Το κοκκολόι: Πώς μια παρέα παιδιών έβγαζε το χαρτζιλίκι της το '76 στο Άστρος Κυνουρίας

Το κοκκολόι: Πώς μια παρέα παιδιών έβγαζε το χαρτζιλίκι της το '76 στο Άστρος Κυνουρίας

Νοέμβριος 29, 2015 - 12:15
0 σχόλια

Γράφει  ο Μήτσιος Ιωάνν. Περδικάρης, στο vlachakispan.blogspot.com (28.11.14)

Εποχή του μαζέματος της ελιάς, και λένε ότι σαν της ελιάς το βάσανο, δεν έχει. Αλιεύσαμε, λοιπόν, την παρακάτω ιστορία από το vlachakispan.blogspot.gr για το κοκκολόι, δηλαδή το μάζεμα των καρπών της ελιάς αφού έχουν τελειώσει οι νοικοκυραίοι τη δουλειά τους και το πώς για μια εφευρετική παρέα παιδιών το '76 έγινε προσοδοφόρος ενασχόληση!

Το κοκκολόι (1) κομμάτι και αυτό της παράδοσης μας και της ελιάς το βάσανο. Μια φορά και ένα καιρό λοιπόν, γύρω το 1976 --77 φθινόπωρο είχαμε φτιάξει μια ομάδα που παίζαμε Μπαμ - Μπουμ το καλοκαίρι γύρω απ την πλατεία στο Γιαλό. O πιο δυνατός μήνας για το παιχνίδι γινόταν ο Αύγουστος και ειδικά οι δυο - τρεις βδομάδες μετά της Παναγίας που αρχίζαμε να μαζευόμαστε απ τα χωριά και 'τοιμαζόμαστε για σχολείο. Γινόμαστε αχώριστοι και μόλις άρχιζε το σχολείο ήταν σαν να μας έβαζαν αλυσίδα στο λαιμό. Το παιχνίδι άρχιζε σιγά σιγά να σταματάει και να παίζουμε τα σαββατοκύριακα και τελείωνε με τα πρωτοβρόχια. Με το Μπαμ -- Μπουμ είχαμε μάθει κάθε γωνιά και κάθε τρύπα γύρω γύρω απ την πλατεία. Φτάναμε μέχρι το λιοτρίβι του Ευθυμίου, του Παπαδάκου, απ το ξενοδοχείο του Τσίμπανη πίσω απ τα χωράφια μέχρι την μάντρα του μπάρμπα Βασίλη του Σάρλα λίγο πιο κάτω απ το μαγέρικο το Μαγκλέικο. Δεν θυμάμαι τώρα το όνομα του νοικοκύρη, νομίζω ότι ήταν ο μπάρμπα Βασίλης αλλά θυμάμαι πως αργότερα το 81 και μετά το κάτω του σπιτιού το είχαν νοικιάσει οι Γιώργηδες ο Αρκούδης( Διαμαντάκος) και ο Ταλαρούγκας (Παπούλιας) και είχαν στήσει μαγαζί που επισκεύαζαν ραδιόφωνα και τηλεοράσεις.

Το πεδίο της μάχης ήταν αρκετά μεγάλο φτάναμε στον Άγιο Νικόλα και μετά πάνω μέχρι το λιοτρίβι και είχαμε μάθει κάθε κοτούλα και από κάθε φούρνο μέχρι τα αμπάρια απ τα δυό Λιοτρίβια. Όσο μάζευε ο καιρός τόσο και λιγόστευε η ακτίνα δράσεις γιατί λιγοστεύανε και οι ομάδες από παιδιά. Η δική μου η ομάδα ήμασταν εγώ, ο Γιωργής ο Β… (αχώριστοι οι δυο μας) ο ''Γορίλας'' , ο Σούλης ο Τ.., ο Στράτης ο ''Μπαρέμ'' Κ…, ο Θανάσης ο Κόλιας - ο πατέρας του ήταν θυροφύλακας  καταγωγή από τον Αστακό Μεσολογγίου- (2) είχε πάρει μετάθεση στο Άστρος, ο μικρότερος της ομάδας ήταν ο Φώτης ο Κ… ο πιο πιτσιρικάς!!
Μόλις ερχόταν Κυριακή και έπαιζε σινεμά ο μπάρμπα Τάκης – Τάκης  Καρτσιγιάννης- τα εισιτήρια τα βγάζαμε με πολύ ζόρι. Επειδή είμαστε ομάδα βλέπεις βάζαμε τα δεκάρικα όλοι μαζί έτσι ώστε να μπορούμε να βγάζουμε όλοι εισιτήρια, αυτό δεν ήταν και συνέχεια εφικτό. Οπότε τι να γίνει το ρίξαμε στο κοκκολόι για να έχουμε λεφτά για σινεμά την Κυριακή. Λεφτά για εισιτήριο, λεφτά για στραγαλοπασατέμπο, λεφτά για φιστίκια, λεφτά για , λεφτά για .. Τα φαγώσιμα τα αγοράζαμε από το περίπτερο του συχωρεμένου του μπάρμπα Γιώργη του Τζίαβρα- Βλαχάκη.

