Ο Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Επισκοπή Τεγέας

Ο Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Επισκοπή Τεγέας

Αύγουστος 13, 2016 - 09:28
0 σχόλια

Ο Ναός της Επισκοπής βρίσκεται σε έναν από τους σπουδαιότερους αρχαιολογικούς χώρους όλης της Ελλάδας. Η ανθρώπινη παρουσία ήταν αδιάλειπτη, οπότε υπάρχουν ευρήματα αρχαϊκά, ελληνιστικά, ρωμαϊκά και βυζαντινά. Σώζονται επίσης υπολείμματα μεσαιωνικού κάστρου. Η Τεγέα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Αρκαδίας, κοντά στα χωριά Στάδιο και Αλέα

Βρίσκεται σε θέση-«κλειδί» για τον έλεγχο των δρόμων που συνέδεαν τη Λακωνία με το Άργος και την Κόρινθο από τη μια και την ορεινή Αρκαδία από την άλλη.

Η συχνή μνεία της πόλης της Τεγέας από τον Παυσανία, οι αναφορές στις επιγραφές, στο πλήθος των αξιόλογων μνημείων και των άλλων λαμπρών οικοδομημάτων, αποδεικνύουν τη σημαντική της θέση μεταξύ των πόλεων της Πελοποννήσου, τόσο ως προς τον πλούτο, όσο και ως προς τον πληθυσμό των κατοίκων.

Ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως μεταξύ άλλων τμήματα στοών της Αγοράς, κτίσματα ρωμαϊκών χρόνων, αλλά και μία μεγάλη τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική (Θύρσου), τμήμα λουτρικού συγκροτήματος, χώρους κοσμημένους με ψηφιδωτά δάπεδα και μικρό μεσοβυζαντινό ναό.

Σύμφωνα με τον Παυσανία, την Τεγέα την έκτισε ο βασιλιάς Αλέος. Η ονομασία της ετυμολογικά έχει σχέση με το τέγος (στέγη), είναι δηλαδή πόλη στεγασμένη, περιφραγμένη. Κατοικείται συνεχώς από τη νεολιθική εποχή, με περίοδο μεγάλης ακμής της τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ.

Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς μετονομάστηκε η Τεγέα σε Αμύκλιον-Νύκλι. Το 530 η περιοχή αναφέρεται ακόμα ως Τεγέα στον συνταχθέντα Συνέκδημο του γραμματικού Ιεροκλέους, ο οποίος περιλαμβάνει  τις υφιστάμενες  επαρχίες της βυζαντινής αυτοκρατορίας στις αρχές της βασιλείας του Ιουστινιανού και η γεωγραφική θέση της τοποθετείται μεταξύ του Άργους και της Λακεδαίμονος. Ο Συνέκδημος του Ιεροκλέους μας παρέχει την πληρέστερη εικόνα της κατάστασης της Πελοποννήσου την περίοδο του 5ου και 6ου αιώνα.

Πρώτη γραπτή μαρτυρία για τον οχυρωμένο οικισμό Ενίκλιον συναντάται σε αγιολογικό κείμενο του 10ου αιώνα. Για την προέλευση του ονόματος «Νύκλι» υπάρχουν πολλές εκδοχές. Ο Α. Χατζής υποστηρίζει ότι προέρχεται από το οικογενειακό όνομα «Νίκλης» και μάλιστα ισχυρίζεται ότι πρέπει να αναγράφεται «Νίκλι». Ο Γ. Καψάλης θεωρεί ότι προέρχεται από τις επιδράσεις του εκκλησιαστικού Αμυκλίου, δηλαδή της αρχαίας Αμύκλας, νοτίως της Σπάρτης, κοντά στο χωριό Σκλαβοχώρι. Για το πώς συντελέστηκε η μετάβαση του ονόματος της Τεγέας σε Αμυκλές υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Όπως λ.χ. ότι τη μετονόμασαν μεταναστεύσαντες κάτοικοι που έδωσαν το όνομα της παλαιάς  τους πατρίδας ή ότι μπορεί να αποτελεί λαϊκό υπόλειμμα της λόγιας λέξης «Αμύκλαι». Υπάρχει και η εκδοχή ότι όταν στάλθηκε στην επισκοπή της Τεγέας ο επίσκοπος Αμυκλών, θέλησε να κρατήσει το όνομα της παλαιάς έδρας του. Το όνομα έλαβε διαδοχικά την ακόλουθη μορφή: Αμύκλιον –Αμύκλι –Μύκλιν –Νύκλιν –Νύκλι. Η δημώδης γλώσσα αφαίρεσε το «α»  και την τελευταία συλλαβή -ον  και μετάβαλε το «μ»  σε «ν».

