Ζάτουνα: Ο κύκλος με τα καρύδια

Ζάτουνα: Ο κύκλος με τα καρύδια

Δεκέμβριος 09, 2018 - 20:21
0 σχόλια

Η ιστορία μας, είναι πέρα για πέρα αληθινή. Χρονολογία, εκεί κάπου στα 1960. Τότε που η Ζάτουνα, είχε κόσμο, κίνηση και πολλά μαγαζιά.

Ο δημόσιος της δρόμος ήταν χωμάτινος. Και όταν περνούσε κανένα αυτοκίνητο ή φυσούσε ο αέρας σήκωνε σκόνη. Σπάνια κάποιος μαγαζάτορας έριχνε νερό για να «κουρνιάσει» για κάμποσο η σκόνη. Εκείνος που κατάβρεχε περισσότερο από όλους ήταν ο Νικήτας, που άδειαζε στο δρόμο, την λεκάνη όταν είχε πλύνει τα ποτήρια και τα φλιτζάνια του καφέ. Καμιά φορά το ίδιο έκανε και ο Τάσης, που παρά δίπλα είχε την ταβέρνα του.

Βλέπεται τότε δεν υπήρχε νερό δικτύου στα σπίτια. Εκείνον που ενοχλούσε περισσότερο από όλους η σκόνη του δρόμου, ήταν ο Νάσος ο Γκορίτσας. Εκείνο το απόγευμα είχε αγγαρέψει τον μικρό Στέλιο, δίνοντάς του ένα μικρό δοχείο και κουβαλούσε νερό από το ρέμα και κατάβρεχε μπροστά στο μαγαζί του. Ατέλειωτα πέρα δώθε, γιατί από την ζέστη ο δρόμος στέγνωνε αμέσως. Ατέλειωτος κόπος, αλλά…. Στο τέλος ο μικρός κεράστηκε ένα διπλό λουκούμι και μια καρπαζιά στο σβέρκο, καθ’ ότι ήταν φρεσκοκουρεμένος στον Περικλόγιαννη.

Οι παρακαθήμενοι στα διπλανά μαγαζιά έκαναν χάζι με το κατάβρεγμα του δρόμου, αποκλειστικά και μόνο μπροστά στο μαγαζί του Κινινή. Όμως ποιος τολμούσε να σχολιάσει το γεγονός, μπροστά στον Κορίτσα; Μα φυσικά κανείς.

Ο Μάστορας, είπε να κάνει ένα διάλειμμα και σηκώθηκε από τον πάγκο του και βγήκε έξω, όχι για να πάρει αέρα, αλλά για να μάθει κανένα νεότερο. Καλοκαίρι ήταν όλο και η κίνηση μέχρι της Παναγίας, μεγάλωνε. Κάθισε δίπλα στο καφφενείο του Νικήτα. Ρώτησε για τα σχετικά νέα.

__ Να, του είπε ο Σπήλιος του Φίλιππα… Ήρθε εκείνος της Επάνω Βρύσης, ο περίεργος τύπος, {ανέφερε το όνομά του και τον στόλισε κανονικά…}. Είμαι σίγουρος ότι πάλι και φέτος θα εφαρμόσει το βρόμικο παιχνίδι του με τα παιδιά.

__ Δεν ξέρω τι λες, είπε ο Μάστορας και συμπλήρωσε. Πάντως κάθε καλοκαίρι μου έρχεται να του σολιάσω ένα ζευγάρι παπούτσια, λες και στην Αθήνα δεν υπάρχουν τσαγκαράδικα!

__ Ο Κώστας εξήγησε σε όλους, ή μάλλον τους θύμισε το σχέδιο του συμπατριώτη τους, από την Αθήνα. Τάβαλε με τον δάσκαλο, που δεν μαζεύει τα παιδιά και τα εκμεταλλεύεται, ο Αθηναίος.