Καλοπέραση σκέτη με τρία κοφίνια ελιές μαζεύαμε 75 δραχμές την εβδομάδα. Σε λίγο τα κάναμε 4 φτάσαμε το κατοστάρικο, τα πουλάγαμε σε διαφόρους εμπόρους. Κυρίως στον μπάρμπα Φώτη τον Δαλιάνη τον παππού του Φώτη (Φλιωτίου). Ο πιτσιρικάς ο εγγονάς του δεν φαινόταν πουθενά μαζί μας αλλά ήταν πάντα στο μαγαζί με τον παππού του όταν πηγαίναμε το κοκκολόι έτσι ώστε να μην κινάμε υποψίες. Κάθε φορά αλλάζαμε ποιοί παγαίνανε το κοφίνι, ανά δυό ως συνήθως εγώ με τον Γορίλα και ο Κόλιας πότε με τον Σούλη πότε με τον Στράτη. Άλλες φορές πηγαίναμε στα Βερβενιώτικα στου Κεφάλα και άλλες στου Φούφα γυρίζαμε και πουλάγαμε ελιές από κοκκολόι σε όλους.

Ο μπάρμπα Φώτης ήταν ο πιο βολικός γιατί όταν ζύγιζε ρώταγε τον μικρό τον Φώτη τον έγγονά του να του πει πόσο έλεγε η πλάστιγγα!!  Ο Φώτης του έλεγε πάρα πάνω για το συμφέρον μας. Μετά παίρναμε το κοφίνι και μας συνόδευε ο Φώτης να το ρίξουμε στο αμπάρι.

Ο μπάρμπα Φώτης -μακαρίτης κι αυτός- μέτραγε τα ταλιροδεκάρικα πάντα του ζητάγαμε δυο δεκάρικα και δυο δίφραγκα και δυο πενηνταράκια για να τα μοιράζουμε τάχα στα δύο. Βρέχει χιονίσει εμείς το κοφίνι πάντα το βγάζαμε. Μας έδινε 25 δραχμές τον έπιαναν τα διαβόλια του μόλις μας έβλεπε. Σιγά σιγά όμως μάς συνήθισε ο Παππούς Φώτης και ο μικρός ο Φώτης έκανε όλο και πιο πολύ την αγγαρεία. Το ζύγι το άδειασμα στο αμπάρι κ.α.
Το αμπάρι ήταν στην πίσω μεριά της αυλής η οποία ήταν υπερυψωμένη σχεδόν ένα μέτρο πιο ψηλά από τον δρόμο ο όποιος εκεί έκανε στροφή. Το αμπάρι βρισκόταν στο πίσω μέρος ακριβώς κάτω από την σκάλα που τότε σε ανέβαζε στην Επιθεώρηση Δημοτικής εκπαίδευσης Κυνουρίας. Για να φτάσεις στο αμπάρι έπρεπε να ανοίξει μια σιδερένια μαντρόπορτα - ακόμα θυμάμαι το ανοιχτό πράσινο χρώμα της πολύ ανοιχτό πράσινο σχεδόν άσπρο-. Είχε πλέγμα γύρω γύρω στα κάγκελα κι έτσι δεν μπορούσε να ανέβει κανένας από το δρόμο να φτάσει το αμπάρι.  Όταν  γέμιζε το αμπάρι το μαντρωμένο αυτό χώρο τον χρησιμοποιούσε σαν αποθήκη. Έριχνε τις ελιές χύμα τις σκέπαζε με πανιά και μουσαμάδες. Η μαντρόπορτα είχε και αυτή πλέγμα και ήταν πάντα κλειδωμένη.
Δεν άργησε και η αναποδιά να μας δώσει ιδέες! Έτσι κι αλλιώς με την βοήθεια του έγγονά του τον κλέβαμε στο ζύγι τον Παππού. (3) 

Από το κατοστάρικο και 4 φορές την εβδομάδα φτάσαμε στα δυο κοφίνια την κάθε φορά καθημερινά εκτός της Κυριακής.

