Ξενάγηση πίσω στο χρόνο στο Μαγουλιανίτικο σπιτικό

Ξενάγηση πίσω στο χρόνο στο Μαγουλιανίτικο σπιτικό

Ιανουάριος 19, 2019 - 17:40
0 σχόλια

"Σπίτι μου σπιτάκι μου"

ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ Π. ΛΑΜΠΟΥΣΗ

Σπίτι μου σπιτάκι μου και φτωχοκαλυβάκι μου… κι αν τον κόσμο γύρισα κοντά σου ξαναγύρισα. (Νίκος Γκάτσος)

Τα σπίτια μας τώρα που τα φέρνω ένα-ένα στη θύμηση μου δεν ήτανε σπιτάκια με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Ήταν συνήθως δίπατα με κατώ(γ)ι, με μπαλκόνι ή μπαλκόνια, με αυλές, με σάλα, χειμωνιάτικο, καμάρες κιλέρια* και ένα σωρό βοηθητικούς χώρους.

Στα περισσότερα σπίτια μια μεγάλη ξύλινη, γερή αυλόπορτα αποτελούσε την εμπατή τους.

Ήταν δίφυλλη και το ένα φύλλο της ανοιγόκλεινε με το ζεμπερέκι (μάνταλο) για να μπαινοβγαίνουν οι άνθρωποι. Το άλλο φύλλο της κρατούσε στερεωμένο στη θέση του το καντινάτσο* (διαγώνια μπάρα που στη μια πλευρά ακουμπούσε στον τοίχο στην άλλη στην πόρτα) και άνοιξε διάπλατα για να χωράνε να μπαίνουν στην αυλή τα ζωντανά όταν ήταν φορτωμένα με γεννήματα*, ξύλα, χαράρια*, ασκιά…

Η αυλή ήταν ή χωμάτινη ή στρωμένη με πλάκες, μεταγενέστερα τσιμεντένια. Γύρω-γύρω ήταν οι βοηθητικοί χώροι. Υπόστεγο για τα ξύλα και το σπιτάκι του φύλακα (σκύλος).

Ξύλα πολλά στοιβαγμένα κατά κατηγορίες. Αλλού τα δαυλιά, αλλού τα κούτσουρα τα μεγάλα, αλλού τα σχισμένα κούτσουρα, πιο κει τα ξανάμματα και τα ξύλα για το φούρνο. Ο χειμώνας μεγάλος και βαρύς, το τζάκι ήθελε τάισμα μέρα-νύχτα.

Εκεί σε μια γωνία οπωσδήποτε σε απόσταση από το σπίτι στεγαζόταν το WC, ασπρισμένο, μανταλωμένο. Τούρκικο απόπατο, υποχρεωτικά απόμακρα λόγω έλλειψης νερού στα σπίτια μας.

Από την άλλη πλευρά το κοτέτσι με τα κοτερικά να μπαινοβγαίνουν κακαρίζοντας, αφήνοντας στη φωλιά τα αυγουλάκια τους.

Η ξελόντζα* (αχυρώνας) πιο κει γεμάτη φαγιά, άχυρα, τροφές για ταζωντανά. Ήταν πρόχειρη κατασκευή καλύβας φτιαγμένη από ξύλα, παλιόπορτες και σκεπασμένη με τσίγκο ή κεραμίδια. Λέξη που κρατάει από τη Φραγκοκρατία: Ξε (έξω) + λόντζα (στοά) κάποιες φορές προστάτευε αυτή η κατασκευή και τα οικόσιτα ζωντανά (γίδες- κατσικάκια-αρνάκια). Αν υπήρχε γουρουνάκι ήταν συνήθως στο δικό του χώρο που ήταν υπαίθριος, γιατί έτσι και αλλιώς δεν χρειαζόταν στέγαστρο, δεν προλάβαινε να ξεχειμωνιάσει, έπρεπε το χειμώνα να τον βγάλει στα λαγήνια σαν παστό.

