ΚΚΕ Αρκαδίας: Με fast-track διαδικασίες έρχεται η ΣΜΠΕ στο ΠεΣυ

ΚΚΕ Αρκαδίας: Με fast-track διαδικασίες έρχεται η ΣΜΠΕ στο ΠεΣυ

Νοέμβριος 23, 2016 - 15:18
0 σχόλια

Με fast - track διαδικασίες έρχεται για έγκριση στο Π.Σ. η ΣΜΠΕ του Περιφερειακού Σχεδίου Διαχείρισης Αποβλήτων (ΠΕΣΔΑ) Πελοποννήσου, χωρίς να έχουν δοθεί  στους περιφερειακούς συμβούλους ούτε η εισήγηση της υπηρεσίας ούτε οι γνωμοδοτήσεις των αρμόδιων υπουργείων, ΥΠΕΝ και ΥΠΕΣΔΑ. Αυτό δεν μας εμπόδισε σαν Λαϊκή Συσπείρωση να εντοπίσουμε και να αναδείξουμε το αντιλαϊκό και αντιπεριβαλλοντικό της περιεχόμενο. Περιεχόμενο που αποτελεί φυσική συνέπεια των φιλομονοπωλιακών πολιτικών, που καλείται να υπηρετήσει, όπως αυτοί αποτυπώνονται στους γενικότερους στρατηγικούς στόχους και στις ειδικότερες κατευθύνσεις της ΕΕ καθώς και στη διαχρονική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων, όπως τελικά αποκρυσταλλώθηκε στον Εθνικό Σχεδιασμό Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ) της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.
Αναφερόμαστε στη «Στρατηγική “Ευρώπη 2020”», την «Πρόταση για το 7ο Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον» και το «Χάρτη Πορείας για την αποδοτικότητα των πόρων», στρατηγικές και πολιτικές, που δεδηλωμένα στοχεύουν στην ενίσχυση της θέσης των ευρωενωσιακού κεφαλαίου σε συνθήκες άγριου ενδομονοπωλιακού ανταγωνισμού. Η ίδια η ΣΜΠΕ άλλωστε, όπως και το οικείο ΠΕΣΔΑ, μέσα στους «γενικούς στόχους του ΠΕΣΔΑ της Περιφέρειας Πελοποννήσου» εντάσσει και την «έμφαση σε δράσεις που προωθούν την εφαρμογή της στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα απόβλητα» (παρ.4.3.1). Δεσπόζων, ειδικότερα, είναι ο ρόλος της Οδηγίας για τα απόβλητα (2008/98/ΕΚ) και του «δικού μας» εφαρμοστικού της νόμου 4042/2012, με βάσει τις ειδικότερες κατευθύνσεις των οποίων εκπονήθηκε ο νέος ΕΣΔΑ.
Θεωρούμε, συνεπώς, χρήσιμο και απαραίτητο για τη σε βάθος κατανόηση του περιεχομένου του ΠΕΣΔΑ να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι βασική επιδίωξη των πιο πάνω στρατηγικών στόχων, διατάξεων και σχεδιασμών είναι η ανάδειξη των αποβλήτων ως πόρου ικανού να εξασφαλίσει, μέσω της διαχείρισής του, το αναγκαίο ποσοστό κέρδους για τα κεφάλαια που λιμνάζουν αναξιοποίητα αλλά και να αποτελέσει, στη συνέχεια, πρώτη ύλη για την επικερδέστερη δραστηριότητα άλλων κλάδων της καπιταλιστικής οικονομίας. Γνωρίσματα των πολιτικών αυτών είναι η όλο και μεγαλύτερη, σε βάθος και σε έκταση, εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση του τομέα της διαχείρισης των αποβλήτων, η παραπέρα αφαίμαξη του λεηλατημένου λαϊκού εισοδήματος, η πιο στυγνή εκμετάλλευση των εργαζομένων του κλάδου και η παραπέρα υποβάθμιση του περιβάλλοντος, με τη συνεχιζόμενη ανοχή απέναντι στη δραματική έλλειψη υποδομών διαχείρισης των δημοτικών απορριμμάτων και στην ασυδοσία του βιομηχανικού κεφαλαίου να σπέρνει κατά βούληση τα τοξικά - και άλλα επικίνδυνα - απόβλητά του.