Το κόλπο!! Μόλις άνοιγε την μαντρόπορτα ο Φώτης και το αμπάρι ως συνήθως έμενε ξεκλείδωτο όλη την ημέρα μέχρι το βράδυ, κρυβόταν ο Κόλιας, που εκτός από κοντορεβιθούλης ήταν  και ευλύγιστος σαν φίδι. Χώραγε παντού, είχαμε να κάνουμε με επαγγελματία αλλά δεν τoν γνωρίζαμε επειδή ήταν καινούργιος στο χωριό!!!  Κρυβόταν μέσα στο αμπάρι ο Θανάσης και μέσα σε μια ώρα γέμιζε πάλι το κοφίνι. Την κατάλληλη στιγμή το κατέβαζε με τρόπο στον δρόμο κρεμασμένο με σκοινί. Οι υπόλοιποι κάναμε πηγαδάκι και χωρίς να μας βλέπουν το πιάναμε. Τo πηγαίναμε μπροστά στον μπάρμπα Φώτη και να η κονόμα. Το πήγαινε για άδειασμα ο μικρός ο Φώτης με έναν από εμάς. Τότε έβγαινε ο Κόλιας και ούτε γάτα ούτε ζημιά.

Αλλά πως λέει και η σοφός λαός μας, «μια του κλέφτη δυο του κλέφτη, την τρίτη την κακή του ΄μέρα » Έτσι λοιπόν είχε έρθει και για μάς η κακία στιγμή!! Η στιγμή  της Νέμεσης..
Από την πολύ κονόμα είχαν αρχίσει και οι λιχουδιές!! Να τα εισιτήρια, να τα στραγάλια και τα φιστίκια, να οι λεμοναδοπορτοκαλάδες, να τα τσιγάρα Ρεκόρ και Καρέλια! Είχαμε βλέπεις και προτιμήσεις τα σκασμένα.

Τα πιο πολλά άνομα χρήματα τα ξοδεύαμε σε γκοφρέτες από τις όποιες κάναμε συλλογή αυτοκόλλητων με εικόνες ποδοσφαιριστών για να συμπληρώσουμε το Άλμπουμ. Το έπαθλο ήταν ένα αεροβόλο  μάρκας «Διάνα» . Μάς έλειπε ο Άτιμος ο Χολτσεμπάιν – πολύ καλός Δυτικογερμανός ποδοσφαιριστής- τον  κωλογερμαναρά!! Ακόμα και τότε είμαστε κάτω από την μπότα των Γερμανών!

Από την πολλή μανία για να τελειώσει το άλμπουμ είχαμε ξεσκιστεί στις γκοφρέτες. Είχαμε σχεδόν γεμίσει τρία άλμπουμ αλλά σε όλα έλειπε ο ίδιος παίχτης!!» Ένα μήνα ξοδεύαμε χρήματα και αγοράζαμε γκοφρέτες. Τελικά το άλμπουμ το γέμισε πρώτος ο Γιάννης ο Μουγάκος, ο αδερφός το συχωρεμένου του Πάνου του Μπάρλα.
Είχαμε λοιπόν φάει τον αγλέορα σε τάλιρο και σε γκοφρέτες σε σημείο που δεν μας έμεναν λεφτά για τίποτα άλλο!

Οι έξυπνοι ανεβάσαμε παραγωγή!! Για να μην μας πάρει χαμπάρι ο μπάρμπα Φώτης αρχίζαμε να πηγαίνουμε με δυο κοφίνια και μόλις πουλάγαμε το ένα γεμάτο Τώρα το γέμιζε ο Κόλιας που τον έβαζε μέσα ο Φώτης με άλλου χριστιανού που πήγαινε να πουλήσει ελιές στον Φλιωτίου. Του πετάγαμε τα κοφίνια επάνω μόλις έμπαινε μέσα τα γέμιζε τα παίρναμε.
Τώρα αντί να τα ξαναπουλάμε στον μπάρμπα Φώτη τα πηγαίναμε σε άλλο έμπορα! Συνήθως στον μπάρμπα Γιώργη το Φούφα, διπλασιάσαμε παραγωγή! Αλλά και πάλι μας έφαγε η ασωτία. Αυτό το κωλοάλμπουμ το άτιμο μας είχε σχεδόν διαλύσει.
Ευτυχώς κατά κάποιο τρόπο γιατί για σκέψου να είχαμε κερδίσει το Αεροβόλο τι θα γινότανε; Θα ληστεύαμε καμιά τράπεζα στο τέλος!!

