29 Μαΐου 1453: περί Αλώσεως…

29 Μαΐου 1453: περί Αλώσεως…

Μάιος 29, 2021 - 08:18
0 σχόλια

του Αντώνη Αθανασόπουλου*

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να συνοψίσει κάποιος σε μερικές σελίδες -και ειδικότερα στον περιορισμένο εκ των πραγμάτων χώρο ενός δημοσιογραφικού site- όλα όσα πρέπει να ειπωθούν για το γεγονός της Αλώσεως της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453. Αντί για μια απλή καταγραφή των όσων συνέβησαν, θεωρώ  περισσότερο χρήσιμο στις επόμενες γραμμές να καταδειχθούν οι παράγοντες, που συνέβαλαν καθοριστικά στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα και να απαντηθούν μερικά εύλογα ερωτήματα που προκύπτουν. 

Είναι απαραίτητο να επισημανθεί πως το Βυζάντιο, κατά τους τελευταίους αιώνες της ύπαρξής του, είχε μικρή μόνον ομοιότητα με το άλλοτε ένδοξο παρελθόν του. Περιορισμένο εδαφικά, εξασθενημένο οικονομικά και αποδυναμωμένο στρατιωτικά ήταν δύσκολο να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον οθωμανικό κίνδυνο. Στη σκέψη αρκετών Βυζαντινών, άλλωστε, ο πραγματικός εχθρός ήταν οι Λατίνοι, οι οποίοι, εφόσον είχαν καταλάβει ήδη μια φορά την Κωνσταντινούπολη (αυτό ήταν το αποτέλεσμα της Δ΄ Σταυροφορίας, το 1204) δε θα δίσταζαν να προβούν σε μια νέα αντίστοιχη ενέργεια, εάν τους δινόταν η κατάλληλη ευκαιρία. Συνεπώς, ο κίνδυνος από τα ανατολικά, τουλάχιστον αρχικά, αγνοήθηκε.  

Γιατί οι Οθωμανοί

Το οθωμανικό εμιράτο, από την άλλη πλευρά, ήταν απλώς ένα από τα πολλά μουσουλμανικά κρατίδια που δημιουργήθηκαν στην περιοχή της Μ. Ασίας μετά από την αποδυνάμωση του σελτζουκικού σουλτανάτου του Ικονίου. Ο Οθμάν (από τον οποίο έλαβαν και το όνομά τους οι Οθωμανοί) ήταν, αρχικά, ο αρχηγός μιας ομάδας 400 ιππέων, που επέδραμαν στο μεταίχμιο 13ου και 14ου αιώνα στα βυζαντινά εδάφη (συγκεκριμένα στο ΒΔ τμήμα της Μ. Ασίας, στην περιοχή της Βιθυνίας)  για αναζήτηση τροφής και λείας. Παρότι στην ιστορία δεν χωρούν υποθέσεις, μοιάζει πιθανό πως ενδεχόμενη αναχαίτισή τους από τον βυζαντινό στρατό θα τους οδηγούσε σε διαφορετικό γεωγραφικό πεδίο δράσης. Μόνιμα εγκατεστημένα βυζαντινά στρατεύματα όμως δεν υπήρχαν στην περιοχή και, όταν κλήθηκαν να μεταβούν επιτόπου και να αντιμετωπίσουν τους Οθωμανούς, ηττήθηκαν από τους πολεμιστές του Οθμάν. Οι νίκες απέναντι στον βυζαντινό στρατό οδήγησαν σε μόνιμη πλέον εγκατάσταση των Οθωμανών στα βυζαντινά εδάφη και γέννησαν τις φιλοδοξίες για μεγαλύτερη επέκταση. Ταυτόχρονα, ο οθωμανικός στρατός μέσα σε λίγες δεκαετίες μεγεθύνθηκε σημαντικά. Η εξήγηση είναι, μάλιστα, απλή. H γεωγραφική θέση του οθωμανικού εμιράτου, το οποίο ουσιαστικά γειτνίαζε με την Κωνσταντινούπολη, τού παρείχε απεριόριστες δυνατότητες εδαφικής επέκτασης σε αντίθεση με τα άλλα εμιράτα, των οποίων οι κατακτήσεις έπαυσαν αναγκαστικά, όταν έφθασαν στην ακτογραμμή του Αιγαίου. Έτσι, στον στρατό του Οθμάν και των διαδόχων του εντάσσονταν επαγγελματίες στρατιώτες, αλλά και απλοί τυχοδιώκτες απ’ όλα τα υπόλοιπα εμιράτα με την προσδοκία κέρδους. Για τον λόγο αυτόν, κυρίως, οι Οθωμανοί αναδείχθηκαν σε ηγετική δύναμη στην περιοχή της Μ. Ασίας ήδη από το μέσον του 14ου αιώνα. Παράλληλα, πέρασαν στην κατοχή τους σημαντικές βυζαντινές πόλεις, όπως η  Προύσα (1326, η οποία έγινε η πρώτη πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους), η Νίκαια (1331) και η Νικομήδεια (1337), ενώ στις επόμενες δεκαετίες συντελέστηκε και η προώθησή τους στα Βαλκάνια καταλαμβάνοντας και εκεί σημαντικές πόλεις. 

Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί το εξής: για την κατάκτηση αστικών κέντρων οι Οθωμανοί εφάρμοζαν την τακτική του αποκλεισμού και αυτό εξακολούθησε μέχρι και το τέλος του 14ου αιώνα. Πλήθος στρατιωτών, δηλαδή, εγκαθίστατο περιμετρικά των τειχών εμποδίζοντας την είσοδο τροφίμων εντός της πόλης, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να εξαναγκάζονται να παραδοθούν, όταν τελείωναν τα αποθέματα. Η συγκεκριμένη τακτική, όμως δύσκολα θα μπορούσε να είναι αποδοτική στην περίπτωση της Κωνσταντινούπολης, καθώς η γεωγραφική της θέση (βρέχεται από θάλασσα) δεν επέτρεπε τον ολοκληρωτικό αποκλεισμό από τους εντελώς άπειρους με το υγρό στοιχείο Οθωμανούς. Τα ισχυρότατα τείχη της δε (τριπλή γραμμή οχύρωσης με τάφρο, εξωτερικό και εσωτερικό τείχος) καθιστούσαν απαγορευτική κάθε προσπάθεια κατάκτησης με επιθετικό πόλεμο. Γι’ αυτό και παρά την οθωμανική εξάπλωση η βυζαντινή πρωτεύουσα είχε παρακαμφθεί αναγκαστικά. Δεν έπαυε, ωστόσο, να αποτελεί διακαή πόθο των εκάστοτε σουλτάνων για ό,τι αυτή συμβόλιζε στον χριστιανικό και όχι μόνον κόσμο. 

Το 1394 τοποθετείται χρονικά η πρώτη οθωμανική προσπάθεια κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης με αυτήν ακριβώς την τακτική του αποκλεισμού, που αναφέρθηκε παραπάνω.  Και παρότι διήρκεσε 8 έτη, μέχρι το 1402, και οδήγησε τους πολίτες σε απελπιστική κατάσταση εξαιτίας του λιμού, δεν επέφερε την παράδοση της Πόλης. Αντίστοιχα ανεπιτυχής ήταν και η δεύτερη προσπάθεια, που κράτησε περίπου δύο μήνες, το καλοκαίρι του 1422. Συνεπώς, η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 1453 ήταν η τρίτη κατά σειρά απόπειρα των επίδοξων κατακτητών, αυτή τη φορά όμως η πλάστιγγα έγερνε σε υπερβολικό βαθμό υπέρ των Οθωμανών. 

