα, ενώ κρύβει την οικογένειά στο μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρων, όπου ο μικρός Θεόδωρος μαθαίνει τα πρώτα γράμματα από τον μοναχό Θεόφιλο. Λίγα χρόνια μετά η μεγάλη μορφή του πρωτοκλέφτη Κόλια ενισχύει το αίσθημα της ελευθερίας και του ξεσηκωμού και ο ηρωικός του θάνατος σφραγίζει την πορεία του, ενώ προετοιμάζει ψυχικά τους συμπατριώτες του Βυτιναίους για το μεγάλο γεγονός. Αργότερα οι Κολοκοτρωναίοι, την περίοδο της μεγάλης καταδίωξης της κλεφτουριάς το 1803, βρίσκουν καταφύγιο στη Βυτίνα όπου έχουν και συγγενείς. Ο Γέρος του Μοριά γράφει στα απομνημονεύματά του:

«Ο Αντώνης Κολοκοτρώνης με άλλον ένα εκρύφτηκε εις τους συγγενείς μας, στον Δημητράκη Κολοκοτρώνη με άλλους τρεις τους είπα να πάνε να κρυφτούν εις την Βυτίνα, όπου είχαμε συγγενείς, και τον αδελφό μου Γιάννη με άλλους τέσσερους να υπάγη αποκάτω εις την Δημητσάνα, οπού είν’ ένα χωριό, δια να τους κρύψη ένας πιστός φίλος οπού είχαμε. Ο Αντώνης γλύτωσε και σώζεται έως σήμερον. Ο Δημητράκης εκάθησε δύο ημέραι εις την Βυτίναν. Έφυγε από εκεί. Του Δημητράκη του έκοψαν το κεφάλι και το χέρι, το παρουσίασαν ως δικό μου, επειδή είχε γράμματα.»

Εδώ να σημειώσουμε ότι στη Βυτίνα υπήρχε η οικογένεια Κολοκοτρώνη ή Ντασκούλια, της οποίας οι ρίζες επεκτείνονται μέχρι σήμερα, ενώ συγγένεια με την οικογένεια των Κολοκοτρωναίων είχαν οι Βυτινιώτικες οικογένειες του Κοντόσταυλου ή Κορδούρου και του Σταύρου Θεοφιλάκου ή Χατζησταύρου.

Αργότερα ο Μάρκος ο Κολοκοτρώνης σπεύδει σε βοήθεια του συγγενή του Νικολή Ταμπακόπουλου, όταν κτυπήθηκε στη «Χελωνοσπηλιά». Επίσης, σημαντικό προεπαναστατικό συμβάν θεωρείται αυτό που σημειώνεται το 1819, όταν ο Νικολής ο Ταμπακόπουλος φονεύει μέσα στο σπίτι του τους Λαλαίους Τούρκους εξαιτίας της προσβολής της συζύγου του και τους θάβει στα γνωστά μέχρι σήμερα «Τουρκομνήματα» (στην περιοχή των παλαιών σφαγίων).

Παράλληλα με τα γεγονότα αυτά η σχολή της Βυτίνας, η οποία λειτουργεί από το 1770, προσφέρει τα φώτα της και από αυτήν αποφοιτούν πολλοί ιεράρχες και αρκετοί άλλοι που πρωταγωνίστησαν αργότερα στην επανάσταση, ενώ η δημιουργηθείσα το 1807 από τον Άνθιμο τον Παπαρρηγόπουλο βιβλιοθήκη ενίσχυε το έργο της σχολής. Για την προσφορά της σχολής γράφει ο Φωτάκος «η σχολή αυτή έβγαλε πολλούς μορφωμένους μαθητάς, ώστε κατά την επανάστασιν υπήρχαν άνθρωποι ικανοί να γράφουν και να εκθέτουν την εθνική θέλησιν». Η Φιλική εταιρεία είχε μυήσει αρκετούς εντός και εκτός της Βυτίνας. Φιλικοί εκτός Βυτίνας ήταν οι αδελφοί Παπαρρηγόπουλοι στην Κων/λη, ο Αθανάσιος Ξόδειλος στη Βεσσαραβία, ο Ιωάννης Αμβροσίου στην Οδησσό, ο Δημήτριος Κοντόσταυλος ή Κορδούρος, ο Ιωάννης Βαρβάτης, ο επίσκοπος Κύριλλος Ροδόπουλος, ο ιεροδιάκονος Ιωσήφ Ταμπακόπουλος.

