Τα ταμπάκικα, η δερματεμπορία και η βυρσοδεψία στην Τρίπολη, 1900-1950 (pics)

Τα ταμπάκικα, η δερματεμπορία και η βυρσοδεψία στην Τρίπολη, 1900-1950 (pics)

Μάρτιος 07, 2017 - 09:01
3 σχόλια

Πρόκειται για ένα από τα πιο δύσκολα και κοπιαστικά επαγγέλματα. Αλλά συνάμα και για μια τέχνη, η οποία προέκυψε πολύ νωρίς στην ανθρώπινη εξέλιξη, από την ανάγκη να ντυθεί, να ποδεθεί και να προστατευτεί ο άνθρωπος. Τρόποι κατεργασίας των δερμάτων ήταν γνωστοί, όπως αναφέρουν διάφορες ιστορικές πηγές, ακόμη από το 2500 π.Χ., ενώ είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο τρόπος της κατεργασίας που χρησιμοποιούνταν τότε εξακολούθησε να χρησιμοποιείται και μέχρι πριν από 150 περίπου χρόνια, όταν η κατεργασία των δερμάτων πήρε πια καθαρά βιομηχανικό χαρακτήρα.

 
Η βυρσοδεψία είναι η επεξεργασία (δέψη) του δέρματος ενός ζώου. Η δέψη βασίζεται στην ιδιότητα του δέρματος να απορροφά τανίνη και άλλες δεψικές ύλες που σταματούν τη σήψη και το καθιστούν ένα από τα πιο ανθεκτικά και μακρόβια φυσικά υλικά. Απόδειξη, το γεγονός ότι η αρχαιολογική σκαπάνη φέρνει στο φως κομμάτια δέρματος σε εργαλεία, ενδύματα και υποδήματα σε όλον τον κόσμο.
Τα δέρματα κατά τη διαδικασία της δέψης χωρίζονται σε κατηγορίες. Τα χοντρά δέρματα (αγελάδες, βόδια) χρησιμοποιούνταν για τη σαγματοποιία, την ιπποσκευή, παπούτσια, αρβύλες και για τις βακέτες. Τα χοντρά (βουβάλια εισαγωγής) για ιμάντες στη βιομηχανία. Τα ημίχονδρα (μοσχάρια και μικρές αγελάδες) για στρατιωτικές στολές κ.ά. Τα λεπτά (πρόβατα, κατσίκια) γίνονταν ρούχα, φόδρες, πορτοφόλια, παντόφλες, γάντια κ.ά. Οι παραδοσιακές μέθοδοι της κατεργασίας είναι η φυτική κατεργασία με τανίνη, η δέψη με στύψη (που εφαρμόζεται και στη γουνοποιία) και η δέψη με φυτικά λίπη και έλαια, με την οποία παράγονται τα σαμουά. Στην Ελλάδα, τόπος κτηνοτροφικός, αναπτύχθηκαν όλα τα είδη της βυρσοδεψίας από την αρχαιότητα ήδη.
 
ΕΜΠΟΡΟΙ ΔΕΡΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΗ, 1920-1930
 
Η βυρσοδεψία και η δερματεμπορία είναι ένα επάγγελμα που ευδοκίμησε στην Τρίπολη και μάλιστα από την περίοδο της Β' Ενετοκρατίας(1615) και έπειτα. Την εποχή τη Επανάστασης υπήρχαν 20 με 25 βυρσοδεψεία. Ακμή γνώρισε την περίοδο 1850-1930. Η δερματεμπορία ήταν ένα επάγγελμα που απαντούσε σε όλη την Αρκαδία, τόπο κατεξοχήν κτηνοτροφικό. Από την εφημερίδα «Τεγέα» μαθαίνουμε ότι υπήρχαν τον 19ο αιώνα 10 βυρσοδεψεία και η παραγωγή τους ήταν 15.000 τεμάχια τον χρόνο. Οι δερματέμποροι έπαιρναν τα ακατέργαστα δέρματα που μάζευαν από τα χωριά και τα πουλούσαν στους βυρσοδέψες.
 