Έτσι, για το ΠΕΣΔΑ Πελοποννήσου, όπως και για όλα τα άλλα ΠΕΣΔΑ, ισχύουν - μεταξύ άλλων - και οι παρακάτω κατευθύνσεις του ΕΣΔΑ:
1. Το αυξημένο κόστος υλοποίησης και λειτουργίας των έργων και των δικτύων φορτώνεται και πάλι στις πλάτες του λαού, με ή χωρίς ΣΔΙΤ, με την «εφαρμογή οικονομικών εργαλείων» όπως «πληρώνω όσο πετάω», τέλη ταφής, περιβαλλοντικοί φόροι, «διευρυμένη ευθύνη παραγωγού» με στόχο, μεταξύ άλλων, και «την εξασφάλιση πόρων για τις ανάγκες διαχείρισης», δηλαδή για τα κέρδη του κεφαλαίου. Στις επόμενες παρ. 3 και 4 προσεγγίζονται με σχετική ακρίβεια τα ποσά που δεν καλύπτονται από την «κεντρική διαχείριση» του ΦΟΔΣΑ και επιδιώκεται να φορτωθούν ως πρόσθετο κόστος απ’ ευθείας στους δήμους, καθώς και το έλλειμα χρηματοδότησης των έργων κεντρικής διαχείρισης.
2. Ο «δημόσιος χαρακτήρας» της διαχείρισης των αποβλήτων, για τον οποίο κόπτεται – στα λόγια μόνο – η κυβέρνηση και επαναλαμβάνει η ΣΜΠΕ, στην πράξη σημαίνει τον «επιτελικό ρόλο» των Φορέων Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΦΟΔΣΑ) να διανέμουν την «πίτα» (κατασκευή και λειτουργία των εγκαταστάσεων και δικτύων) στο κεφάλαιο με εξασφαλισμένο ένα ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους, με την εγγύηση του κράτους. Ειδικότερα για την περίπτωση της Πελοποννήσου, όπως και άλλες περιοχές της χώρας (για την ώρα Δυτική Μακεδονία, Ήπειρος, Σέρρες) έχει ήδη «κλειδώσει» από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ η απόλυτη ιδιωτικοποίηση, μέσω ΣΔΙΤ, της επεξεργασίας  των σύμμεικτων αποβλήτων και – με τον ένα ή τον άλλο τρόπο - πολλών «τοπικών μονάδων κομποστοποίησης, που εξυπηρετούν ένα Δήμο ή μια ομάδα όμορων Δήμων» σύμφωνα με το ΠΕΣΔΑ και στη ΣΜΠΕ. Και είναι σε όλους γνωστές οι συνθήκες εργασιακής γαλέρας, που επικρατούν και στους επιχειρηματικούς ομίλους του κλάδου αυτού.
3. Θεσπίζονται τα Τοπικά Σχέδια Διαχείρισης Αποβλήτων (ΤΣΔΑ), με κύρια επιδίωξη να φορτωθεί απ’ ευθείας στις πλάτες της λαϊκής οικογένειας ένα σημαντικό μέρος του κόστους για την υλοποίηση των έργων και δικτύων που περιλαμβάνονται σε αυτά, και που μέχρι τώρα ήταν αντικείμενο των οικείων ΦΟΔΣΑ με την συμμετοχή των δήμων να εντοπίζεται στην ετήσια εισφορά τους.
Ειδικότερα για το ΠΕΣΔΑ Πελοποννήσου, σε αντίθεση με τις ανέξοδες διαβεβαιώσεις ότι το μεγαλύτερο μέρος του κόστους των ΤΣΔΑ θα καλυφθεί με κεντρικούς δημόσιους πόρους, σημειώνουμε ότι το περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα (ΠΕΠ) Πελοποννήσου, συνολικού Π/Υ 270,34 εκ.€ προβλέπει για την 7ετία 2014 – 2020 μόλις 1 (ένα) εκ.€ για τον «Τομέα Παρέμβασης 017. Διαχείριση οικιακών απορριμμάτων (περιλαμβανομένης της ελαχιστοποίησης, της διαλογής και μέτρων ανακύκλωσης)». Πρόκειται δηλ. για τον τομέα που καλύπτει το αντικείμενο των ΤΣΔΑ, όπως αυτό προβλέπεται στο ΠΕΣΔΑ και τη ΣΜΠΕ. Για να αντιληφθούμε το μέγεθος της φοροληστείας, που μεθοδεύεται, κατόπιν αυτού, μέσω των ανταποδοτικών τελών σε βάρος του λεηλατημένου εισοδήματος της λαϊκής οικογένειας, αρκεί να αναφέρουμε τα παρακάτω οικονομικά στοιχεία, που αποτελούν εκτιμήσεις του ΠΕΣΔΑ (επικαλείται στοιχεία των ίδιων των ΤΣΔΑ) σε σχέση με το σενάριο ΙΒ (ή ΕΔ-1) (βλ. παρ. «7.3.2.2 Ανάπτυξη συστημάτων διαλογής στην πηγή»). Είναι το σενάριο που εντέλει επιλέγεται (όπως αποσαφηνίζεται με το πρόσθετο τεύχος «Συμπληρωματικά Στοιχεία» της ΣΜΠΕ) με τίτλο «Ολοκληρωμένη κεντρική διαχείριση με τοπικές μονάδες κομποστοποίησης». 