Πιο κοντά στο κυρίως σπίτι ήταν το φουρναριό. Εκεί άναβε κι έκαιγε ο φούρνος που έβγαζε τεράστιες μοσχοβολιστές φισκόπιτες*. Εκεί και τα κασόνια με το αλεύρι και η σκάφη για το ζύμωμα και τα μεγάλα ταψιά.

Το κατώγι ήταν χωρισμένο με ξύλινα χωρίσματα σε μικρότερους χώρους. Εκεί υπήρχαν χώροι κατάλληλοι για την αποθήκευση προϊόντων, καθώς και η στέρνα* που διατηρούσε τα κρασιά στα βαγένια και φρόντιζε να είναι καλόπιοτα. Στο κατώι τον χειμώνα -που δεν ήταν και λίγος- έμεναν το άλογο, η φοράδα, το μουλάρι, το γαϊδουράκι, ό,τι ζωντανό είχε ο καθένας. Δεμένα στα παχνιά τους το καθένα ξεχωριστά, ζούσαν αρμονικά και ζεσταίναν με τις ανάσες τους τον πάνω όροφο.

Το καλοκαίρι ο κάτω όροφος άδειαζε από τους ενοίκους του. Τα ζωντανά δεν χρειάζονταν προστασία, μπορούσαν άνετα μετά τον κάματο της ημέρας να βόσκουν, να ξεκουράζονται και να κοιμούνται στα χωράφια.

Ο πατέρας δεν χώραγε στις δουλειές του σπιτιού. Εκεί δεν είχε θέση. Εκεί μάνα, γιαγιά και τα θηλυκά της οικογένειας είχαν το δικό τους βασίλειο.

Στον πάνω όροφο έμενε η οικογένεια που την αποτελούσαν παππούληδες, γιαγιάδες, γονείς, παιδιά, πολλά παιδιά, καμιά φορά ίσως και ντουζίνα.

 

«Μου άρεσε ο χειμώνας. Το καλοκαίρι σαν να ξενιτευόμαστε άλλος εδώ και άλλος εκεί.»

Όλοι το χειμώνα κινούνταν σ’ ένα χώρο, στο χειμωνιάτικο. Όλοι γύρω από το τζάκι. Εκεί το τραπέζι, εκεί τα κρεβάτια, η στρωματσάδα, το μαγείρεμα, τα αναχρικά*, το συγύρισμα.

Όλα εκεί. Πόσο νοσταλγώ αυτό το μάζεμα, αυτό το στρίμωγμα που για σημερινές συνθήκες φαίνεται αδιανόητο. Πόσο κοντά ήταν οι καρδιές μας, πόσο πολύ επικοινωνούσαμε έτσι μαζεμένοι πολύ κοντά ο ένας με τον άλλο. Μου άρεσε ο χειμώνας. Το καλοκαίρι σαν να ξενιτευόμαστε άλλος εδώ και άλλος εκεί. Σαν να έχανε το σπίτι τη συνοχή του. Σκορπίζαμε ζωντανά κι οι ανθρώποι.

Αυτή τη συνοχή την είχαμε κερδίσει ή την είχαμε κληρονομήσει, γιατί τα πράγματα ήταν πολύ τακτοποιημένα στο μυαλό όλων. Ο καθένας είχε το πόστο του, το ρόλο του, τις αρμοδιότητές του και ήταν ξεκάθαρο τί αντιστοιχούσε στον καθένα.

Ο παππούλης είχε τη θέση του στο παραγώνι. Μόνο τα παιδιά θα μπορούσαν να στριμωχτούν γύρω του, να καθίσουν τα μικρότερα στα γόνατά του να πυρώσουν τα χεράκια τους και να ακούσουν πάλι και πάλι τις ιστορίες του. Είχε να διηγηθεί γεγονότα από πολέμους που ο ίδιος έζησε, να θυμηθεί τόπους, χρονολογίες, πρόσωπα. Μιλούσε και για την Αμερική, τη μακρινή εκείνη χώρα που τη δούλεψε στα νιάτα του, αλλά ο πόλεμος και η αγάπη για τη γειτονοπούλα του τον έκαναν να ξαναγυρίσει πίσω για να ντυθεί στο χακί από τη μία και γαμπρός από την άλλη.

