«Σώσε μας, Άγιε Σπυρίδωνα, που είμαστε μικροφαμελίτες»

«Σώσε μας, Άγιε Σπυρίδωνα, που είμαστε μικροφαμελίτες»

Οκτώβριος 27, 2016 - 19:48
0 σχόλια

Από τις μαύρες σελίδες του πολέμου

28 Οκτώβρη 1940 κηρύχτηκε ο πόλεμος στην Ελλάδα, που να μην έρθει ποτέ ξανά τέτοια μέρα. Στο χωριό χτύπαγαν οι καμπάνες, μανάδες κλαίγαν για παιδιά, γυναίκες για τους άνδρες.

Ακολούθησε η επιστράτευση των ανδρών, επιστρατεύτηκε ο πατέρας μου. Στο σπίτι μας το κλίμα πολύ βαρύ, κλάματα η μάνα μου με τη γιαγιά, που την προηγούμενη χρονιά έχασε το παιδί της τον Οδυσσέα 23 χρονών από περιτονίτιδα, αδελφό του πατέρα μου. Θυμάμαι που ήλθε ο αδελφός της μάνας μου ο δάσκαλος Δήμος Βλάσης για παρηγοριά.

Ο πατέρας μου έφυγε από το χωριό με άλλους επιστρατευμένους το Λια τον Ηλιόπουλο, τον Παναγιώτη Λυμπερίου (Χειμωνάκια), το Θοδωρή Μελούδη, το Βασίλη Αθανασόπουλο. Πέρναγαν οι άνδρες, θυμάμαι , στου Κοτοπούλη για να φύγουν και τραγουδούσαν: «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, δεν τη σκιάζει φοβέρα καμιά, μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά…».

Έγινε επίταξη και των μουλαριών και έμεινε το χωριό άσπορο, γιατί τα πήρανε πριν σπείρουμε. Τα μαζέψανε στην αρχή στου Τσίγκου τον κήπο. Εμείς είχαμε ένα μουλάρι άλφα, στα νιάτα του, τον Κίτσο, και μας τον πήρανε. Έκλαιγα και μου έδινε η μάνα μου καλαμιές να τον ταΐσω, πριν τον πάρουνε από του Τσίγκου. Ο πατέρας μου ξεκρέμασε από πάνω του τα χαντρολέμια και τις κουδουνίστρες του και μου τις έδωσε, τα έχω ακόμα φυλαγμένα στο υπόγειό μας. Δεν ξαναγύρισε το μουλάρι μας. Χάθηκε στα χιόνια της Αλβανίας.

Από τους πρώτους που σκοτώθηκε στην Α΄ γραμμή του πολέμου ήταν και ο πρώτος ξάδελφος του πατέρα μου , ο Παναγιώτης Γκουμένης του Νικολάου. Πριν φύγει μας αποχαιρέτησε στο μαγαζί του Γρηγόρη του Κοντογιάννη και μου αγόρασε ζαχαρωτά κόκκινα και κίτρινα. Έπεσε στο ύψωμα 1700, 23 χρονών παιδί, στο Ιβάν.

Ο πατέρας μου διηγιόταν φοβερές σκηνές, πείνα - δίψα -κακουχίες- κρυοπαγήματα, δεν έχετε δει πόλεμο μας έλεγε, αλλού χέρια  αλλού πόδια. Να πίνεις νερό στις πατημασιές του αλόγου που έλιωνε. Τι να σας πω: «σημεία και τέρατα».