(α) Το κόστος επένδυσης για τη «δημιουργία δικτύου χωριστής συλλογής των βιοαποβλήτων» εκτιμάται σε «μέση τιμή τα 10 €/κάτοικο» δηλ. σε 5,78 εκ.€. (577.903 κατ) και το κόστος επένδυσης «για την επέκταση των ΔσΠ ανακυκλώσιμων υλικών» εκτιμάται σε «μέση τιμή τα 15 €/κάτοικο» δηλ. σε 8,67 εκ.€. Συνεπώς μόνο ο πρόσθετος εξοπλισμός αποκομιδής κοστολογείται σε 14,45 εκ.€, δαπάνη που δεν περιλαμβάνεται στον Π/Υ του ΠΕΣΔΑ (σχετικός ο πίνακας της παρ. 7.3.3.3.4.1 για το «κόστος επένδυσης και διαχείρισης του σεναρίου ΙΒ»), καθώς φορτώνεται απ’ ευθείας στους δήμους, στη λαϊκή οικογένεια κατά κύριο λόγο. 
(β) Χειρότερα εμφανίζονται τα πράγματα σε ό,τι αφορά το πρόσθετο κόστος λειτουργίας των συστημάτων διαλογής στην πηγή, που αυξάνει το σημερινό κόστος αποκομιδής των παραγομένων αποβλήτων, σύμφωνα με στοιχεία του ίδιου του ΠΕΣΔΑ  κατά 78 €/τον περίπου[1] δηλ. κατά (264.000 τον/έτος * 78 =) 20,6 εκ.€/έτος. Όσο κι αν το νούμερο αυτό μπορεί να φαντάζει υπερβολικό, είναι πάντως ενδεικτικό της παραπέρα αφαίμαξης του όποιου απόμεινε λαϊκού εισοδήματος. 
(γ) Αποσιωπάται, επίσης, από τον πιο πάνω πίνακα το κόστος λειτουργίας των 25 Πράσινων Σημείων (που προβλέπονται στο ΠΕΣΔΑ), που φορτώνεται και αυτό στους δήμους, αυξάνοντας το συνολικό κόστος αποκομιδής κατά 2,65 εκ.€/έτος[2]. 
(δ) Απουσιάζει, τέλος, από τον υπόψη πίνακα κάθε αναφορά στο κόστος της «μεταβατικής διαχείρισης», υποδηλώνοντας ότι και αυτό θα επιβαρύνει στο σύνολό του τους Π/Υ των δήμων. Στον Πίν. της παρ. 7.5.1.1.1.1 «Προτεινόμενες τοπικές μονάδες διαχείρισης από τους Δήμους, οι οποίες θεωρούνται αξιοποιήσιμες για τη μεταβατική διαχείριση» εμφανίζονται μεταξύ άλλων και εννέα, δαπάνης 18,67 εκ.€, που περιλαμβάνονται στις προτάσεις των  ΤΣΔΑ με την μάταιη προσδοκία της επιχορήγησης από κεντρικούς δημόσιους πόρους.