Σαν πολεμικός ανταποκριτής εξιστορούσε και τα εγγόνια με ορθάνοιχτα αυτιά και μάτια γέμιζαν με τις ιστορίες του τις χειμωνιάτικες νύχτες. Το καλοκαίρι χανόταν στα χωράφια, μπροστάρης στις εξωδουλειές. Η γιαγιά από την άλλη από τη στιγμή που γινόταν πεθερά περιόριζε συνήθως τη δράση της στις δουλείες του σπιτιού και στον κήπο. Για τα χωράφια ήταν οι άντρες , η νύφη, τα παιδιά. Φρόντιζε πάντα να περιμένει τους ξωμάχους με το καλομαγειρεμένο φαγητό της. Από τη σχέση παππούλη-γιαγιάς διδαχτήκαμε το σεβασμό, την αφοσίωση, την υποχώρηση, την αγάπη.

Η νύφη, η μάνα ήταν η ψυχή του σπιτιού, παντού πρώτη. Δύσκολος ο ρόλος της. Δουλεία, φροντίδα κι αγάπη. Πλάι-πλάι με τον άντρα- πατέρα στο χωράφι, στο αμπέλι, στο αλώνι στον τρύγο. Φροντίδα για όλο το σπίτι, τα παιδιά, τα πεθερικά, τους γονείς, τα ζωντανά. Και αγάπη, πολύ αγάπη για όλους και για όλα.

Ο πατέρας βέβαια αδιαμφισβήτητα η κορωνίδα της οικογένειας. Δεν νομίζω βέβαια πως διεκδικούσαν ρόλους και οφίκια*. Παλεύανε για την οικογένειά τους και προσφέρανε ο καθένας ό,τι μπορούσε για να τα βγάλει πέρα η φαμελιά. Δεν συνερίζονταν ο ένας τον άλλο και δεν διεκδικούσαν ρόλους που το συνήθειο του τόπου και της εποχής δεν επέτρεπαν. Αν εξαιρέσουμε το καφενείο που ήταν μόνο για τον πατέρα, η μάνα σε όλα τα άλλα ήταν δίπλα του. Ο πατέρας βέβαια δεν χώραγε στις δουλειές του σπιτιού. Εκεί δεν είχε θέση. Εκεί μάνα, γιαγιά και τα θηλυκά της οικογένειας είχαν το δικό τους βασίλειο. Επαναστάσεις για δικαιώματα και διεκδικήσεις νομίζω δεν υπήρχαν στα σπίτια μας.

Όλα τα έλυνε ο διάλογος, ο σεβασμός και οι γενικά παραδεκτές αξίες που περνούσαν από γενιά σε γενιά. Δύσκολα κάποιος ξέφευγε απ’ αυτές. Στήριζε ο ένας τον άλλο. Ομόνοια, συντροφικότητα, και κατανόηση βασίλευε στα σπίτια μας και έτσι τα φτωχοκαλυβάκια μας γίνονταν αλάτια δίπατα με μπαλκόνια, αυλές, βεράντες γεμάτα ανάσες και αγάπη.

 

*κιλέρια: χώρος αποθήκευσης

*καντινάτσο: διαγώνια μπάρα που στη μια πλευρά ακουμπούσε στον τοίχο στην άλλη στην πόρτα

* γεννήματα: το σιτάρι ή το κριθάρι, τα δημητριακά

* χαράρια: λεπτά οριζόντια ξύλα δεμένα μεταξύ τους με σχοινιά δημιουργούσαν μια μεγάλη κατασκευή μεταφοράς άχυρων

* ξελόντζα: αχυρώνας

* Φισκόπιτες: μεγάλα καρβέλια

* στέρνα: χώρος υγρός με σταθερή θερμοκρασία-σκοτεινός

* αναχρικά: οικιακά είδη

* oφίκια: είδος αξιώματος που απονέμει ο πατριάρχης σε ανθρώπους που (νομίζει ότι) έχουν προσφέρει στην εκκλησία

Από την εφημερίδα Τα Μαγούλιανα


Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.