Οι ποιο γνωστοί δερματέμποροι ακατέργαστων δερμάτων την παλιά εποχή (αρχές 20ού) αιώνα ήταν Γιάννης Αγγελόπουλος, ο Χ. Μαλλίρης, ο Μάρκος Τουρνικιώτης, ο Δημήτρης Κωνσταντόπουλος, ο Δ. Κανάκης, ο Ν. Κάλας, ο Μ. Μαλλούχος, ο Ασημάκης Ασημακόπουλος από τα Λαγκάδια, ο Δ. Βουτσελάκος, ο Χρήστος Μπέτας που έκανε και εξαγωγή στην Ισπανία. Τη δεκαετία 1920-1930 βλέπουμε τους Α. και Κ. Αργειτάκη, Ι. Ασημακόπουλο, Στ. Κανάκη, Π. Καρακίτσο, Χ. Καραμήτσο, Ν. Ντελόπουλο, Αδ. Ι. Μουντζουρόπουλο, Δ. Πλέσσια, Π. Τουρνικιώτη. 
 
Τη δεκαετία του 1930 δραστηριοποιούνταν και οι Ι. Ασημακόγιαννης, Χ. Καραμήτος και ο Ι. Κωνσταντόπουλος. 
 
Έμποροι κατεργασμένων δερμάτων στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν οι Δημ. Πράπας, Γεώργιος Καραβασίλης, Θ. Καραβασίλης, Ν. Κοτήρος, Ν. Θεοδοσίου, Ν. Τζαβάρας, Κ. Κανάκης, Γ. Τζαβάρας, Ι. Κωστόπουλος, Ν. Παναγιωτόπουλος, υιοί Ν. Πετρόπουλου, ο Ν. Χριστόπουλος, Γ. Χρηστόπουλος, ο Μιχ. Μαλλούχος και οι γιοι του που ήταν και ταυτόχρονα δερματέμποροι και βυρσοδέψες.
 
Το 1920-1930 έμποροι κατεργασμένων δερμάτων ήταν οι Μαλλούχου Αφοί, Π. Καρακίτσος, Ν. Παναγιωτόπουλος, Ι. Πράπας, Δ. Πράπας, Α. Τόμπρος.
 
Τα βυρσοδεψεία έπαιρναν το δέρμα από τους δερματέμπορους, και το επεξεργάζονταν με διάφορες μεθόδους που απαιτούσαν οργανωμένα εργαστήρια και πολλά εργαλεία, ώστε το δέρμα να βγει στην παραγωγή στους σαμαρτζήδες, στους τσαρουχάδες, στους τσαγκαράδες.
 
 Εμείς οι ταμπάκηδες είχαμε προνόμιο στο νερό. Πρώτα θα παίρναμε εμείς από τη βρύση για τη δουλειά μας και ύστερα οι άλλοι για τα χωράφια τους
 
Η ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΕΡΜΑΤΟΣ
 
Η κατεργασία των δερμάτων γινόταν ως εξής: Πρώτα γινόταν το «μαλάκωμα». Τα ακατέργαστα δέρματα τα έπαιρναν και τα βουτούσαν σε μία μεγάλη γούρνα με νερό για λίγες μέρες για να φουσκώσουν.
 
Επόμενη φάση ήταν το σκίσιμο: ο βυρσοδέψης έσκιζε και άνοιγε το δέρμα, ώστε να το επεξεργαστεί. Στη συνέχεια γινόταν το «ξελέσιμα». Έπαιρναν το δέρμα, το έβαζαν στο καβαλέτο (όρθια καμπυλωτή σανίδα), το έδεναν και με το σίδερο ή γκιόρδα που ήταν λάμα με ξύλινες λαβές στις άκρες της, έξυνε το δέρμα ώστε να ξεχωρίσουν το δέρμα από το κρέας. Έπειτα το έπλεναν και επόμενο στάδιο ήταν η αποτρίχωση. Τα παλιά χρόνια άπλωναν τον ασβέστη πάνω στο δέρμα για λίγες μέρες ή στο Θειούχο νάτριο (στα νεότερα χρόνια). Τον ασβέστη τον άπλωναν με τον «ντεβερέ», μια τρίχινη βούρτσα και μετά το μαδούσαν με τα χέρια. Για να φύγει το λίπος, το ράντιζαν με ανθρακικό ασβέστιο ή οξείδιο του ψευδαργύρου.
 