Αντί αυτών το ΠΕΣΔΑ υιοθετεί την προμήθεια και εγκατάσταση 15 πρόσθετων δεματοποιητών. Στον οικείο πίν. 7.5.1.1.1.2 αναφέρεται μόνο το κόστος προμήθειας του μηχανήματος ύψους 7,5 εκ.€ (0,5 εκ. το καθένα) χωρίς τη δαπάνη των έργων και δικτύων υποδομής («χωματουργικά, οδοποιία, κτίρια, κλπ»). Και το ποσό αυτό απουσιάζει από τον Π/Υ των έργων «κεντρικής διαχείρισης», γεγονός που υποδηλώνει ότι και αυτό θα φορτωθεί απ’ ευθείας στους δήμους μαζί με το κόστος των συναφών υποδομών.
4. Ακάλυπτο, επίσης, μένει και σημαντικό μέρος του κόστους κατασκευής των κεντρικών μονάδων διαχείρισης. Στον πίνακα της παρ. 7.3.3.3.4.1 το κόστος επένδυσης των μονάδων κεντρικής διαχείρισης υπολογίζεται σε 174,1 εκ. €, από τα οποία τα 137,9 εκ. € προβλέπεται για τις 3 κεντρικές μονάδες επεξεργασίας των σύμμεικτων αποβλήτων (ΜΕΑ) με τους οικείους ΧΥΤΥ με φορτία υποδοχής 158.600 τον/έτος (μεταξύ των οποίων και ένα απροσδιόριστο μέρος από τους 17.000 τον αφυδατωμένης ιλύος). Η δημόσια συμμετοχή ανέρχεται σε 97,5 εκ.€. με τα 77.2 εκ.€ να αντιστοιχούν στις 3 ΜΕΑ και ΧΥΤΥ.
Σημειώνεται, όμως, ότι από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα ΥΜΕΠΕΡΑΑ («Υποδομές, Μεταφορές, Ενέργεια, Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη») του ΕΣΠΑ, έχουν εκχωρηθεί μόνο 58 εκ.€. στην Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης (ΕΥΔ) του ΠΕΠ Πελ/σου (από τα οποία τα 49,3 εκ.€ η κοινοτική χρηματοδότηση, βλ. ΥΑ υπ’αρ. 3848/18.3.15, ΦΕΚ 805/6.5.15) για τον τομέα παρέμβασης 018: «Διαχείριση οικιακών απορριμμάτων (συμπεριλαμβανομένης της μηχανικής βιολογικής επεξεργασίας, της θερμικής επεξεργασίας, της αποτέφρωσης και της υγειονομικής ταφής)», δηλ. για τις 3 ΜΕΑ – ΧΥΤΥ.  Από τα παραπάνω προκύπτουν δύο πράγματα:
- Το σύνολο της χρηματοδότησης της ΕΕ για το ΠΕΣΔΑ Πελοποννήσου δίνεται αποκλειστικά στα έργα ΣΔΙΤ των σύμμεικτων αποβλήτων, η «χαρά του εργολάβου», σε πείσμα όσων επιμένουν να ορκίζονται υπέρ της «φιλοπεριβαλλοντικής» δήθεν ΕΕ.
- Από το σύνολο των 97,5 εκ. της δημόσιας συμμετοχής (για έργα του ΠΕΣΔΑ άχρηστα σε μεγάλο μέρος, όπως θα δείξουμε παρακάτω) καλύπτονται από το ΥΜΕΠΕΡΑΑ τα 58 εκ. αφήνοντας μια «τρύπα» 39,5 εκ.€ για την οποία κουβέντα δεν γίνεται. 
Επίσης δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι πέρα από το αυξημένο κόστος λειτουργίας των συστημάτων χωριστής συλλογής, μαζί και των Πράσινων Σημείων, που σημειώσαμε στην παρ. 3, αυξημένη θα είναι και η εισφορά των δήμων προς τον ΦΟΔΣΑ καθώς θα επιβαρυνθούν με το υψηλό κόστος λειτουργίας των νέων μονάδων και κύρια των ΜΕΑ, το ετήσιο κόστος λειτουργίας των οποίων, με την ταφή των υπολειμμάτων, υπολογίζεται σε 158.600 τον*80,5€/τον = 12.767.300 €.