Στη Βυτίνα πιθανόν ο Νικολής ο Ταμπακόπουλος και σίγουρα ο Θεόδωρος Λιάρος ή Ροζής, ο οποίος μυήθηκε το 1818 στην Κων/λη. Ο Νικολής ο Ταμπακόπουλος είχε προμηθευθεί πριν την έκρηξη της επανάστασης οπλισμό, τον οποίο έκρυβε σε διάφορα σημεία, αξίας 12.000 ταλλήρων, ενώ ενίσχυσε τον Παναγιώτη Κεφάλα με 1000 τάλληρα, τον Παπαφλέσσα με 300 ενετικά φλωριά και τον Κολοκοτρώνη με 1000 τάλληρα για την αγορά οπλισμού. Επομένως, η Βυτίνα ήταν πανέτοιμη να συμμετάσχει στον ξεσηκωμό και να προσφέρει και σε εφόδια και σε ανθρώπινο δυναμικό.

Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέπεται η συμμετοχή των Βυτιναίων της διασποράς στη προετοιμασία της επανάστασης και στη χρηματοδότηση της Φιλικής εταιρείας. Τέτοιοι ήταν οι αδελφοί Παπαρρηγόπουλοι στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι πλήρωσαν με τη ζωή τους τη συμμετοχή αυτή. Επίσης ο Αθανάσιος Ξόδειλος στη Βεσσαραβία, ο οποίος συμμετείχε ενεργά στο κίνημα του Υψηλάντη, οι αδελφοί Βερόπουλοι στη Σμύρνη, ο Ιωάννης Αμβροσιάδης στην Αλεξάνδρεια και πολλοί άλλοι, που έχουμε απαριθμήσει σε άλλα ιστορικά άρθρα στη «ΒΥΤΙΝΑ».

Β΄ Στρατιωτική συμμετοχή: Η έναρξη της επανάστασης βρήκε τη Βυτίνα έτοιμη, εξοπλισμένη και με δικά της στρατιωτικά σώματα συμμετοχής. Ο Νικολής ο Ταμπακόπουλος είχε οργανώσει δικό του σώμα κάτω από τις διαταγές του Κολοκοτρώνη, με τον οποίο συνδεόταν με στενή φιλία, όπως μνημονεύει ο Φωτάκος. Εξάλλου, το τμήμα του Ταμπακόπουλου μαζί με αυτό του Δημητρακόπουλου από την Αλωνίσταινα, ανέκοψαν την προσπάθεια των Τούρκων να εισβάλλουν στη Γορτυνία και έδωσαν μια από τις πρώτες μάχες της επανάστασης στο διάσελο της Αλωνίσταινας, όπου έπεσε και ο πρώτος Βυτιναίος νεκρός, ο Δημήτριος Τζοχαντάρης. Στρατιωτικό σώμα από την αρχή της επανάστασης οργάνωσε και ο άλλος Βυτιναίος πρόκριτος ο Θεόδωρος Λιάρος ή Ροζής. Εκτός των δύο αυτών οπλαρχηγών, καθόλη την διάρκεια της επανάστασης στρατιωτικά σώματα από Βυτιναίους και άλλους πλησιοχωρίτες διατηρούσαν με δικά τους έξοδα ο Γιαννάκης ο Αλεβιζόπουλος από 80 στρατιώτες δαπανώντας 15.000 γρόσια, ο Δημήτριος Ταμπακόπουλος ή Μπουλουξής σώμα από σαράντα στρατιώτες, ο Κωνσταντίνος Ταμπακόπουλος σώμα από ογδόντα στρατιώτες, ο Σταύρος Θεοφιλάκος ή Χατζησταύρος σώμα από πενήντα στρατιώτες.