Στη συνέχεια τα δέρματα τα  βουτούσαν στον ασβέστη για λίγες μέρες και στη συνέχεια γινόταν το ξύρισμα πάλι με το σίδερο. Τελειώνοντας το ξύρισμα γινόταν το πλύσιμο, βουτώντας σε γούρνες μεγάλες με το «σαμά»  σε σκόνη και τα έτριβαν για να φύγει ο ασβέστης. Το «σαμά» το μάζευαν τα παιδιά στις γειτονιές και το πουλούσαν στους ταμπάκηδες για χαρτζιλίκι.
 
Επόμενο στάδιο, η αδιαβροχοποίηση του δέρματος: Το βουτούσαν σε μια γούρνα με νερό και βελανίδι για λίγες μέρες ή τανίνη. Η τανίνη είναι μια ουσία που παράγεται από τη φλούδα μερικών δέντρων, όπως ακακία, βελανιδιά, καστανιά κ.ά. 
 
Στη συνέχεια τα έξυναν πάνω στο καβαλέτο για να φύγει το μείγμα και να τεντώσουν το δέρμα. Αυτό γίνεται δυο και τρεις φορές. Όταν τελείωναν, τα κρεμούσαν στα σχοινιά για να στεγνώσουν λίγες μέρες και έπειτα ερχόταν η ώρα του λαδώματος. Στη συνέχεια τα έβαζαν για να μαλακώσουν μέσα σε λίμπες με τανίνη. Μετά, με τον σκεφέ (λάμα κοφτερή) ο βυρσοδέψης έξυνε το εσωτερικό το δέρματος πάνω στο πάγκο και με την ντουναλέτα (μεγάλη χοντρή λάμα) το περνούσε πάνω στο πάγκο ώστε να ισιώσει. 
 
Ύστερα από όλη αυτή την κοπιαστική δουλειά, έρχεται η στιγμή του βαψίματος (με βιτριόλι σε μαύρο χρώμα στα ελαττωματικά δέρματα) και με φυτικές μπογιές στα καλά δέρματα. Έπειτα από το βάψιμο τα δέρματα τα άπλωναν πάνω στον πάγκο και έκαναν με το τεχάζι το γυάλισμα και με το παγασάκι ή σιδερένιο χτένι τις ραβδώσεις. Έτριβαν το δέρμα με φελλό και έπειτα το γυάλιζαν με τη χειροκίνητη «μάκενα». Παλιά το γυάλισμα γινόταν με ένα ξύλο, τη φέλπα, τυλιγμένο με βελούδο: το βουτούσαν μέσα σε καζεΐνη και περνούσαν το δέρμα μέχρι να γυαλίσει. Συστατικό της καζεΐνης ήταν το μοσχαρίσιο αίμα.  
 
ΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΒΥΡΣΟΔΕΨΩΝ
 
Τα εργαλεία των βυρσοδεψών ήταν οι πάγκοι όπου άπλωναν τα δέρματα, το καβαλέτο που πάνω έξυναν τα δέρματα, το διμάνικο όπου ξεχώριζαν το δέρμα από το κρέας, ο ντεβερές που ήταν βούρτσα όπου άπλωναν το ασβέστη στο δέρμα, οι λίμπες όπου έβαζαν τα δέρματα, ο σκεφές που ήταν λάμα με πίσω ξύλινη λαβή και με αυτό έξυναν το δέρμα, η ντουναλέτα που ήταν ένα ξύλο με μια λάμα στην άκρη που το χρησιμοποιούσαν για να σιδερώνουν το δέρμα.
 
ΤΑ ΤΑΜΠΑΚΙΚΑ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΗΣ
 
Η βυρσοδεψία στην Τρίπολη αναπτύχθηκε στη σημερινή πλατεία Κανέλλου Δεληγιάννη. Είναι γνωστό ότι τα όχι και τόσο παλιά χρόνια, η περιοχή λεγόταν «Ταμπάκικα». Ο ταμπάκης είναι ο βυρσοδέψης, εξ ου και η ονομασία. Βέβαια, όπως συνηθίζεται, πολλές οικογένειες απέκτησαν το επώνυμο «Ταμπάκη», ακριβώς επειδή ασχολούνταν με την επεξεργασία δερμάτων, ακόμα και πριν από την Τουρκοκρατία, ενώ υπήρχε από τα πρώτα κιόλας χρόνια οικογένεια Ταμπάκη που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή.
 