Ο βυζαντινός ναός της Παλαιάς Επισκοπής, ο οποίος αποτελούσε τον επισκοπικό ναό της Τεγέας, όπως μαρτυρεί και η ονομασία του, κτίστηκε σε απόσταση 140 μέτρων από την αρχαία Αγορά και πάνω στο αρχαίο θέατρο της Τεγέας, το οποίο ανεγέρθηκε επί Τίτου Λίβιου, μετά τη γενναιόδωρη χορηγία του Σύρου βασιλιά Αντιόχου Δ΄ του Επιφανούς (146-330). Για την κατασκευή του ναού χρησιμοποιήθηκε αρκετό υλικό τόσο από το θέατρο, όσο και από τις γειτονικές παλαιοχριστιανικές εκκλησίες και το μεσαιωνικό τείχος.

Υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για τη χρονολόγηση του ναού. Ο Γ. Σωτηρίου τον τοποθετεί χρονολογικά στα τέλη του 11ου ή στις αρχές του 12ου αιώνα, ενώ ο Α. Ορλάνδος, βασιζόμενος σε παρατηρήσεις του σε λεπτομέρειες της δόμησης, τον τοποθετεί στα μέσα του 10ου αιώνα. Άλλοι μελετητές ανάγουν την χρονολόγησή του στον όψιμο 12ο αιώνα.

Πρόκειται για ένα μνημείο, στο οποίο συνυπάρχουν με τρόπο μοναδικό τρεις φάσεις του ελληνικού πολιτισμού· η αρχαία, η βυζαντινή και η σύγχρονη.

Ο ναός ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του πεντάτρουλου σταυροειδούς εγγεγραμμένου. Οι εξωτερικές διαστάσεις του ναού είναι 14,20μ. × 19,20 μ. Εσωτερικά ο ναός διαιρείται στο νάρθηκα, ο οποίος έχει διαστάσεις 12,25μ. × 2,95 μ. και στον κυρίως ναό, διαστάσεων 12,25 × 13,55 μ. Ο ναός απολήγει στα ανατολικά σε τρεις ημικυκλικές αψίδες, εκ των οποίων η μεσαία είναι η μεγαλύτερη. Στο δυτικό σκέλος του σταυρού τα στηρίγματα του τρούλλου είναι επιμήκεις τοιχοπεσσοί χωρίς ανοίγματα επικοινωνίας της δυτικής κεραίας με τα δυτικά γωνιαία διαμερίσματα. Μόνο ψηλότερα διαμορφώνονται δύο τοξωτά ανοίγματα. Εσωτερικά, το Ιερό Βήμα είναι υπερυψωμένο κατά 32 εκ. και διαχωρίζεται από τον κυρίως ναό με μαρμάρινο τέμπλο. Ο κεντρικός τρούλος, διαμέτρου 5,65 μ. και ύψους 15,11 μ., βρίσκεται στη διασταύρωση των σκελών του σταυρού, ενώ οι άλλοι τέσσερις μικρότεροι τρούλοι, που τον περιστοιχίζουν, υψώνονται στις τέσσερις γωνίες του μνημείου πάνω σε κυλινδρικά τύμπανα.

Ο νάρθηκας επικοινωνεί με τον κυρίως ναό μέσω ενός κεντρικού τοξωτού ανοίγματος και δύο αντίστοιχων μικρότερων πλαϊνών θυρών.

Διακρίνονται δύο διαφορετικά συστήματα κατασκευής στη σωζόμενη παλαιά τοιχοδομία του ναού: α) στις αψίδες του ιερού και β) στις πλάγιες πλευρές του ναού και των τρουλίσκων τους.

Οι αψίδες του ιερού έχουν κατασκευαστεί από μικρού μεγέθους ακανόνιστους και ελαφρά επεξεργασμένους λίθους, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται οριζόντια τοποθετημένα τεμάχια πλίνθων. Τα υλικά συνδέονται μεταξύ τους με ασβεστοκονίαμα. Στην κυλινδρική επιφάνεια των αψίδων οι λίθοι και οι πλίνθοι είναι τοποθετημένοι σε επάλληλες οριζόντιες στρώσεις, οι οποίες χωρίζονται στο μεν κάτω ήμισυ του ύψους της αψίδας από οριζόντιες διάτονες οπτοπλίνθους, οι οποίες δεν εξέχουν από την επιφάνεια. Στο άνω ήμισυ οι στρώσεις αποτελούνται είτε από εξέχουσες πλίνθους είτε από οδοντωτές ταινίες.