5. Με πρόσχημα την «ανάγκη» να υιοθετηθούν και στο ΠΕΣΔΑ Πελοποννήσου οι προδήλως ανέφικτοι στόχοι του ΕΣΔΑ σε διάστημα τριών πρακτικά χρόνων (όταν άλλες χώρες της κεντρικής Ευρώπης χρειάστηκαν δεκαετίες για να τους προσεγγίσουν) η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ φαίνεται να τα βρίσκει με τον προσωρινό ανάδοχο της ΣΔΙΤ για τα έργα των 3 ΜΕΑ τροφοδοτώντας τις μονάδες με υπερβολική ποσότητα σύμμεικτων αποβλήτων. Προς τούτο όχι μόνο μηδενίζει την υγειονομική ταφή των πρωτογενών αποβλήτων (μέθοδο οικονομική και προσιτή για καλά στελεχωμένες Τεχνικές Υπηρεσίες των περιφερειακών ΦΟΔΣΑ) αλλά φτάνει στο σημείο να τροφοδοτεί τις ΜΕΑ ακόμη και με τα υπολείμματα από την επεξεργασία των προδιαλεγμένων αποβλήτων αντί να οδηγούνται αυτά σε ΧΥΤΥ [3].
Σε κάθε περίπτωση είναι απαράδεκτο να διατίθενται τόσα εκατομμύρια για την κατασκευή και λειτουργία των 3 ΜΕΑ για να ανακτούν μόλις το 48% των εισερχόμενων σύμμεικτων (το 52% οδηγείται σε ΧΥΤΥ) και ειδικότερα μόλις το 11.700/41.000 = 28.5% των εισερχόμενων ξηρών ανακυκλώσιμων και μάλιστα χωρίς να ξεκαθαρίζεται αν πρόκειται για ανακύκλωσή τους ή για παραγωγή απορριμματικού καυσίμου (RDF).
6. Στο πλαίσιο αυτό, και προκειμένου να εξασφαλιστεί διέξοδος στη διοχέτευση στην αγορά των ανακτώμενων προϊόντων στις ΜΕΑ, επανέρχεται η καύση. Προβλέπεται  στους «γενικούς στόχους του ΠΕΣΔΑ της Περιφέρειας Πελοποννήσου» και η «ανάκτηση ενέργειας σε συμπληρωματικό ρόλο, όταν έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια άλλου είδους ανάκτησης».
7. Η ΣΜΠΕ κλείνει τα μάτια της στην έλλειψη κάθε ουσιαστικής αναφοράς του ΠΕΣΔΑ στη διαχείριση των βιομηχανικών αποβλήτων (Β.Α.), δίνοντας έτσι άφεση αμαρτιών στα περιβαλλοντικά εγκλήματα του κεφαλαίου και αφήνοντάς το ανενόχλητο στην ασύδοτη δράση του. Αποδέχεται την «τηλεγραφική» αναφορά του ΠΕΣΔΑ  στα Β.Α. (παρ.7.6.6) με μια ακόμη πιο τηλεγραφική αναφορά της στο θέμα.  Στη σχετική  παρ.4.3.2.6 η ΣΜΠΕ περιορίζεται να επαναλάβει σε μισή σελίδα μερικούς «ποιοτικούς στόχους–ευχολόγια» του ΕΣΔΑ, ανάμεσά τους και την ενεργειακή καύση αλλά  «σε συμπληρωματικό ρόλο», το γνωστό κερασάκι.
Και αυτό, τη στιγμή που η ΣΜΠΕ του Εθνικού Σχεδιασμού για τη Διαχείριση των Επικίνδυνων Αποβλήτων (ΕΣΔΕΑ) καλοβλέπει μεταξύ άλλων και την περιοχή της Μεγαλόπολης ως χώρο υποδοχής τους. Στην παρ. 8.1.4  «Διαμόρφωση δικτύων και υποδομών διαχείρισης» το μόνο συγκεκριμένο, που αναφέρεται σχετικά με τα «βιομηχανικά επικίνδυνα απόβλητα» (ΒΕΑ), είναι ότι θα χωροθετηθούν ΧΥΤΕΑ εντός του 2016 «μη αποκλειόμενων Περιφερειών οι οποίες παρότι δεν παράγουν συγκριτικά μεγάλες ποσότητες ΒΕΑ πληρούν άλλα κριτήρια και κυρίως την διαθεσιμότητα χώρων, όπως Περιφέρειες Δυτ. Μακεδονίας και Πελοποννήσου». Φράση που φωτογραφίζει τα  λιγνιτωρυχεία των επιβαρυμμένων με ρύπους περιοχών της Μεγαλόπολης και της Πτολεμαΐδας. Με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να συνεχίζει, ίδια κι απαράλλαχτα, το δρόμο των προκατόχων τους, χωροθετώντας υψηλού βαθμού ρυπαίνουσες εγκαταστάσεις με κυρίαρχο το ταξικό κριτήριο, έστω κι αν καταρρέει η φέρουσα ικανότητα της ευρύτερης περιοχής.