Τα Ταμπάκικα ήταν μια λαϊκή γειτονιά ανάμεσα στην πλατεία Αγίου Βασιλείου και Ταξιαρχών. Δύο πράγματα ήταν βασικά για την επιλογή του χώρου όπου θα στεγάζονταν τα εργαστήρια των βυρσοδεψών: το άφθονο νερό, απαραίτητο καθ' όλη τη διάρκεια της επεξεργασίας, και η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από την πόλη ή τον οικισμό, επειδή η δυσοσμία στα ταμπάκικα ήταν έντονη. Έτσι, δεν είναι τυχαίο που τα Ταμπάκικα στην Τρίπολη δημιουργήθηκαν εκεί: υπήρχε άφθονο νερό από τη Μάνα του Νερού και ήταν αρκετά μακριά από την πόλη.
 
Στην είσοδο της γειτονιάς ήταν μια μεγάλη μάντρα με απλωμένα τα δέρματα να στεγνώνουν. Στο κέντρο της πλατείας βρισκόταν μια στέρνα όπου έβαζαν τα δέρματα να φουσκώσουν (κολυμπούσαν εκεί και τα παιδιά της γειτονιάς), αργότερα την γκρέμισαν και έφτιαξαν μια σιδερένια βρύση.
 
Από το 1870 και έπειτα υπήρχαν τα εξής βυρσοδεψεία των Αφών Μαλλούχου με 15 εργάτες πίσω από την πλατεία Άρεως πίσω στη συνοικία Καλατζόπουλου όπου το εργαστήριο ήταν ατμοκίνητο, των Δ. Κατσιρούμπα και υιού του, ενώ δραστηριοποιούνταν και οι Αφοί Καλαποδά, Θ. Κωστόπουλος, Χ. Κωστόπουλος, Β. Προβατάκης, Βασίλης Δ. Προβατάκης, Αφοί Δημήτρη Τσεκούρα. 
 
Αρχές 20ού αιώνα υπήρχαν 10 βυρσοδεψεία, και τα μεγαλύτερα ήταν του Νικ. Παρασκευόπουλου με 5 εργάτες και ετήσια παραγωγή 10.000 οκάδες, του Δημήτρη Κυριακόπουλου ή Κωνσταντούρου, του Ν. Ζερβόπουλου με 6 εργάτες και ετήσια παραγωγή 4.000 οκάδες, του Κων. Βουνανιώτη, του Σταύρου Λυμπερόπουλου με 7 εργάτες και ετήσια παραγωγή 5.000 οκάδες, του Β. Κεραμιδά, του Δ. Καλαποδά, των Αφών Κυριακόπουλου με 5 εργάτες, Γ. Λουρόπουλου, Αφών Κ. Μαλλούχου με 15 εργάτες και ετήσια παραγωγή 40.000 οκάδες, του Σμυρλή, του Τσόπελα, του Χ. Μαλισόβα κ.ά. 
 
Τα κατεργασμένα δέρματα το έπαιρναν αργότερα οι δερματέμποροι και τα διακινούσαν σε όλη την Ελλάδα. Γνωστοί δερματέμποροι ήταν ο Καραβασίλης, ο Πράπας, ο Καρακίτσος, ο Παναγιωτόπολος κ.ά.
 
Υπήρχαν και οι δερματέμποροι ακατέργαστων δερμάτων που έπαιρνα τα δέρματα μετά τη σφαγή, τα αποθήκευαν με ναφθαλίνη ανάμεσα σε κάθε δέρμα σε αποθήκες και τα πουλούσαν στην Αθήνα.
 
Γνωστοί δερματέμποροι ακατέργαστων δερμάτων ήταν ο Ι. Ασημάκης, ο Μήτσος και ο Γιάννης Κωνσταντόπουλος, ο Ν. Μαργαρίτης κ.ά.
 
Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
 
Έπειτα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισε η παρακμή λόγω του κόστους παραγωγής και τα βυρσοδεψεία άρχισαν να κλείνουν το ένα μετά το άλλο. 
 
Την περίοδο 1920-37 απαντούν τα εργαστήρια των Κ. Αναστασόπουλου, Κ. Κυριακόπουλου, Δ. Κόκκοτα, Αφών Βουνανιώτη, του Ε. Γάβαρη, του Π. Γαλανάκη, του Ν. Ζερβόπουλου, Ε. Λυμπερόπουλου, Κ. Λυμπερόπουλου, του Α. Μαλλίρη, του Εμμ. Μαλλίρη, του Χ. Μαλλίρη και Μ. Καπέλου, Γ. Μελισόβα, Ν. Μουζακιώτη, Δ. Μπάντζακα, Ι. Μπάρλα, Μπουρούνη, Γ. Ντουρόπουλου, του Η. Σμυρλή, Γ. Τσόπελα, των Φρίγκα και Ζαρακοβίτη και του Π. Βυτόγιαννη.
 