Οι Βυτιναίοι που μπορούσαν να φέρουν όπλα πήραν μέρος στις μάχες του Λεβιδίου, του Βαλτετσίου, της Γράνας και ορισμένοι συνόδευσαν τον Κολοκοτρώνη στην πολιορκία των Πατρών κατά το πρώτο έτος της επανάστασης. Όλα αυτά περιγράφονται σε αιτήσεις που υποβλήθηκαν μετά την επανάσταση στις διάφορες επιτροπές για αναγνώριση υπηρεσιών. Στο δεύτερο έτος της επανάστασης, η συμμετοχή των Βυτιναίων με όλους τους οπλαρχηγούς τους στην καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια ήταν σημαντική. Επίσης, οι Βυτιναίοι με δικά τους σώματα ή ενταγμένοι στα σώματα άλλων οπλαρχηγών και ιδιαίτερα του Γενναίου Κολοκοτρώνη, πολέμησαν τα μετέπειτα χρόνια της επανάστασης με ηρωισμό στις μάχες εναντίον του Ιμπραήμ και πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος στη μάχη των Τρικόρφων, όπου έπεσαν οι δύο σπουδαίοι Βυτιναίοι Νικολής Ταμπακόπουλος και Θεόδωρος Λιαρόπουλος. Οι Βυτιναίοι συνέχισαν να πολεμούν μέχρι το τέλος της επανάστασης και ιδιαίτερα στην πολιορκία της Ακρόπολης όπου έπεσε ο οπλαρχηγός Σταύρος Θεοφιλάκος ή Χατζησταύρος.

Εκτός από τη στρατιωτική συμμετοχή υπήρξε και οργανωτική συμμετοχή αφού ο Αθανάσιος Ξόδειλος, ο οποίος κατέβηκε στην Ελλάδα από τη Βεσσαραβία, συνόδευε τον Γενναίο Κολοκοτρώνη ως γραμματικός του και ο Δημήτριος Κοντόσταυλος ή Κορδούρος συνόδευε πάντα ως γραμματικός τον Νικήτα Σταματελόπουλο.

Γ΄ Η υλική προσφορά: Η ενίσχυση της επανάστασης με πρωτοβουλίες των Βυτιναίων είχε πολλαπλή υλική μορφή.

Κατ’ αρχάς η οικονομική προσφορά ήταν πολύ μεγάλη και ξεπερνούσε τις εισφορές οποιασδήποτε άλλης κωμόπολης της Γορτυνίας. Αν αφήσουμε τις προεπαναστατικές ενισχύσεις προς τη Φιλική εταιρεία, ιδιαίτερα της οικογενείας των Παπαρρηγόπουλων, αλλά και προς άλλες επαναστατικές πρωτοβουλίες, η μεγαλύτερη οικονομική ενίσχυση της επανάστασης τόσο για την προμήθεια οπλισμού, όσο και για την προμήθεια εφοδίων γίνεται από τον κορυφαίο Βυτιναίο οπλαρχηγό Νικολή Ταμπακόπουλο. Ο Ταμπακόπουλος διέθεσε τεράστια ποσά και προεπαναστατικά για την δωροδοκία Τούρκων και την πληρωμή φόρων και κατά τη διάρκεια της επανάστασης για την ενίσχυση των οπλαρχηγών, τη συντήρηση των στρατοπέδων και την τροφοδοσία των στρατιωτών. Επίσημα και από όσα είναι γνωστά, διότι οπωσδήποτε θα υπάρχουν και περιπτώσεις που δεν έχουν καταγραφεί, ο Ν. Ταμπακόπουλος, τα τέσσερα τελευταία χρόνια πριν από την έναρξη της επανάστασης διέθεσε 40.000 περίπου τάλληρα (πιθανολογούν νεότεροι ιστορικοί ότι η αξία του τότε τάλληρου είναι 10 €) για εξαγορά Τούρκων και αγορά οπλισμού, ενώ μετά την έναρξη της επανάστασης προσέφερε άλλα τόσα για την ενίσχυση των στρατοπέδων, ιδιαίτερα του Κολοκοτρώνη, και την αγορά εφοδίων. Εκτός όμως του Ταμπακόπουλου, ενός από τους πλουσιότερους Μοραΐτες, και άλλοι Βυτιναίοι προσέφεραν μικρότερα ποσά. Ο Ευθύμιος Ταμπακόπουλος και ο Δημήτριος Μερκούρης 2.000 τάλληρα, ο Δημήτριος Ταμπακόπουλος 3.000 τάλληρα, ο Κων/νος Ταμπακόπουλος 2.000 τάλληρα, ο Σωτήριος Ταμπακόπουλος 2.000 τάλληρα, ο Σταύρος Θεοφιλάκος 5.000 τάλληρα, ο Γιαννάκης Αλεβιζόπουλος 15.000 τάλληρα, ο Θεόδωρος Λιάρος 29.000 γρόσια. Μικρότερα ποσά προσέφεραν ο Συμεών Περδικάρης, ο Ζαχαρίας Νικολόπουλος, ο Νικόλαος Ρόδης, ο Παναγιώτης Χρυσανθόπουλος ή Κακλαμάνος και αρκετοί άλλοι.