 

Οι καθοριστικοί παράγοντες

1. Το πυροβολικό 

Η εμφάνιση του πυροβολικού είναι ο παράγοντας, που μετέβαλε τον τρόπο διεξαγωγής των πολιορκιών κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, Τα πρώτα κανόνια φαίνεται πως κατασκευάστηκαν τον 14ο  αιώνα, ως πρώιμη εφεύρεση όμως περισσότερο έκαναν θόρυβο (!) παρά είχαν ικανοποιητική βλητική ικανότητα, ενώ είχαν και κατασκευαστικά προβλήματα που έπρεπε να ξεπεραστούν, εφόσον διαλύονταν μετά την πραγματοποίηση 2-3 βολών. Ακόμη και στις πρώτες δεκαετίες του επόμενου αιώνα (15ος)  η χρησιμοποίησή τους δεν έδινε σημαντικό πλεονέκτημα στον κάτοχό τους. Αντιθέτως, το ευέλικτο ιππικό και το σπαθί ή το τόξο των στρατιωτών εξακολουθούσαν να αποδεικνύονται οι αποφασιστικοί παράγοντες, που έκριναν την έκβαση της μάχης. Η πρόοδος της νέας εφεύρεσης, ωστόσο, ήταν ραγδαία και έτσι το 1453 τα τείχη της Κωνσταντινούπολης θα δοκιμάζονταν απέναντι στα εξελιγμένα πλέον πυροβόλα όπλα. 

α) Το πυροβολικό των Οθωμανών

Ο Μωάμεθ Β΄ κατανοώντας πλήρως τις δυνατότητες του πυροβολικού ήδη από την έναρξη της διακυβέρνησής του είχε δώσει εντολές στους εξειδικευμένους τεχνίτες να πειραματισθούν στην κατασκευή ολοένα και μεγαλύτερων κανονιών, που θα χρησίμευαν στην κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Στις αρχές του Απριλίου 1453 ο στρατός του μετέφερε στην περίμετρο των τειχών της βυζαντινής πρωτεύουσας σημαντικό αριθμό τέτοιων όπλων. Από τις πρώτες ημέρες τα μεγάλου μεγέθους κανόνια έπλητταν το τείχος με επαναλαμβανόμενες βολές, προξενώντας σοβαρότατες καταστροφές στα τείχη. Κατά τη διάρκεια της νύχτας οι υπερασπιστές έβρισκαν ευκαιρία να πραγματοποιήσουν πρόχειρες επισκευές ενισχύοντάς τα με δέρματα ζώων και δεμάτια από ξύλα προκειμένου να μειώσουν τη δύναμη πρόσκρουσης των οβίδων. Ήταν ασφαλώς μια πρόχειρη λύση: λίγες ημέρες αργότερα, το εξωτερικό τείχος στην κοιλάδα του Λύκου είχε καταστραφεί σε αρκετά σημεία.

β) Το βυζαντινό πυροβολικό 

Λιγότερα και σαφώς μικρότερου μεγέθους από τα αντίστοιχα οθωμανικά κανόνια διέθεταν και οι Βυζαντινοί. Για τους υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης μείζον πρόβλημα ήταν η έλλειψη πυρίτιδας και βλημάτων, αποτέλεσμα και αυτό της κάκιστης οικονομικής κατάστασης του κράτους και της εξάντλησης των αποθεμάτων από την παρατεινόμενη διάρκεια της πολιορκίας. Δεν ήταν λίγες οι φορές, άλλωστε, κατά τις οποίες αναγκάζονταν να χρησιμοποιήσουν ως βλήματα τους λίθους από τα δικά τους κατεστραμμένα τείχη. Ωστόσο, και αυτή η δραστηριότητα δεν διήρκεσε πολύ, καθώς σύντομα διαπιστώθηκε πως οι κραδασμοί των κανονιών κατά την πραγματοποίηση των βολών περισσότερο κατέστρεφαν τις οχυρώσεις παρά προξενούσαν φθορά στον αντίπαλο. Έτσι, αποφασίσθηκε ο περιορισμός της χρήσης τους. 

