Τα 100 χρόνια της Παλιάς Αγοράς της Τρίπολης: Τα μαγαζιά, οι άνθρωποι, η καρδιά της πόλης μας (pics)

Τα 100 χρόνια της Παλιάς Αγοράς της Τρίπολης: Τα μαγαζιά, οι άνθρωποι, η καρδιά της πόλης μας (pics)

Μάρτιος 17, 2018 - 21:17
0 σχόλια

1866-1963

Η Παλιά Αγορά της Τριπολιτσάς ήταν από την Απελευθέρωση και έως πολύ πρόσφατα η καρδιά της πόλης μας. Οι γραμμές που ακολουθούν, αποτελούν μια νοσταλγική περιήγηση αλλά και μια όσο το δυνατόν πιο πλήρη καταγραφή των ανθρώπων, των επαγγελμάτων, της ζωής και του εμπορίου όπως είχαν αναπτυχθεί στο ιστορικό κέντρο.

Μετά την απελευθέρωση και έπειτα από τη μεγάλη πυρκαγιά το 1828, τα μαγαζιά, τα χασάπικα και τα ψαράδικα ήταν σκόρπια σε όλη την πόλη και οι συνθήκες υγιεινής που επικρατούσαν, δεν ήταν οι καλύτερες. Ακόμη, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, η αναρχία έπληττε κάθε τομέα της ζωής των πολιτών του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.

Έπειτα από την άλλη μεγάλη φωτιά το 1855 στην κεντρική πλατεία, όλοι οι έμποροι συγκεντρώθηκαν στα ερείπια του Τζαμιού της Ώρας στην πλατεία Πετρινού, απέναντι από το σημερινό Μαλλιαροπούλειο Θέατρο. Λίγοι έμειναν στην Πάνω Αγορά, στην πλατεία Βαλτετσίου, ή Λάκα, όπως λεγόταν παλιά, για εξυπηρετούν την επάνω μεριά της πόλης. Η πρώτη απόφαση για να γίνει η αγορά, ελήφθη το 1866. Την απόφαση έλαβαν ο δήμαρχος ο Αλ. Νικόπουλος και το τότε Δημοτικό Συμβούλιο, με σκοπό να δημιουργηθεί μια αγορά όπου να βρίσκονται συγκεντρωμένοι όλοι οι επαγγελματίες ώστε να μην στεγάζουν τα καταστήματά τους σε άθλιες παράγκες.

Πέρασε καιρός, διότι δεν υπήρχαν όλα τα χρήματα για να γίνει το έργο. Έτσι, ο δήμαρχος σκέφτηκε να ιδρύσει Ανώνυμη Μετοχική Εταιρεία. Οι μετοχές ήταν 600 και η ονομαστική αξία καθεμιάς ήταν 150 δραχμές. Με την πάροδο του χρόνου, το 1881, όταν δήμαρχος της Τρίπολης ήταν ο Γεώργιος Πετρόπουλος, αποφασίστηκε η ίδρυση της Νέας Αγοράς στη θέση των ερειπίων του Τζαμιού της Ώρας, όπου υπήρχαν παραπήγματα και παράγκες. Ο κόσμος δεν έφευγε για να γίνει το έργο. Έτσι, μέσα στη νύχτα και με πολλούς εργάτες, κατεδάφισαν τα ερείπια του τζαμιού και τα παραπήγματα και την άλλη μέρα ξεκίνησαν οι εργασίες κατασκευής. Ή Αγορά περικλείεται από τους δρόμους Μαντινείας (Κένεντι), Σπετσεροπούλου, Ανακτόρων (Κωνσταντίνου ΙΒ’) και Μαλλιαροπούλου.