Μεγάλη η συμβολή του τόπου μας επίσης, στην ετοιμασία και τη συγκέντρωση τροφίμων για την τροφοδοσία των στρατοπέδων. Ο Φωτάκος γράφει ότι «οι φούρνοι της Βυτίνας έκαιγαν νυχθημερόν για την παρασκευή ψωμιού, ώστε να τροφοδοτηθεί επαρκώς το στρατόπεδο του Κολοκοτρώνη». Η επιτροπή εφοδιασμού του αγώνα, που λειτουργούσε στη Βυτίνα και απαρτιζόταν από τους Δημήτριο Μερκούρη, Κων/νο Ταμπακόπουλο, Ζαχαρία Νικολόπουλο και Μιχαήλ Πολυχρονόπουλο πραγματοποίησε «υπεράνθρωπο έργο», όπως λέει ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, για να καλύψει τις ανάγκες των στρατοπέδων. Σπουδαία βοήθεια επίσης στην παρασκευή πυρίτιδας από τους μπαρουτόμυλους της Δημητσάνας προσέφερε η παρασκευή «βερτζιλέ» (νίτρου) από τις οικογένειες των Μασουραίων και των Λιατζιβηραίων και όλη η ποσότητα την περίοδο αυτή διατίθετο στη Δημητσάνα. Στη Βυτίνα ακόμα λειτούργησε το πρώτο νοσοκομείο της επανάστασης, που δημιούργησε ο ονομαστός Βυτιναίος ιατροχειρουργός Νικόλαος Θεοφιλόπουλος στο σπίτι του και περιέθαλψε μκαθόλη τη διάρκεια της επανάστασης πολλούς τραυματίες και ασθενείς.

Δ΄ Η γυναικεία συμμετοχή: Η συμμετοχή της Βυτινιώτισσας εκδηλώθηκε με πολλούς τρόπους από την αρχή της επανάστασης. Η ετοιμασία των εφοδίων για την τροφοδοσία των στρατοπέδων ιδιαίτερα με ψωμί και παξιμάδι ήταν έργο δικό της και οι φούρνοι της Βυτίνας, όπως λέμε και πιο πάνω, «έκαιγαν νύχτα και μέρα». Επίσης έργο της ήταν η ετοιμασία πολεμοφοδίων και ρουχισμού για τους στρατιώτες. Στη Βυτίνα λόγω θέσεως, πλούτου και παράδοσης φιλοξενίας, πραγματοποιήθηκαν πολλές συναντήσεις ηγετών και προσωπικοτήτων της επανάστασης και η φιλοξενία ήταν έργο της

Βυτινιώτισσας, η οποία επαινέθηκε πολλαπλώς για την ευγενική προσφοράς της. Χαρακτηριστική είναι η διήγηση αυτής της φιλοξενίας και τα επαινετικά σχόλια του Γάλλου αξιωματικού Ρεμπώ, που πέρασε από εδώ, όπως επίσης και του Γ. Γουβέλη, ο οποίος συμμετείχε στη μεγάλη συγκέντρωση προκρίτων και πολιτικών τον Αύγουστο του 1821, που πραγματοποιήθηκε και αυτή στη Βυτίνα και μιλάει με πολύ ενθουσιασμό για τη φιλοξενία και την ευγένεια της Βυτινιώτισσας, τον πλούτο των σπιτιών και γενικά τη φιλοξενία που προσφέρθηκε.