Στη Χιμάρα, όταν τους χτυπήσανε οι Ιταλοί, γινότανε χαμός, πέφτανε όλμοι και πολλοί τραυματίζονταν και σκοτώνονταν. Ο πατέρας μου με μερικούς συγχωριανούς του μέσα στο χαλασμό είδε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι. Σε έναν τοίχο του, που στεκόταν όρθιος, κρεμόταν ένα εικόνισμα του Αγίου Σπυρίδωνα. Προέτρεψε και τους άλλους και πήγανε και φωλιάσανε από κάτω , κάνοντας έκκληση στον Άγιο Σπυρίδωνα : «Σώσε μας Άγιε Σπυρίδωνα που είμαστε μικροφαμελίτες». Μαζί τους ήταν και ένας τραυματίας ο Γιάννης Καλτσάρης, που αργότερα του κόψανε το πόδι.  Εκεί γλίτωσαν και δε σκοτώθηκαν, τους βοήθησε ο Άγιος. Μόλις κόπασε το πυρ ανέβηκαν σε μια πλαγιά να ξενυχτήσουν, που τους φάνηκε ότι είχε πέτρες. Το πρωί αντίκρισαν τα κεφάλια των σκοτωμένων.

Όταν έσπασε το μέτωπο, ο πατέρας μου πήρε το δρόμο της επιστροφής. Δώδεκα η ώρα μια νύχτα χτύπησε το παράθυρο μας κατά της Δέσπως : « μάνα, μάνα» ακούστηκε, άνοιξε η γιαγιά και έπεσε στην αγκαλιά της.  « Μανούλα μου ήρθα ζωντανός , περπατώ 26 μέρες, να βγάλω τα άρβυλα». Είχε έλθει με το Λια τον Ηλιόπουλο.

Θυμάμαι φορούσε μάλλινες γκέτες και, μόλις τις έβγαλε με δυσκολία, το κρέας είχε κολλήσει πάνω τους και βγήκανε και πέτσες μαζί. Η γιαγιά και η μάνα μου φέρανε μια τέσα κρασί και βάλανε τα πόδια του να επανέλθουν. Τώρα κλαίγανε πάλι – κλαίγανε όμως από χαρά, που γύρισε ο άνθρωπός τους ζωντανός.

Στην Κατοχή που ακολούθησε από τους Γερμανούς και Ιταλούς η πείνα πήγε σύννεφο. Έφαγε ο κόσμος καρπούζια(κότσαλα αραποσιτιού), γκόρτσα, βελάνι. Εμείς δεν ήμασταν πολυμελής οικογένεια, είχαμε γέννημα στο κασόνι και λάδι και δίναμε και σε άλλους, στο δάσκαλο το Βλάση, στους Λυμπεραίους, στους Μανδραίους, στους Βοκοναίους….

Γύριζαν οι άνθρωποι ξυπόλυτοι. Ο πατέρας μου είχε κάτι αμερικάνικες λουρίδες παντελονιών - τις είχε στείλει ο πατέρας του ο Ηλίας από την ξενιτειά- και τις πήγε στο Γιάννη το Μποτσάνη και του έφτιαξε τσόκαρα από ξύλο πλατανιού. Έδωσε λουρίδες και σε άλλους στη γειτονιά και έκαναν το ίδιο. Η μάνα μου έχασε και την προίκα της 80.000  χρυσά λεφτά στην κατοχή.

Πολλά είδαν τα μάτια μου ( τα μάτια ενός μικρού παιδιού):πείνα – φρίκη- ξυπολησιά- κλάματα- ψείρες – Γερμανούς– εμφύλιο- αντάρτικο κεφάλι κομμένο,  στενοχωριέμαι να τα θυμάμαι και εύχομαι να μην περάσει η Ελλάδα ποτέ τέτοιες μέρες.

Ο πατέρας μου όλα τα χρόνια φύλαγε την ημέρα του Αγιο -Σπυρίδωνα, πήγαινε στην Εκκλησία, άναβε το κεράκι του και ό,τι και να γινότανε δεν πήγαινε σε δουλειά, γιατί από αυτόν γλίτωσε , έλεγε.

Αφήγηση της Αικατερίνης  Ευαγ. Κοπίτα  στην   Αγγελική Κατσαφάνα-Μπρούσαλη

Από την εφημερίδα: «Η Φωνή της Βλαχοκερασιάς»


Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.