Φτάναμε μέχρι του Καλαμπάκα με τις ελιές. Τις πουλάγαμε κάπου απέναντι δεν θυμάμαι τώρα σε ποιον. Θυμάμαι ότι σταματάγαμε στα Καλαμπακέικα αγοράζαμε και από το « Γενικόν Εμπόριον» γκοφρέτες. Μεγάλη λύσσα μας είχε πιάσει να βρούμε το μαγικό χαρτάκι!! Σκεπτόμαστε ότι είχαμε πλησιάσει τα τρία αεροβόλα «Διάνα, θα παίζαμε πόλεμο με μολυβένια ποτηράκια!!
Μια μαύρη που λες Παρασκευή Τάκη είχαμε μάσει αρκετό χρήμα!!  Πάμε στον μπάρμπα Γιώργη τον Τζιάβρα και αγοράζουμε δυό κούτες ολόκληρες γκοφρέτες!!  Σοκοφρέτα αν θυμάμαι καλά και δυο πακέτα τσιγάρα και αρχίσαμε πάφα πούφα και κράτς- κράτς τις γκοφρέτες.

Ο μακαρίτης ο μπάρμπα Γιώργης τις κράταγε κάτω από μουσιαμά στο πίσω μέρος από το περίπτερο. Από τον ήλιο μάλλον είχανε χαλάσει, τις είδαμε λιωμένες αλλά που να χαμπαριάσουμε εμείς. Άρχισε η κωλοπιλάλα αλλά το χειρότερο ήταν βραδιά επιχειρήσεως!

Εγώ με το «Γορίλα» είχαμε καταλήξει στην σούδα πίσω από το κοινοτικό γραφείο πάνω από τα καινούργια αμπάρια του Παπαδάκου. Ήξερα ότι είχε ''Μέρος'' γιατί εκεί νοίκιαζαν ένα παλιό σπιτάκι ο Χαρής και ο Μήτσιος ο Αγριόγιαννης ανίψια της μάνας μου. Παιδιά της πρώτης της ξαδέρφης της Θανάσως του Κρεμμύδα. Τελικά χωθήκαμε και οι δύο μέσα στο ''Μέρος'' τόσο μεγάλο ήταν το κακό που μας είχε βρει, εκεί να δεις νούμερα!!

Ο Κόλιας είχε μπει στο αμπάρι, από εκεί και μετά άρχισε η κατρακύλα. Χέστηκε ο Θανάσης και ήθελε να βγει απ το αμπάρι με βιασύνη. Ακούει την μαντρόπορτα να ανοίγει αλλά δεν ήταν ο Φώτης ο Κ… , είχε πιάσει και αυτός την χέστρα!! Ευτυχώς ή δυστυχώς για όλους μας ήταν ο ίδιος ο μπάρμπα Φώτης!!! 
Ο Κόλιας με τα παντελόνια λυτά είχε χεστεί μέσα στο αμπάρι! Κάνει μπλοζόν για να φτάσει στην μάντρα αλλά του ΄πέσαν τα βρακιά και κάπως τον πρόλαβε ο μπάρμπα Φώτης. Όπως προείπα, ο Κόλιας ήταν ευλύγιστος κάνει μπραφ! και του ξεφεύγει. Κάνει να βγει από την μαντρόπορτα έμεινε το πουλόβερ του στα χέρια του μπάρμπα Φώτη. Θα του ξέφευγε αλλά γύρισε να πάρει τα σκασμένα τα κοφίνια!! Ένα εξ αυτών ήταν το δικό μας. Όταν το πήγα το κοφίνι στο σπίτι με με έκανε λιωτό στο ξύλο ο Γιαννάκος. Βάραγε με το κοφίνι όπου έφτανε και είχε μεγάλο δίκιο. Ρε λήσταρχε Νταβέλη, ρε Γιαγκούλα, ρε Λίγκο, ρε … πάρε τούτη πάρε τούτη πάρε την άλλη, χαμός.