Επίσης, μεγάλες υπηρεσίες προσέφεραν οι Βυτινιώτισσες στο πρώτο νοσοκομείο της επανάστασης του Ν. Θεοφιλόπουλου και ιδιαίτερα οι συγγένισσές του, περιθάλποντας τους ασθενείς και τους τραυματίες. Ενδεικτικές είναι οι μαρτυρίες των διακεκριμένων προσωπικοτήτων Π. Αρβάλη και Γ. Σέκερη, που νοσηλεύτηκαν σε αυτό. Ο μεγάλος ηρωισμός όμως της Βυτινιώτισσας σημειώθηκε κατά τα έτη 1825 και 1826, κατά το καταστροφικό πέρασμα του Ιμπραήμ. Τότε πέφτει από το βράχο του «Κότρωνα» η Ελένη Λιαροπούλου, για να μη συλληφθεί και ατιμασθεί από τους Τουρκοαιγυπτίους και αναδεικνύεται σε «Σουλιώτισσα» της Βυτίνας, ενώ ο «Κότρωνας» στο Ζάλογγο του Μοριά. Μεγάλο ηρωισμό όμως επιδεικνύουν και στην αιχμαλωσία τους από τον Ιμπραήμ. Δεκαπέντε επώνυμες Βυτινιώτισσες αιχμαλωτίζονται και πολλές από αυτές αναγκάζονται να παντρευτούν Αιγύπτιους αξιωματικούς. Ποτέ όμως δεν ξεχνούν τον τόπο τους, όπως η Τρισεύγενη Δεληγιάννη, η οποία δέκα χρόνια μετά, δραπετεύει και επιστρέφει στην Βυτίνα, όταν δε έφτασε στα «Ποριά» «γονυπετής κατεφίλη το χώμα της πατρίδας της» όπως γράφει ο Τρύφωνα Ξηρός στο έργο του «Πενήντα τρείς ήρωες και ηρωίδες της Βυτίνας».

Όμως και όταν πυρπολήθηκε κατ’ επανάληψη ο τόπος της από τον Ιμπραήμ και δεν έμεινε «λίθος επί λίθου» δεν έπαψε να τροφοδοτεί τα στρατεύματα. Δεν είχε η ίδια να φάει ούτε τα παιδιά της, όμως στους προχειροφτιαγμένους φούρνους και με το λίγο αλεύρι που είχε έδινε ψωμί και στους στρατιώτες. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Γενναίου του Κολοκοτρώνη «φεύγαμε καταδιωκόμενοι συνεχώς και που και που σταματάγαμε και πολεμάγαμε. Περάσαμε από τη Βυτίνα μας έδωσαν λίγο ψωμί και φύγαμε.» Ως προς τη συμβολή της Βυτινιώτισσας χρειάζεται ολόκληρο βιβλίο, για να παρουσιασθούν όλα τα κατορθώματά της. Όμως τα λίγα αυτά λόγια ας αποτελέσουν μνημόσυνο της προσφοράς της.

Ε΄ Το ολοκαύτωμα: Η Βυτίνα πλήρωσε ακριβά τη συμμετοχή της στην επανάσταση και προπαντός επειδή αποτελούσε την κύρια πηγή εφοδιασμού των επαναστατικών στρατευμάτων. Είναι δε η μοναδική κωμόπολη της Γορτυνίας, σύμφωνα με τον σημερινό ιστορικό της Βυτίνας Αθανάσιο Λαμπρόπουλο (Μαινάλιο), η οποία καταστράφηκε τελείως εκ θεμελίων, όχι μόνο μια φορά αλλά κατ’ επανάληψη. Πράγματι η Βυτίνα «ξεθεμελιώθηκε» κατά τις μεγάλες επιδρομές του Ιμπραήμ το 1825 και το 1826. Την πρώτη φορά πυρπολήθηκε και καταστράφηκαν όλα τα σπίτια της. Ο Φωτάκος περιγράφει την ολική καταστροφή από τον Ιμπραήμ με μία μόνο λέξη. «Την αναποδογύρισε».