 

2. Τα αριθμητικά δεδομένα των δύο πλευρών

 Η πόλη αριθμούσε περίπου 70.000 κατοίκους όταν τους προηγούμενους αιώνες ο πληθυσμός ξεπερνούσε τις 500.000.  Η οθωμανική απειλή, που είχε γίνει ξεκάθαρη πλέον με τις δύο προηγούμενες προσπάθειες κατάκτησης, ήταν ο κύριος παράγοντας που είχε οδηγήσει στη φυγή των κατοίκων, καθώς η βυζαντινή πρωτεύουσα απείχε πολύ από το να θεωρείται ασφαλής τόπος διαμονής.  Οι βυζαντινοί ιστορικοί – σύγχρονοι ή σχεδόν σύγχρονοι με τα γεγονότα που περιγράφουν- παρέχουν ασφαλή αριθμητικά δεδομένα. Ένας εξ’ αυτών, μάλιστα, ο κρατικός αξιωματούχος Γεώργιος Σφραντζής προέβη, ύστερα από εντολή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, σε καταμέτρηση των πολιτών που μπορούσαν να φέρουν όπλο και, κατά συνέπεια, να χρησιμοποιηθούν στην άμυνα της Πόλης. Το σύνολο τους ανερχόταν σε 4.473, γεγονός που προκάλεσε θλίψη στους δύο άνδρες για το μέλλον της Κωνσταντινούπολης. Σημαντικό μειονέκτημα ήταν επίσης η στρατιωτική τους εκπαίδευση και η ικανότητα στο πεδίο της μάχης, καθώς με αρκετή βεβαιότητα μπορούμε να υποθέσουμε πως οι πολίτες που κλήθηκαν να υπερασπιστούν την Πόλη ήταν άνθρωποι χωρίς στρατιωτική εμπειρία («ἦσαν ἀντιπολεμοῦντες ἄνδρες μάχιμοι, Τοῦρκοι εἴκοσι πρὸς ἕνα Ῥωμαῖον καὶ τοῦτον οὐ τόσον πολεμιστήν ὡς τὸν τυχόντα Τοῦρκον»). Πλάι στους Βυζαντινούς εκείνες τις κρίσιμες στιγμές θα πολεμούσαν και μερικές μισθοφορικές κυρίως ομάδες επαγγελματιών στρατιωτών από την Δύση φθάνοντας το συνολικό άθροισμα των αμυνομένων σε περίπου 8.000 άνδρες.

Οι ίδιες πηγές χαρακτηρίζουν το οθωμανικό στράτευμα ως μυριάριθμο και απειράριθμο καταγράφοντας πως ο αριθμός των συγκεντρωμένων στρατιωτών έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης ανερχόταν σε 250.000 με 300.000 άνδρες. Αν συνυπολογίσει κάποιος επικουρικά στρατεύματα, αυτόκλητους στρατιώτες και τυχοδιώκτες, που έσπευσαν με την προσδοκία κέρδους από ενδεχόμενη κατάκτηση της Πόλης, ο αριθμός του συγκεντρωμένου εχθρικού πλήθους ανερχόταν σε 400.000. Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως οποιαδήποτε άλλη σύγκριση μεγεθών είναι περιττή.   

Συνεπώς, μείζον πρόβλημα για τους αμυνόμενους ήταν η ολιγανθρωπία, παρότι στις κρίσιμες ημέρες λίγο πριν από την Άλωση πολέμησε με γενναιότητα σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού της βυζαντινής πρωτεύουσας. Άλλωστε, ο συνεχής κανονιοβολισμός δεν προκάλεσε  ολοκληρωτική κατάρρευση του τείχους, αλλά δημιούργησε τα ρήγματα, από τα οποία και εισχώρησε εντός της Κωνσταντινούπολης το κύριο μέρος του στρατού των Οθωμανών. Σε περίπτωση επαρκούς βυζαντινής στρατιωτικής δύναμης η είσοδος των αντιπάλων θα εξακολουθούσε να είναι δυσχερής, εφόσον το πέρασμα από στενές διόδους υποβαθμίζει το αριθμητικό πλεονέκτημα των επιτιθεμένων. 