Διαφορετική είναι η τοιχοποιία των μακρών πλευρών και της δυτικής όψης του ναού. Εδώ, έχουν χρησιμοποιηθεί μεγάλων διαστάσεων λίθοι, μαρμάρινα μέλη και ενεπίγραφα γλυπτά και ανάγλυφα (πάνω από το γείσο) μεταξύ των οποίων μεσολαβούν οριζόντιες σειρές πλίνθων. Η τοιχοποιία του τυμπάνου της νότιας κεραίας αποτελείται από ακανόνιστα μαρμάρινα τεμάχια, τοποθετημένα σε οριζόντιες -περίπου ισοϋψείς- σειρές, οι οποίες χωρίζονται άλλοτε με οριζόντιες σειρές πλίνθων που δεν εξέχουν και άλλοτε από οδοντωτή ταινία, η οποία εξέχει. Στις βαθύνσεις, αν όχι σε όλες, τουλάχιστον στην κατώτατη και ανώτατη, υπήρχαν λίθινες αβακωτές ζωφόροι, όπως στην αψίδα του ιερού.

ΠΑΛΑΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗ (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΤΣΙΛΕΡ)

Η παλαιότερη σχεδιαστική απεικόνιση του ναού της Παλαιάς Επισκοπής μετά την ανακατασκευή της σώζεται στο Αρχείο Λαμπάκη.

Από τον αρχικό ναό διατηρείται η τοιχοποιία μέχρι το ύψος της γένεσης των ημικυλινδρικών θόλων (καμαρών), οι τέσσερις τρουλίσκοι και τμήμα της αετωματικής απόληξης του τυμπάνου της νότιας κεραίας. Αντίθετα, η θολοδομία και τα ανώτερα τμήματα της τοιχοποιίας φαίνεται πως ανακατασκευάστηκαν κατά την αναστήλωση του Τσίλερ.

Η τοιχοποιία του κεντρικού τρούλου αποτελείται από λίθους και πλίνθους ίδιου μεγέθους και σε όμοια πλινθοπερίκλειστη διάταξη με την τοιχοποιία των νεωτερικών τριγωνικών αετωμάτων της δυτικής, βόρειας και εν μέρει της νότιας κεραίας του σταυρού. Ο κεντρικός τρούλος διατρυπάται από δώδεκα μονόλοβα ανοίγματα, των οποίων τα τόξα διαμορφώνονται από πλίνθους, πιο επιμήκεις σε σχέση με αυτές των υπολοίπων παραθύρων του μνημείου. Οδοντωτή ταινία περιβάλλει τα παραπάνω τόξα, περιτρέχοντας τον κυλινδρικό τρούλο, λίγο πιο πάνω από το μέσο του συνολικού  ύψους των ανοιγμάτων. Η βάση του τρούλου είναι οκταγωνική, ενώ η λιθοδομή της ακολουθεί το ίδιο ισόδομο και πλινθοπερίκλειστο σύστημα, το οποίο είχε εφαρμόσει ο Τσίλερ σε όλες τις συμπληρώσεις των τριγωνικών αετωμάτων και του κεντρικού τρούλου του μνημείου το 1888.

Η στέγη του ναού έχει μια ασυνήθιστη ποικιλία ως προς τα υλικά επικάλυψης. Άλλα τμήματα επικαλύπτονται με συνήθη κεραμίδια βυζαντινού τύπου, άλλα τμήματα με πλάκες και κεραμίδια εφυαλωμένα, και άλλα με φύλλα μολύβδου.

 
ΓΛΥΠΤΙΚΗ

Στη δυτική πλευρά του ναού, αριστερά της θύρας εισόδου, έχει εντοιχιστεί παλαιοχριστιανικό επίθημα, το οποίο φέρει διακόσμηση σταυρού, από τη δεξιά και αριστερή κεραία του οποίου εκφύονται άνω και κάτω φυλλώματα. Επίσης, δεξιά της θύρας είναι εντοιχισμένο αποκεκρουσμένο μέλος ίδιας τεχνοτροπίας, καθώς και ψηλότερα θραύσμα, το οποίο στο σωζόμενο τμήμα του παρουσιάζει ομοιότητα με τα άλλα δύο επιθήματα.