Στο τέλος καταλήξαμε όλοι οι μαφιόζοι στην αστυνομία προς γνώση και συμμόρφωση. Μας απαγορεύτηκε αυστηρά να κάνουμε παρέα από τον σερίφη- έτσι τον λέγαμε τον Αστυνόμο τότε. Δεν θυμάμαι το επίθετο μόνο το παρατσούκλι και ότι ήταν χοντρός Κακούρος νομίζω...

Αυτό λοιπόν ένα κεφάλαιο από το βάσανο της Ελιάς ονόματι κοκκολόι. Ποτέ πριν και ποτέ μετά δεν είχα κάνει κοκκολόι, ήταν η μόνη φορά!! Η  πρώτη και τελευταία μου.

Σχόλια Παν. Ι. Δ. Βλαχάκη.

1. Γράφει το λεξικό. Κοκκολόι =  η συλλογή των απομεινάντων καρπών στο δέντρο. Κοκκολογάγαμε, τι άλλο, ελιές. Τότε οι άνθρωποι ήταν προσεκτικοί και λίγες ελιές μένανε στα δένδρα. Όλη την ημέρα μπορεί να μάζευες το πολύ 20 – 30 κιλά ελιές. Σου πέφτανε τα χέρια και η μέση. Άσε και τους αγροφύλακες. Κάποιοι τολμηροί ή μικροαπατεώνες μπαίνανε και σε αμάζευτες ή παρατημένες ελιές. Προσωπικά λόγο τιμιότητας – βλακείας δεν άπλωνα ούτε στις παρατημένες που ήξερα ότι οι νοικοκύρηδες τους έλειπαν. Τις πούλαγα στο μπάρμπα Γιώργη το Φούφα και στον μπάρμπα Αντώνη τον Παρασκεουλάκο – τον Κομπίνα. Εκεί ήταν η ευγενική κ Νούλα. Αγόραζα κίτρινα τετράδια ΦΟΙΝΙΞ, μολύβια πολύχρωμα Φάμπερ σταμπωτά με τα αερόστατα και αεροπλάνα, Μικρό Ήρωα και λίγο μεγαλύτερος ΒΙΠΕΡ σειρά Ιστορίας - λογοτεχνίας.

2. Ο Θανάσης είχε δυο μεγαλύτερα αδέλφια. Ο δεύτερος αδελφός του ο Πάνος ήταν ήπιος, καλός χαρακτήρας και άριστος μαθητής, πέρασε στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο.

3. Ο μπάρμπα Φώτης είχε πέσει θύμα κλοπής και πολύ παλιά από παιδιά μιας άλλης εποχής!! Δεν κάνει να σχολιάσω ποιος του έκλεβε μισό έως ένα σακί κάθε βράδυ γιατί είναι πολίτης ενός άλλου κόσμου. Ο μικρός τότε τσιλιαδόρος –ο πατέρας μου είναι τώρα υπέργηρος- το αδίκημα νομικά έχει παραγραφεί! Ηθικά όμως όχι γιατί το θυμόταν χρόνια μου το έλεγε με τύψεις. Τσίλιες κράτησα δυο τρεις φορές ο συχωρεμένος ο συνομήλικος μου Γ.Δ… έπαιρνε κάποιες ελιές και τις πουλάγαμε στο Φούφα. Το 1946- 47 υπήρχε πείνα και των γονέων. Για την συμμετοχή μου στην παρανομία ο φίλος μου έδινε φαγητό. Αγοράζαμε μια ρέγκα από τον Χαρούλη το Σπυράκη, δυο κονσέρβες από τον νονό σου το Γρήγορη τον Παπαδάκο. Δεν ήταν σωστό είχα συμμετοχή και ας κράταγα μόνο τσίλιες!! Του φίλου μου του έπεσε μισό σακί στο μονοπάτι κοντά στο σπίτι του Φώτη του λαδέμπορου. Ήταν σκοτάδι και ο αείμνηστος Καπαρδόγιαννης δεν το είδε μπερδεύτηκε και κτύπησε. Άρχισαν να το ψάχνουν και δεν συμμετείχα ξανά. Εξάλλου δεν είχα χρόνο γιατί τη χρονιά εκείνη έπιασα δουλειά στο Εργοστάσιο του Γαλάνη- Παπαδάκου. Ο Φώτης το καταλάβαινε αλλά είχε πολλές δουλειές και δεν πήγαινε το μυαλό του ποιος το έκανε! Είχε βάλει το λύκο να φυλάει το αμπάρι!

Ειδήσεις: 
Tags: 

Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.