__ Τι να σου κάνει και ο Γιάγκος, είπε ο Κοντός. Καλοκαίρι είναι, αμολητά τάχει τώρα και, σου είναι και χάμω με καλοκαιριάτικο κρύωμα. Άλλωστε τα παιδιά το έχουν για παιχνίδι το σχέδιο του Αθηναίου.

Τούτο το απόγευμα, λες και είχε μέλι, αρκετοί μαζεύτηκαν, όλως τυχαία έξω από του Νικήτα μέχρι του Τάση.

__ Νάτος ! νάτος έρχεται ο Αθηναίος, φώναξε ο Βασιώλας και έκανε μια απρεπή χειρονομία, με ανοικτή την πελώρια του παλάμη. Όλοι γέλασαν τρανταχτά και το μουλάρι που καλίγωνε τρόμαξε!

__ Γειά σας συμπατριώτες, τι μου κάνετε; Είπε ο Αθηναίος μόλις κοντοζύγωσε, κρατώντας έτσι για να κάνει τον καμπόσο μια γκλίτσα στραβή, σαν αυτή του γέρου-Κανέλλου.

__ Γειά και σε σένα. Χαιρετούρες… Πότε ήρθες; Πόσο θα μείνεις; Μόνος είσαι; Και ακολούθησαν και άλλες περίεργες ερωτήσεις φαινομενικά αθώες.

__ Να χτες ήρθα. Πήρα μετάθεση, με έστειλαν διευθυντή στο Τελωνείο και πριν αναλάβω είπα να κατέβω καμιά εβδομάδα. Όχι δεν ήρθα με την κυρά μου. Έφερα μια γνωστή μου για να καθαρίσει λίγο το σπίτι… απέφυγε να πει περισσότερα και άραξε έξω από την ταβέρνα του Τάση.

Κοφτά και συμμαζεμένα τα λόγια του, αλλά ήταν αρκετά για φουντώσει η περιέργεια του Γκορίτσα και να αρχίσει με τους διπλανούς του τους σχολιασμούς. Φυσικά ο κάθε ένας έδινε και την δική του ερμηνεία και τα σχόλια για τον Αθηναίο, κράτησαν για μέρες.

Ο Νάσος ήταν ο πιο αυστηρός στις παρατηρήσεις του. Σίγουρα –είπε- θα τον σχόλασε η γυναίκα του. Αν τούτη ήταν της προκοπής θα την έβγαζε έξω… Ο Γιώργης (Τζιού), αντέδρασε λίγο δυνατά και του είπε ο Κοντός να μιλάει πιο χαμηλόφωνα.

__ Ποιο Τελωνείο και κουραφέξαλα, είπε ο Γιώργης. Έχει πάρει καιρό σύνταξη. Στα δικαστήρια ήταν στην Σανταρόζα και πούλαγε χαρτόσημα, στο υπόγειο. Δίπλα πουλάω εφημερίδες και τον έχω δει χιλιάδες φορές.

Όλοι τους απορροφημένοι στην κουβέντα τους, δεν πρόσεξαν τα πιτσιρίκια που είχαν μαζευτεί τριγύρω του. Όλα τους κρατούσαν κάποιο κρατρούτσο ή σακούλα και ήταν γεμάτα με καρύδια. Ακόμη και οι τσέπες τους ήταν γεμάτες.

Μόλις ο Αθηναίος, είδε ότι τα παιδιά ήταν πολλά, έβγαλε την γραβάτα του, ήπιε και την τελευταία γουλιά της λεμονάδας του, σηκώθηκε και πήγε και κάθισε έξω από του Κινινή, στο πεζούλι που υπάρχει και χρησίμευε, ως σκαλοπάτι, για να φορτώνουν οι χωριάτες τα ζωντανά τους.