Επρόκειτο για δύο πετρόκτιστα παραλληλόγραμμα κτίρια (20 μέτρα απόσταση μεταξύ τους στην πλατεία που σχηματιζόταν) με σκέπαστρο στις τέσσερις εισόδους-εξόδους σε σχήμα σταυρού, με καμάρες, μωσαϊκό και κεραμοσκεπή. Από ψηλά φαίνεται σαν ένα κτίριο σε σχήμα «Π» είναι το σχήμα που έχουν πολλές λαϊκές αγορές του 19ου αιώνα - αρχές 20ού αιώνα όπως των Χανίων, Τρικάλων κ.ά. Στο κέντρο υπήρχαν δύο ωραίες πετρόκτιστες βρύσες που εξυπηρετούσαν την αγορά (μέχρι τον Πόλεμο εκεί οι κρεοπώληδες έσφαζαν τα μικρά ζώα και οι ψαράδες καθάριζαν τα ψάρια και τα έπλεναν). Η πέτρα του τοίχου είχε 0,80 – 0,90 πάχος. Στην αγορά στο εσωτερικό περίβολο κοντά στις βρύσες (με ροή του νερού όλο το εικοσιτετράωρο) υπήρχαν μεγάλες κλειδάρες (χαλκάδες) επειδή μέχρι το 1936 έσφαζαν εκεί τα ζωντανά τους (μοσχάρια, αρνιά, κατσίκια). Ο κεντρικός δρόμος της αγοράς ήταν ασκέπαστος και το δάπεδο αποτελείτο από μεγάλες, χοντρές, μαύρες πλάκες. Η είσοδος ήταν από τη μεριά του Μαλλιαροπουλείου Θεάτρου, από την οδό Μαντινείας (Κένεντι), από τη μεριά των οδών Μαλλιαροπούλου και Σπετσεροπούλου. Το κτίριο είχε εμβαδόν 1.649 τετραγωνικά μέτρα. Η Παλιά Αγορά στέγαζε 35 μαγαζιά: μανάβικα ψαράδικα, κρεοπωλεία και άλλα εμπορικά.

Τα μαγαζιά στις εξωτερικές πλευρές ήταν τα ακόλουθα: 

Από την οδό Ανακτόρων (Κωνσταντίνου ΙΒ’) και Σπετσεροπούλου ήταν το κουρείο του Αντώνη Κόκοτα το οποίο συνέχισε ο υπάλληλός του Χρήστος Κωνσταντόπουλος, κολλητά ήταν το ηλεκτρολογείο των αφών Θεόδωρου, Χρήστου και Κώστα Διαμαντάτσικου, που όταν έφυγαν για την Αθήνα το πήραν οι υπάλληλοί τους, Δημήτριος Μαρινόπουλος και Γεώργιος Πετρόπουλος. Μετά, το μαγαζί αυτό αποτελούσε τη δυτική είσοδο της αγοράς, με μια μεγάλη καγκελένια πόρτα που το βράδυ την έκλειναν με αλυσίδα. Στο κέντρο της εισόδου πάνω στο πεζοδρόμιο ήταν το περίπτερο του Αθανασίου Καραλέκα. Έπειτα από την είσοδο ήταν το φαρμακείο του Μίμη Παπαθανασόπουλου όπου έπειτα από χρόνια το πήρε ο Γεώργιος Λουκάς και το έκανε υποδηματοποιείο. Κολλητά γωνία με την οδό Μαλλιαροπούλου ήταν το ψιλικατζίδικο του Αθανάσιου Νούτσου και του γαμπρού του, Αναστάσιου Πίττου (το μαγαζί αυτό έβγαινε και στην οδό Μαλλιαροπούλου). Κολλητά επί της οδού Μαλλιαροπούλου ήταν το υποδηματοποιείο των αφών Νικήτα και Αντώνη Βασιλείου. Έπειτα από λίγα χρόνια το πήρε ο Βασίλης Περδίου (Κόφτης) που είχε το μαγαζί στο μέσα μέρος της αγορά (ήταν μεσοτοιχία και γκρέμισε τον τοίχο) το έκανε καφενείο. Έπειτα έγινε το ραφείο του Θεοδόση Μπαζιωτόπουλου. Δίπλα ήταν το κρεοπωλείο του Μιχάλη Κοράκη (Λίζας) του Νικολάου και στο υπόγειο ήταν η ταβέρνα του Κωνσταντίνου Στέφου (Πρόσφυγας). Μετά τα μαγαζιά υπήρχε η νότια στοά από την οδό Μαλλιαροπούλου προς το μέσον της Αγοράς.