Εκατέρωθεν της θύρας εισόδου, καθώς και στα ανώτερα μέρη και τα αετώματα των μακρών πλευρών, έχουν εντοιχιστεί μαρμάρινοι κοσμήτες και άλλα ενεπίγραφα γλυπτά, τα οποία προέρχονται από παλαιότερα μνημεία της περιοχής της Τεγέας.

 
ΓΡΑΠΤΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ

Ο ναός της Παλαιάς Επισκοπής ήταν διακοσμημένος με τοιχογραφίες, άγνωστο ποιας εποχής, αλλά κατά τις εργασίες επισκευής του χάθηκαν και τα τελευταία ίχνη τα οποία υπήρχαν έως το 1884, σύμφωνα με τον Ν. Μωραΐτη.

Η σωζόμενη αγιογράφηση είναι έργο του Αγήνορα Αστεριάδη κατά τα έτη 1936-1939. Η επιφάνεια χαμηλά μέχρι το ύψος των δύο μέτρων καλύπτεται με κυανό ελαιόχρωμα. Οι τοιχογραφίες του νάρθηκα αναπτύσσονται σε δύο ζώνες και περιλαμβάνουν σκηνές από το βίο της Παναγίας και από τον κύκλο των Παθών, καθώς και φυτικά κοσμήματα. Στον υπόλοιπο ναό ο διάκοσμος αναπτύσσεται στο μεγαλύτερο μέρος του σε τρεις ζώνες. Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του ιερού παριστάνεται η Πλατυτέρα. Στις κατώτερες ζώνες εικονίζονται η Θεία Λειτουργία και συλλειτουργούντες ιεράρχες. Στην κόγχη της πρόθεσης απεικονίζεται η Αποκαθήλωση και στο διακονικό άγιος που ευλογεί. Στον τρούλο παριστάνεται ο Παντοκράτορας στο κέντρο και περιβάλλεται από ζώνη με στηθαίες μορφές αρχαγγέλων και της Παναγίας σε μετάλλια. Στο τύμπανο του τρούλου εικονίζονται εξαπτέρυγα και ολόσωμοι προφήτες. Στον υπόλοιπο ναό αναπτύσσονται σκηνές από το βίο του Χριστού στην ανώτερη ζώνη και μορφές αγίων στις κατώτερες.

Οι τοιχογραφίες αυτές ανήκουν στη σχολή της νεοελληνικής τέχνης που άνθισε την εποχή του Μεσοπολέμου και αποτελεί μια προσπάθεια επιστροφής στα κλασικιστικά πρότυπα.

ΚΕΙΜΗΛΙΑ

Από τα πρακτικά του Δ.Σ. του Τεγεατικού Συνδέσμου στις 29 Ιανουαρίου 1895 πληροφορούμαστε ότι ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Γεράσιμος δωρίζει στο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου της Παλαιάς Επισκοπής Τεγέας «…χρυσοκέντητο και χρυσοΰφαντο επιτάφιον μετά πολύτιμων λίθων κεκοσμημένο με την εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου».

ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΗΛΩΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

Στο ναό πραγματοποιήθηκαν αναστηλωτικές εργασίες με την εποπτεία της 25ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, σύμφωνα με τη Μελέτη στερέωσης και αποκατάστασης Ι. Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παλαιά Επισκοπή) Τεγέας, Ν. Αρκαδίας 2005, που εκπονήθηκε για τη  Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού από την Κ. Σιούντρη.

Κατά τις  αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: καθαίρεση νεωτερικών τσιμεντοκονιαμάτων και ανακατασκευή εξωτερικών αρμολογημάτων, εφαρμογή ενεμάτων, ανακατασκευή των στεγών, τοποθέτηση μεταλλικών ελκυστήρων, αντικατάσταση μεταλλικών θυρών, απομάκρυνση βιολογικών επικαθίσεων, απομάκρυνση εξωτερικών φωτιστικών σωμάτων και καλωδίων, ανασκαφική διερεύνηση περιμετρικά του ναού, εσωτερικά και εξωτερικά, πλην της ανατολικής πλευράς, για τον έλεγχο της κατάστασης των θεμελίων και τη δημιουργία αποστραγγιστικής τάφρου κ.ά.

(ΠΗΓΕΣ: traveltripolis.gr, tegeatikos.gr, immk.gr)


Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.