Έπειτα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Τρίπολη και έως το 1960 υπήρχαν 10 βυρσοδεψεία όπως μαθαίνουμε και από τον Άρνολντ Μπόυερμαν. Ήταν οι  Αναστασόπουλος Παναγιώτης, Αφοί Βουνανιώτη, Βυτόγιαννης Δ. Π., Παντελής Γαλανάκης, Π. Καλαμαράς, Β. Κούσουλας, Παναγιώτης Κυριακόπουλος, Γεώργιος Μαυρούκας, Ι. Σμυρλής και Ιωάννης Χριστόπουλος.
 
ΤΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΒΥΡΣΟΔΕΨΩΝ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΗΣ
 
Οι Ταμπάκηδες είχαν ιδρύσει το Σωματείο Βυρσοδεψών Τριπόλεως το 1904. Το λάβαρό τους είχε έμβλημα τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και η σφραγίδα το Καβαλέτο και το Διμάνικο. Είχαν υπό τη προστασία τους από το 1908 το ξωκλήσι του Ιωάννη Θεολόγου του Ψιλονόμου στον δρόμο προς την Καλαμάτα απέναντι από τον Μαϊθανασάκο. Τη φροντίδα την είχε ο παλιός βυρσοδέψης, η οικογένεια Βουνανιώτη (πατέρας και οι γιοι του Θεόδωρος και Ευθύμιος). Εκτός από το ξωκκλήσι, βλέπουμε να έχουν κάνει και τρεις αφιερώσεις εικόνων η πρώτη το 1862 ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου στον ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, η δεύτερη το 1903 η Κατάθεση της Τίμιας Εσθήτος της Θεοτόκου στο ξωκκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής Κάρτσοβας και η τρίτη το 1915, την Κατάθεση της Τίμιας Εσθήτος της Θεοτόκου στης Ρίζες Τεγέας. Όλες οι εικόνες είχαν γραμμένα τα ονόματα τον βυρσοδεψών που υπήρχαν. Εκτός από την εορτή που έκαναν στο ξωκκλήσι, γιόρταζαν και στις 23 Σεπτεμβρίου με μεγάλο γλέντι στην πλατεία στα Ταμπάκικα.
 
Έπειτα από το 1960 το επάγγελμα έσβησε. Κάτι η ανάπτυξη της βιομηχανίας κάτι η χρήση του συνθετικού δέρματος αλλά και η χρήση του πλαστικού παντού (στα υποδήματα, κυρίως), το σκληρό επάγγελμα του ταμπάκη ή βυρσοδέψη έσβησε σιγά-σιγά, αφήνοντας μόνο μνήμες στους νεότερους. Παράλληλα, η παρακμή ήρθε και επειδή τα «βελανιδερά», δηλαδή τα προϊόντα που προέκυπταν από τη φυτική επεξεργασία του δέρματος, δεν είχαν πια ζήτηση. Μειώθηκε η χρήση των ζώων στις αγροτικές εργασίες, και έτσι δεν υπήρχε ανάγκη για τα είδη σαγής. Ακόμη, τα σαλοδέρματα ήταν τόσο ανθεκτικά, που δεν «βόλευαν» το σύγχρονο εμπόριο, που απαιτεί φθαρτά υλικά προκειμένου να υπάρχει ζήτηση. Τέλος, είναι σημαντικό το γεγονός ότι τα παιδιά των βυρσοδεψών, οι οποίοι ήταν κατά κύριο λόγο εύποροι, σπούδαζαν και δεν αναλάμβαναν την οικογενειακή επιχείρηση πια. Εξάλλου, για να γίνει κάποιος αφεντικό σε αυτή τη δουλειά, πρέπει να είναι από μικρός στο εργαστήριο και να αποκτήσει πείρα.
 