Έπειτα στη στοά ήταν τα δημοτικά ουρητήρια. Δίπλα ήταν το μαγαζί του Γιάννη Βαρβέρη (Χάρακας) και του γιου του Σάββα. Κολλητά ήταν το μανάβικο του Νότη Παπούλια. Αργότερα το πήρε ο Δημήτριος Κανάκης με τα παιδιά του Κωνσταντίνο και Παναγιώτη ώσπου το πήρε ο Νέστωρας Κανέλλος  που το έκανε ποδηλατάδικο.

Στη γωνία Μαλλιαροπούλου και Μαντινείας (Κένεντι) ήταν το μανάβικο του Γιάννη Θεοδοσόπουλου με συνέταιρο μετά από χρόνια τον Βασίλη Μπόζο. Δίπλα επί της οδού Μαντινείας ήταν το μανάβικο του Ευάγγελου Κλαρίτη (Μπιρίκος) μαζί με τον γιο του Ιωάννη, μάλιστα μέσα είχαν και πρατήριο που πωλούσαν πάγο με τον οποίον προμήθευαν όλα τα ιχθυοπωλεία της πόλης. Έπειτα ήταν το κρεοπωλείο του Δημητρίου Κοράκη του Νικολάου (έπειτα και για λίγα χρόνια έγινε ψητοπωλείο). Εδώ ήταν η ανατολική είσοδος της αγοράς. Ακολούθως, ήταν το κρεοπωλείο του Ευάγγελου Βάγια του Δημητρίου με τον αδελφό του Στεφανή που έπειτα από χρόνια το κράτησε ο γιος του Ευάγγελου, Δημήτρης. Κολλητά ήταν το αλλαντοποιείο του Φώτη Λαγούση. Το μαγαζί έπειτα από χρόνια άλλαξε χέρια και έγινε το λαδάδικο του Κωνσταντίνου Σιώνη. Υπήρχε και υπόγειο, όπου στεγαζόταν ο μπαλωματής υποδημάτων Στέλιος Τσιλίκας. Κολλητά το μαγαζί ήταν γωνία με την οδό Σπετσεροπούλου και το μαγαζί του Ναπολέοντα Καλογερόπουλου και του γιου του, Τάκη.

Επί της οδού Σπετσεροπούλου ήταν το φανοποιείο του Γιάννη Παπαχαραλάμπους που το δούλευε με τον γιο του Νικόλαο. Τα δύο επόμενα μαγαζιά πριν από τη βόρεια στοά ήταν το κρεοπωλείο και αλλαντοποιείο του Νικολάου Περδίου (Κουφός) που το είχε με τα παιδιά του, Βασίλη, Γιώργη και Μιχάλη.

Έπειτα ήταν η βόρεια στοά της Αγοράς. Επόμενη γωνία ήταν το κρεοπωλείο του Αθανάσιου Βάγια και του ξαδέρφου του Βαγγέλη Βάγια. Κολλητά ήταν το λαδάδικο του Κωνσταντίνου Καρύδη (Μπολοτάκος). Δίπλα ήταν το υποδηματοποιείο των Δημητρίου Γιαννακόπουλου, Στάθη Νικολόπουλου και Μιλτιάδη Παναγιωτόπουλου. Υπήρχε και υπόγειο, το μπαλωματάδικο υποδημάτων του Βασιλείου Σταματόπουλου.

Εδώ τελειώνουν τα μαγαζιά της εξωτερικών πλευρών της Παλιάς Αγοράς και ξεκινάμε την περιήγησή μας με τα μαγαζιά που ήταν στο εσωτερικό της αγοράς. Από τη οδό Μαντινείας μπαίνοντας από την ανατολική είσοδο στη δεξιά πλευρά στη γωνία, όπως είπαμε, ήταν το κρεοπωλείο του Ευάγγελου Βάγια και του αδερφού του Στεφανή. Πίσω από το μαγαζί αυτό η αγορά έκανε μια γωνία προς τα δεξιά, ένα «Γ». Πρώτο μαγαζί ήταν το ιχθυοπωλείο του Δημητρίου Κόντου (Μπαρδάκος). Κολλητά ήταν το κρεοπωλείο του Γιάννη Αρσενόπουλου (Καρακαντίλας) αλλά μετά από χρόνια έφυγε και έγινε γραφεία του Δήμου για να παρακολουθεί τα μαγαζιά για να πληρώνουν τον φόρο (για τα σφαγιασμένα ζώα που έφερναν). Το μαγαζί ύστερα από χρόνια άλλαξε χέρια και έγινε ιχθυοπωλείο των αφών Αθανασίου και Γεωργίου Καρούντζου.