Η λέξη αυτή τα λέει όλα. Στη ίδια επιδρομή συντελείται η μεγάλη σφαγή της «Δρακοσπηλιάς», όταν οι κρυπτόμενοι Βυτιναίοι εσφάγησαν, ενώ συνελήφθησαν εκεί οι δεκαπέντε νεαρές Βυτινιώτισσες, οι οποίες υποχρεώθηκαν να παντρευτούν Αιγύπτιους αξιωματούχους και να μεταφερθούν στην Αίγυπτο.

Ο Φωτάκος περιγράφει παραστατικά τη εικόνα της καταστροφής: «Δεκαπέντε χιλιάδες Τουρκοαιγύπτιοι σκέπασαν τα βουνά και τις ράχες και τα ρεύματα από Βυτίνα μέχρι Μαγούλιανα.

Τίποτα άλλο δεν ακούετο παρά φωναί ανθρώπων, χλιμιτρίσματα αλόγων, τουφεκίσματα αδιάκοπα, γογγυσμοί ενωμένοι με τους κρότους των τυμπάνων του τακτικού».

Η δεύτερη καταστροφή πραγματοποιείται το 1826. Κατ’ αυτήν ξεθεμελιώνεται ό,τι οι Βυτιναίοι είχαν ανοικοδομήσει και μάλιστα δύο φορές. Τη δεύτερη φορά μετά τη δολοφονία του ανεψιού του Ιμπραήμ στη Λάστα λυσσωδώς δεν αφήνουν ούτε «πέτρα πάνω στην πέτρα». Στη δεύτερη αυτή επιδρομή σημειώνονται περιστατικά άφθαστου ηρωισμού που δείχνουν τη μεγάλη πίστη των Βυτιναίων για την ελευθερία και τη διάθεση αγωνιστικότητας μέχρι εσχάτων. Στην επιδρομή αυτή συμβαίνει η αυτοκτονία της Ελένης Λιαροπούλου στον «Κότρωνα». Τότε ο Δημήτρης Ξυνογαλάς σκοτώνει το μικρό του παιδί για να μην αποκαλύψει με το κλάμα του τους κρυπτόμενους Βυτιναίους στης «Κυράς το γεφύρι» (κατ’ άλλους στην «Κορακοσπηλιά») και τότε «σφάζουν σαν αρνί» οι Τούρκοι το παιδάκι του Καλαμπόκα στο «Κεντρωτό». Στη δεύτερη αυτή επιδρομή οι Τούρκοι σφάζουν όσους συλλαμβάνουν.

Αυτή είναι με πολύ λίγα λόγια και με την ευκαιρία του εορτασμού των διακοσίων χρόνων από την έναρξη της επανάστασης, η συμβολή της Βυτίνας στον οκταετή αγώνα για την απόκτηση της ελευθερίας και δεν πρέπει να λησμονείται με κανένα τρόπο και ιδιαίτερα φέτος που τιμώνται τα διακόσια χρόνια από τον μεγάλο ξεσηκωμό. Η «ΒΥΤΙΝΑ», ως το μοναδικό έντυπο του τόπου μας με όχι μόνο ενημερωτικούς αλλά και παιδευτικούς στόχους, έχει καθήκον να υπενθυμίζει σε όσους γνωρίζουν και να γνωστοποιεί σε όσους αγνοούν τη μεγάλη και πολύπλευρη προσφορά της Βυτίνας στην επανάσταση του 1821 και τη συμβολή της στην απελευθέρωση της Ελλάδας από το βαρύ Τουρκικό ζυγό. Οι Βυτιναίοι ανοικοδόμησαν με υπομονή και εργατικότητα το χωριό τους τα μετέπειτα χρόνια και το πρώτο κτίριο που έκτισαν πάλι, κάτι που δείχνει τους υψηλούς πνευματικούς τους στόχους, ήταν αυτό της ονομαστής σχολής Βυτίνας, για να συνεχίσουν τα παιδιά τους «να μαθαίνουν γράμματα».