Μόλις τον είδαν τα παιδιά ότι πήρε την θέση του, παρακαλούσαν τον Νάσο, να τους δώσει μια μεγάλη ταβανόπροκα. Ο Νάσος έκανε ότι δεν άκουγε, έχοντας βάλει –δεμένα- τα χέρια του πίσω από την πλάτη του και έκοβε βόλτες. Με το που κούνησε το κεφάλι του, ένα παιδί σαλτάρισε μέσα στο μαγαζί και βγήκε σε δευτερόλεπτα, με την πρόκα στο χέρι. Τον σταμάτησε ο Νάσος, κουνώντας την ποδιά του, λέγοντας του να ανοίξει το στόμα του, μήπως είχε πάρει κανά λουκούμι, που ήταν δίπλα στις πρόκες στα σκαλιά, στην ξύλινη σκάλα μπαίνοντας δεξιά. Πάντα έκανε αυτή την ερώτηση, για να πειράξει τα παιδιά.

Ο Αθηναίος κάνοντας τον αδιάφορο, τους ρώτησε.

__Τι θέλετε ούλα σας μαζεμένα εδώ, γύρω;

_- Ο Πρέζας, ακριβόλογος, του είπε:

__ Μην τα παιδεύεις άλλο. Να ρίξουν θέλουν τα καρύδια και να πάρουν το πενηνταράκι τους. Άντε ξεκίνα να ξεκολλήσουμε και εμείς από εδώ…

Του Τάγκα ο γιος, πήρε μια πέτρα και κάρφωσε στη μέση του δρόμου την πρόκα, κάνοντας ένα μεγάλο κύκλο γύρο της. Τότε σηκώθηκε ο Αθηναίος, και έβαλε στο κεφάλι της πρόκας το πενηνταράκι του! Παράλληλα μέτρησε δέκα βήματα και τράβηξε μια γραμμή. Το παιχνίδι ήταν έτοιμο. Έπρεπε τα παιδιά να σταθούν πίσω από την γραμμή, να ρίχνουν ένα -ένα τα καρύδια τους, για να κτυπήσουν το πενηνταράκι και να το βγάλουν έξω από τον κύκλο. Άμα.. το κατόρθωναν αυτό, τότε το έπαιρναν. Τα υπόλοιπα παιδιά που αστοχούσαν, χωρίς να βγάλουν το πενηνταράκι έξω από τον κύκλο ή να το κτυπήσουν, έχαναν τα καρύδια τους που κατέληγαν, στον τενεκέ που κρατούσε ο Στέλιος, για να τα πάει σπίτι του ο Αθηναίος. Τούτο το απόγευμα, γέμισε δυο και μισούς τενεκέδες καρύδια και τα παιδιά πήραν συνολικά 4 πενηνταράκια! Όταν τελείωσαν τα καρύδια που είχαν τα παιδιά, πήγε ο Αθηναίος στο καφφενείο του Νικήτα και, παράγγειλε.

__ Νικήτα, νάναι μπόλικος ο μεζές που θα μου φέρεις με το ούζο και όχι άσαρκος σαν εσένα. Ευτυχώς που ο Νικήτας δεν άκουσε το σχόλιο του…

__Πιο δίπλα ο Ρήγας, κουβεντιάζοντας με τον Μάθο λέγοντας:

__ Με δυο φράγκα, γέμισε τενεκέδες με καρύδια. Κοροϊδεύει τα παιδιά μπροστά στα μάτια μας. Μερελοί είμαστε, αλλά όχι και χαζοί!

__ Ο Τάσης είπε: Δεν είναι τούτο κοροϊδία. Σκέτη κλεψιά είναι.

Ο Νάσος βλέποντας τα παιδιά που έμειναν παραπονούμενα και βλέποντας τον Διάκο να έρχεται, τα φώναξε τα έβαλε στη σειρά και τους έδωσε από ένα λουκούμι και από μια καραμέλα ΝΑSCO. Εκείνα από χαρά τραγούδησαν: «Σαν πήρα ένα κατήφορο…» και έφυγαν μαζεμένα όλα.