Κολλητά ήταν το κρεοπωλείο των αφών Αθανάσιου και Γιάννη Τριάντου. Στη συνέχεια ήταν η βόρεια είσοδος της στοάς της αγοράς που έβγαινε στην οδό Σπετσεροπούλου. Στη επόμενη γωνία της στοάς ήταν το αλλαντοποιείο του Νικολάου Περδίου (Κουφός) με τους γιους του. Κολλητά ήταν το ιχθυοπωλείο των αφών Χρήστου, Γιώργη και Παναγιώτη Καραμήτου που αργότερα το κράτησε ο ανιψιός τους Γεώργιος Καλμούκης (δούλευε αρχικά ως υπάλληλος). Έπειτα, ήταν δύο μαγαζιά πριν από την έξοδο προς την οδό Κωνσταντίνου ΙΒ’: το κρεοπωλείο των αφών Πέτρου και Παναγιώτη του Δημητρίου Τσούκα. Το μαγαζί του πήρε για λίγο ο Μίμης Δελής και έπειτα το πήρε ο γιος του Πέτρου Τσούκα, Μίμης (Μίκας) μαζί με τον Παναγιώτη Γαβρίλο (Τσουφ).

Από πληροφορίες από τον αγαπητό Γεώργιο Καλμούκη, γνωρίζουμε ότι δίπλα από το μαγαζί βρισκόταν ένα υπόγειο που φιλοξενείτο ο εξόριστος Αργύρης Κοτέας (Αργυράκος). Μάλιστα μπροστά από το συγκεκριμένο μαγαζί υπήρχαν οι κλειδάρες που προείπαμε, όπου έδεναν τα ζώα μοσχάρια, αρνιά, γίδες και τα έσφαζαν. Έπειτα από το 1936 που φτιάχτηκαν τα σφαγεία απαγορεύτηκε να τα σφάζουν στην  Παλιά Αγορά.