Και με την ευκαιρία του δημοσιεύματος αυτού να σημειώσου- με ότι αναλυτικά τα σχετικά για την προσφορά της Βυτίνας στην επανάσταση του 21 παρουσιάζονται στα έργα των Βυτιναίων ιστορικών Κ. Καρατζίνα και Τρύφωνα Ξηρού αλλά λεπτομερέστερα στο μνημειώδες υπό έκδοση έργο «Η Ιστορία της Βυτίνας» του τοπικού ιστορικού Αθανασίου Λαμπροπούλου (Μαινάλιου). Στο έργο αυτό έκτασης 1.000 σελίδων καταγράφεται όλη η ιστορία του τόπου μας από τη μυθική εποχή μέχρι σήμερα.

Υποχρέωση όλων μας είναι να συμβάλλουμε στην έκδοση του έργου αυτοί, διότι μόνο έτσι η Βυτίνα θα αποκτήσει ένα οργανωμένο και πλήρες ιστορικό έργο.

ΓΡΑΦΕΙ : Ο φιλόλογος
Παναγιώτης Αντ. Παπαδέλος

Από την εφημερίδα "Η Βυτίνα"


4 Σχόλια

Η μάχη του 1715 έγινε στον πύργο του Ντάρα Από τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη Εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Μπότσικα ἐμβῆκαν οἱ Τοῦρκοι εἰς Μοριά. Οἱ Χρυσοβιτσιῶται, Λιμποβιτσιῶται καὶ οἱ Ἀρκουροδεματῖται ἐπῆγαν καὶ ἐπολέμησαν εἰς τοῦ Ντάρα τὸν Πύργο 6.000 Τούρκους. Αὐτοὶ ἐχαλάσθηκαν καὶ ἐγλύτωσε ὁ Μπότσικας. Αὐτὸς εἶχε ἕνα παιδί, Γιάννη, καὶ ἕνας Ἀρβανίτης (Νταραίος) εἶπε: «Βρέ, τί Μπιθεκούρας εἶναι αὐτός». Δηλαδὴ πόσον ὁ κῶλος του εἶναι σὰν κοτρώνι, καὶ ἔτσι τοῦ ἔμεινε τὸ ὄνομα Κολοκοτρώνης.

Το Ασουμάν Πασιά έστειλε μ’ ασκέρι επτά χιλιάδες Να πάγη μέσα στον Μωριά να πάψη τους ραγιάδες Στου Ντάρα πήγε κι εκόνεψε στον πύργο πού ’ναι η βρύση Και τους ραγιάδες έκραξε να τους ευχαριστήση Χρυσοβίτζος Αρκουδόρεμα και οι Αλωνιστιάνοι Πού ήταν όλοι τους τρελοί και γνώσιν δεν τους φθάνει Διακόσιοι εσυμμαζώχθησαν τον Τούρκον να πατήσουν Μα δεν τους απαράτησαν οπίσω να γυρίσουν Οι Βετινιώτες έκαμαν την σπίγα να τους πιάσουν Τους Τούρκους πήγαν από βραδύς για να τους κατακλείσουν Και την αυγή από ταχύ όλους τους επροδώσαν Άλλους έπιασαν ζωντανούς και άλλους εσκοτώσαν

Η ΓΥΡΩ ΠΕΡΙΟΧΗ ΓΝΩΡΙΖΕ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΒΥΤΙΝΑΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ..... ΓΙ ΑΥΤΟ ΤΟΥΣ ΛΕΓΑΝΕ ΤΟΥΡΚΟΒΥΤΙΝΑΙΟΥΣ

Ο Ταμπακόπουλος ήταν ένας τοκογλύφος, ο οποίος γυρνούσε στις επαρχίες του Μοριά και εισέπραττε χρήματα από τους φόρους των ραγιάδων, με τους Οθωμανούς να τον διευκολύνουν στη δουλειά του παρέχοντάς του και στρατιωτική συνοδεία. Στο πρόσωπο του Ταμπακόπουλου , κατά τη μάχη της Χελωνοσπηλιάς, δεν υπήρχε ένας Ρωμιός, αλλά ένας ακόμα εκπρόσωπος του Οθωμανικού δεσποτισμού. Το ότι ο Ταμπακόπουλος ήταν συνεργάτης των Οθωμανών δεν σημαίνει και ότι ήταν τουρκόφιλος Άλλωστε η μετέπειτα δράση του και ο θάνατός του στο πεδίο της μάχης το απέδειξε(ισως μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά)

Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.