 

Κερκόπορτα: μύθος ή πραγματικότητα; 

Την ώρα της τελικής εφόδου τα εναλλασσόμενα οθωμανικά στρατιωτικά τμήματα δεν επέτρεπαν κανένα περιθώριο χαλάρωσης στους αμυνόμενους επιδιώκοντας και την σωματική τους κόπωση από τη μεγάλη διάρκεια της μάχης. Ταυτόχρονα, επεδίωκαν να πετύχουν λάθρα την είσοδο στην Πόλη διαμέσου μικρότερων ανοιγμάτων στα τείχη. Ένα από αυτά φαίνεται να ήταν και η περίφημη Κερκόπορτα, μια μυστική υπόγεια είσοδος προς τη βόρεια πλευρά του χερσαίου τείχους, η οποία, ενώ αρχικά ήταν σφραγισμένη, ανοίχθηκε ύστερα από εντολή του αυτοκράτορα, ώστε να εξέρχονται από τα τείχη οι υπερασπιστές χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από τους αντιπάλους. Το πρόβλημα είναι πως η αναφορά στην Κερκόπορτα γίνεται μόνον από έναν από τους λεγόμενους ιστορικούς της Αλώσεως, τον Δούκα (15ος αι.), και αποσιωπάται από τις υπόλοιπες πηγές. Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, πως η μοναδική αναφορά γεννά και αμφιβολίες σχετικά με την εγκυρότητα. Επιτόπιες έρευνες και αρχαιολογικά δεδομένα, επίσης, αδυνατούν να δώσουν μια σαφή απάντηση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, από την Κερκόπορτα ή από άλλα ανοίγματα στα τείχη μικρές ομάδες Οθωμανών εισχώρησαν εντός της Πόλης και έτσι οι υπερασπιστές που πολεμούσαν στο κεντρικό σημείο της μάχης βρέθηκαν περικυκλωμένοι.  

Tο ξημέρωμα της 29ης Μαΐου 1453 ο κύριος όγκος του οθωμανικού στρατού προωθήθηκε εντός των τειχών. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έπεσε μαχόμενος  ως απλώς στρατιώτης σε μια απέλπιδα προσπάθεια να εμποδίσει την είσοδο των αντιπάλων. Το όνομά του ως αυτό του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα θα συνδεθεί άρρηκτα με τους θρύλους για την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και την αναβίωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας με την υπερφυσική επανεμφάνισή του και την εκδίωξη των εχθρών. Το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Μωάμεθ Β΄ με τη συνοδεία των οθωμανών αξιωματούχων και της προσωπικής φρουράς των γενιτσάρων εισήλθε θριαμβευτής στην Πόλη, ενώ οι στρατιώτες του θα συνέχιζαν τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης για τις τρεις επόμενες ημέρες. Σημαντικό μέρος του πληθυσμού πρόλαβε και κατευθύνθηκε προς το λιμάνι και, αφού επιβιβάστηκαν στα βενετικά και γενουατικά πλοία που ήταν αγκυροβολημένα, απέπλευσαν για την Δύση.  Άλλοι επέλεξαν ως τελικό τους προορισμό την Πελοπόννησο, τα λατινοκρατούμενα νησιά του Αιγαίου και την Κύπρο. Όλοι τους μετέφεραν τη κληρονομιά του βυζαντινού κράτους, που θα τη μεταλαμπάδευαν στις περιοχές, όπου μετέβησαν ως πρόσφυγες. 

 

* ο Δρ Αντώνης Αθανασόπουλος διδάσκει Μεσαιωνική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. 


Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.