Τα μαγαζιά στην εσωτερική πλατεία της αγοράς από την Οδό Μαντινείας (ανατολική είσοδος) στην αριστερή εσωτερική πλευρά ήταν: στη γωνία στην είσοδο, όπως είπαμε, το κρεοπωλείο του Δημητρίου Κοράκη το οποίο έγινε και ψητοπωλείο. Πίσω από το μαγαζί προς τα αριστερά κάνει «Γ» βρίσκονταν το κρεοπωλείο του Κωνσταντίνου Κοράκη (Καλόγερος) με τα παιδιά του Παναγιώτη, Διαμαντή και Νίκο. Κολλητά ήταν το ιχθυοπωλείο του Μανώλη Τσώλη (Μανωλάκας) και Ιωάννη Μαργαρίτη. Ήρθε αργότερα συνέταιρος ο Σταύρος Σαλαπάτας (Φασαρίας) μαζί με τον γιο του Μανώλη Τσιώλη, Ιωάννη, και αργότερα έγινε ιχθυοπωλείο με συνέταιρο τον Δημήτριο Κόντο (Μπαρδάκο). Κολλητά ήταν το κρεοπωλείο των Αφών Ηλία, Κώστα, Πάνου και Χρήστου Αλαφογιάννη του Ανδρέα ή Σκούρου. Το μαγαζί το πήρε έπειτα ο Λάμπης Κωτσιόπουλου (Λαμπίτσας) με τον Μίμη Τσούκα (Μίκα). Έπειτα ήταν η νότια (είσοδος) στοά που έβγαινε στην οδό Μαλλιαροπούλου. Επόμενη γωνία της στοάς ήταν το κρεοπωλείο του Ηλία Κωτσιόπουλου με τα παιδιά του Λάμπη (Λαμπίτσας), Αποστόλη, Γιώργη (Ρουσά). Έπειτα ήταν το ιχθυοπωλείο του Νότη Παρασκευόπουλου (Μπέλα) με τα παιδιά του Αντώνη, Νίκο και Παρασκευά. Ο Αντώνης πήρε για λίγο συνέταιρο τον Δήμο Παπαδόπουλο, αλλά αυτός ύστερα από λίγα χρόνια έφυγε και άνοιξε στην Πάνω Αγορά ιχθυοπωλείο και ο Αντώνης πήρε συνέταιρο τον Χαράλαμπο Παράσχο έως ότου ήρθε ο αδερφός του Νίκος και έφυγε ο Χαράλαμπος Παράσχος. Επόμενο μαγαζί ήταν το κρεοπωλείο του Βασίλη Περδίου (Κόφτης) που, όπως είπαμε, αργότερα είχε γκρεμίσει τη μεσοτοιχία του μαγαζιού του με το εξωτερικό και το έκανε καφενείο. Ύστερα από λίγα χρόνια το πήρε ο Χαράλαμπος Παράσχος και το έκανε ιχθυοπωλείο. Λίγο πριν από την έξοδο προς την οδό Ανακτόρων και το Μαλλιαροπούλειο πωλούσε πάγο ο Βαγγέλης Γκουντάνης  και αργότερα εκεί ήταν τα βαρέλια των Γεωργίου Βυτόγιαννη και Βασιλείου Μπατζιάκα που ασβέστωναν τα πεζοδρόμια της Αγοράς και της πόλης δύο φορές την εβδομάδα. Εδώ τελείωσαν τα μαγαζιά της εσωτερική μεριάς της αγοράς.

Το κτίριο λειτούργησε ως το 1963. Το Δημοτικό Συμβούλιο (δήμαρχος Τάσος Σεχιώτης) πήρε την απόφαση να το κατεδαφίσει και να καθαρίσει τον χώρο και μετέφερε τους κρεοπώλες και τους ιχθυοπώλες στη Νέα Αγορά πίσω από το Δημαρχείο. Η Νέα Αγορά στεγάστηκε σε ένα μέρος από το Χάνι του Χριστόπουλου ή Γκιντώνη, στις παλιές φυλακές και δίπλα υπήρχε μια μικρή εκκλησία του Αγίου Ελευθερίου που είχαν κατασκευάσει οι φυλακισμένοι. Εκεί στεγάστηκαν οι κρεοπώλες και οι ιχθυοπώλες που μετακόμισαν όταν γκρεμίστηκε η Παλιά Αγορά. Τα πρώτα χρόνια η αγορά λειτούργησε κανονικά και υπήρχε πολλή κίνηση, αλλά μετά από χρόνια που επιτράπηκε να ανοίγουν κρεοπωλεία όπου ήθελε ο καθένας τότε άρχισε να εξασθενεί η κίνηση.

Το άρθρο αυτό το αφιερώνω στη μνήμη του Γεωργίου Καλμούκη από τον οποίον είχα πάρει και τις πληροφορίες για τα μαγαζιά της Παλιάς Αγοράς. Ο αείμνηστος Γιώργος Καλμούκης ήταν από τους παλιούς ιχθυοπώλες της αγοράς, μαζί με τους θείους του Χρήστο Παναγιώτη και Γεώργιο Καραμήτο. 

Οι φωτογραφίες είναι ευγενική προσφορά των Δημητρίου Λουκά, Γεωργίου Μπίρη, του Γεωργίου Καλμούκη, του Νικολάου Κοττή και του Νικολάου Τσούκα. Φωτογραφικό υλικό πήρα και από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους στην Τρίπολη.

Χρήστος Η. Μήτσιας

Το παρόν άρθρο, είναι προδημοσίευση από το υπό έκδοση βιβλίο του Χρήστου Μήτσια για την παλιά Τρίπολη. Για να επικοινωνήσετε με τον κ. Μήτσια στείλτε του email στο xristoshmitsias@hotmail.com


Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.