Την άλλη μέρα το απόγευμα, όλοι περίμεναν να δουν το ίδιο σκηνικό. Μάταια όμως. Ο Αθηναίος περίμενε να έρθει το λεωφορείο του ΚΤΕΛ και να φέρει τον κυρ-Θόδωρα. Μόλις μπήκε στο καφενείο του Περικλόγιαννη, ο Αθηναίος κάθισε σε διπλανό τραπέζι και τον φώναξε να πάει κοντά του.

__Τι σου συμβαίνει; Τον ρώτησε. Κάτι του απάντησε χαμηλόφωνα και όλοι άκουσαν τον κυρ-Θόδωρα να του λέει.

__ Ξέρεις ποιος σε έκλεψε; Τον κλέφτη τον είδε κανείς; Τα καρύδια που πήγαν;

Ο δάσκαλος που περίμενε τον κυρ-Θόδωρα για την πρέφα, είπε: Είδες! δεν πρόλαβε να κατέβει, ο δικηγόρος μας και βρήκε πελάτη!

__ Τελικά, του είπε ο κυρ-Θόδωρας: «Εγώ να κάνω μήνυση. Αλλά τι θα πεις στο Δικαστήριο; Που τα βρήκες τα καρύδια; Και θα έρθεις χειμωνιάτικα για την δίκη;

Το άλλο βράδυ, στην ταβέρνα του Ντινάκου, έπιναν και έτρωγαν την συκωταριά τους, ο Πάϊκος, ο Κοντός, ο Σπήλιος και ο μπάρμπα-Λιας. Μπήκε μέσα και ο κυρ-Θόδωρας, έχοντας παραμάσχαλα την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.

Κάθισε και στις ερωτήσεις τους απάντησε.

_ - Ο Αθηναίος είχε προχτές, στο χαγιάτι του τενεκέδες με καρύδια όπου την άλλη μέρα θα τα σάκιαζε. Όμως κάποιος πήγε την νύχτα και του τα έκλεψε. Σε μένα, δεν μου είπε από πού τα είχε βρει, αφού δικές του καρυδιές δεν έχει. Οι σχολιασμοί έδωσαν και πήραν, για ποιος να είχε την ιδέα και ποιος θαρραλέος έκανε την κίνηση.

Την επομένη το απόγευμα, άδικα τον περίμεναν τα παιδιά τον Αθηναίο για να φτιάξουν πάλι κύκλο, για να ρίξουν τα κλεμμένα από το σπίτι τους καρύδια. Άδικα τον έψαχνε και ο Διάκος, για κείνο το τρισάγιο που ήθελε να κάνει στην μάνα του στο Νεκροταφείο.

Αργά το απόγευμα, έμαθαν ότι έφυγε ξαφνικά για την Αθήνα με το ΤΑΞΙ του Δημητσανίτη Βαλά. Ντροπιασμένος; Ποιος ξέρει; Οι ημέρες περνούσαν και όλοι αναρωτιόντουσαν ποιος να του πήρε τα καρύδια. Περισσότερη περιέργεια είχε όμως ο Γκορίτσας, που δεν μπόρεσε να δει την «λεγάμενη» με την οποία είχε έρθει ο Αθηναίος στο χωριό.

Πολλά παιδιά, των χρόνων εκείνων, θυμούνται το γεγονός και το δίδαγμα που πήραν τότε, το πώς ένας «ισχυρός» εκμεταλλεύεται τον αδύναμο, όπως ήταν τότε τα παιδιά.

Τούτα τα χρόνια, οι καρυδιές όλο και εκλείπουν από το χωριό μας. Έφυγαν και οι πρωταγωνιστές κείνων των χρόνων, από την ζωή. Άλλωστε πέρασαν πάνω από πενήντα χρόνια. Η παιδική θύμηση, παραμένει όμως ζωντανή….

Από το zatounanews.gr


Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.