Έτσι, απέμειναν μόνο τα δερματοπωλεία που έφερναν δερμάτινα είδη. Το 1930 και έπειτα ήταν οι Γ. Καραβασίλης, Κ. Καρακίτσος, Καρακίτσος Παναγιώτης, Παναγιωτόπουλος και Καρακίτσος, Αφοί Μαλλίρη, Π. Νικολόπουλος, Παπούλιας και Σουχλέρης, Δ. Πράπας, Ι. Πράπας. Γνωστά ήταν Θεοδοσίου Αφοί, Κατσαρός Γεώργιος, Καραβασίλης Θεόδωρος, Κωνσταντόπουλος Δημήτριος, οι Πράπας-Χαραλάς και ο Τσελφές Γ.      
 
Έπειτα, το 1946 υπήρχαν οι Αγγελόπουλος Ι., Θ. Καραβασίλης, Καρακίτσος και Παναγιωτόπουλος, Π. Καρακίτσος, Κωνσταντόπουλος Δ., Αφοί Παναγόπουλοι, Ανδρ. Παπούλιας και Δ. Πράπας.
 
Τη δεκαετία του 1960-70, σήμανε το οριστικό τέλος των βυρσοδεψών της Τρίπολης, όπως και της Ζάτουνας. Σήμερα, στην Πελοπόννησο, υπάρχει ένα εργοστάσιο χονδρών δερμάτων στη Σπάρτη και ένα στην Καλαμάτα.
 
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πραγματική αλλαγή στην κατεργασία του δέρματος, ήρθε μαζί με τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, οι οποίοι, όπως λένε οι ίδιοι οι βυρσοδέψες, έφεραν νέες μεθόδους οι οποίες μέσα σε μία δεκαετία εξαπλώθηκαν παντού.
 
ΥΓ.: Έλαβα τις πληροφορίες από ανθρώπους που είχαν καταστήματα, πρόκειται για προφορικές μαρτυρίες. Προσπαθώ πάντα να περιλαμβάνω, αν και αναγνωρίζω ότι είναι κάπως κουραστικό στον αναγνώστη, όσα περισσότερα ονόματα συναντώ από κάθε επάγγελμα. Οποιαδήποτε παράλειψή μου, δεν είναι εσκεμμένη, δεν θα ήθελα να ξεχάσω κάποιον. Τα ονόματα που παραθέτω, απαντούν σε εμπορικούς καταλόγους της εποχής, ωστόσο αν άθελά μου έχω λησμονήσει κάποιον, ευχαρίστως δέχομαι διορθώσεις και παρατηρήσεις στο e-mail μου. Πληροφορίες άντλησα από το «Η προβιομηχανική βυρσοδεψία στην Ελλάδα», Κορνηλία Ζαρκιά, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Γενική Γραμματεία Περιφέρειας Πελοποννήσου, 1997 και από «Το Τετράδιο της Τριπολιτσάς» του Βασίλη Δ. Μαρούλα. Ακόμη,  από τους «Εμποροβιομηχανικούς Οδηγούς Ελλάδας», 1. Μακρίδου (1899), 2. Σπ. Κουσουλίνος (1904), 3. Ν.Γ. Ιγγλέση (1905-1906, 1908-1909, 1921-1922, 1934-1935), Εμπορικός Οδηγός Πελοποννήσου, 1933. Επίσης, πολλές πληροφορίες μου έδωσε ο αείμνηστος Ευθύμιος Βουνανιώτης, ένας από τους τελευταίους βυρσοδέψες τις περιοχής.
 
Χρήστος Η. Μήτσιας
 
Προδημοσίευση από το υπό έκδοση βιβλίο του για την Τρίπολη.

3 Σχόλια

Νομίζω είναι "δεψικές" και όχι "δεψιακές ύλες" (9η σειρά). Συγχαρητήρια για την ΠΟΛΥΤΙΜΗ δουλεια σας. Αξίζει πολλά κυριε Χ.Μ. !

Πολύ ωραίο το κείμενό σας. Έχω γράψει κι εγώ ένα ιστορικό-ερευνητικό βιβλίο για την Παραδοσιακή Βυρσοδεψία στην Άμφισσα, καθώς και ένα παραμύθι σχετικό που κυκλοφόρησαν πρόσφατα και διαπίστωσα πως το επάγγελμα είχε πολλές ομοιότητες με την περιοχή μας. Και πάλι συγχαρητήρια. Τέτοιες πληροφορίες αξίζει να μένουν στο χρόνο.

Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.