8. Αδικαιολόγητη παράλειψη της ΣΜΠΕ είναι επίσης το γεγονός ότι αφήνει ασχολίαστη τη θέση του ΠΕΣΔΑ να επαναλάβει την επικίνδυνη περιβαλλοντικά «μεταβατική» λύση των «δεματοποιητών», όπως και στην πράξη αποδείχτηκε. Ειδικότερα «ξεχνάει» ότι οι χώροι αποθήκευσης πέραν του έτους των δεματοποιημένων σύμμεικτων αποβλήτων, προκειμένου στη συνέχεια να διατεθούν σε ΧΥΤΑ, θεωρούνται - και συνεπώς πρέπει να κατασκευάζονται και λειτουργούν - ως χώροι υγειονομικής ταφής σύμφωνα με την ΚΥΑ 29407/2002 «για την υγειονομική ταφή των αποβλήτων» (άρθρο 2, εδ. η).
9. Χαρακτηριστικός, τέλος, είναι ο διεκπεραιωτικός χαρακτήρας της υπόψη ΣΜΠΕ. Το βασικό – υποτίθεται - Κεφάλαιο 7 («Εκτίμηση, Αξιολόγηση και Αντιμετώπιση των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον») καμία σχέση δεν έχει με το οφειλόμενο, και κατά νόμο, περιεχόμενο (ΚΥΑ 107017/2006) ούτε καν με τον τίτλο του[4]. Έτσι, σε ένα κείμενο 454 σελίδων αφιερώνονται 135 σελίδες για την παρουσίαση του ΠΕΣΔΑ (Κεφ.4), 169 σελίδες για την «Περιγραφή της υφιστάμενης κατάστασης του περιβάλλοντος» (Κεφ.6) και μόλις 19 σελίδες για το υπόψη κεφάλαιο, που καλύπτει – υποτίθεται - το βασικό αντικείμενο μιας ΣΜΠΕ. 
Ένα ενδεικτικό παράδειγμα: Να ποια μέτρα προτείνει η ΣΜΠΕ των 454 σελίδων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του ΠΕΣΔΑ στον τομέα «Πληθυσμός και Ανθρώπινη Υγεία»: «Οι επιπτώσεις αυτές είναι αντιμετωπίσιμες και θα πρέπει οι περιβαλλοντικοί όροι λειτουργίας τέτοιων εγκαταστάσεων να είναι τέτοιοι ώστε να προλαμβάνουν τυχόν αρνητικές συνέπειες [!!!]. Επιπλέον, η εφαρμογή συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης στην οργάνωση και λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών μπορεί να αποτελεί μια ακόμη μέθοδο ελαχιστοποίησης των επιπτώσεων που είναι αρνητικές για την υγεία».
Στο ίδιο «μήκος κύματος» κινείται η προσέγγιση της ΣΜΠΕ και για τους άλλους τομείς, όπως: «η βιοποικιλότητα, …, η πανίδα, η χλωρίδα, το έδαφος, τα ύδατα, ο αέρας, οι κλιματικοί παράγοντες, τα υλικά περιουσιακά στοιχεία, η πολιτιστική κληρονομιά συμπεριλαμβανομένης της αρχιτεκτονικής και αρχαιολογικής κληρονομιάς, το τοπίο και οι σχέσεις μεταξύ των ανωτέρω παραγόντων».

Έτσι, λοιπόν, αποτυπώνεται σε περιφερειακό επίπεδο, εδώ στην περιφέρεια Πελοποννήσου, η πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ στον τομέα της διαχείρισης των στερεών αποβλήτων, τομέας στενά δεμένος με την ποιότητα ζωής, τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων. Κομμένη και ραμμένη, όπως και οι ευρωενωσιακές κατευθύνσεις που υπηρετεί, στα μέτρα των επιχειρηματικών ομίλων του κλάδου, που φορτώνει νέα βάρη στις πλάτες της λαϊκής οικογένειας και παρατείνει παραπέρα την καταστροφική για το περιβάλλον δράση του κεφαλαίου.
Στον αντίποδα της πολιτικής αυτής οι κομμουνιστές περιφερειακοί και δημοτικοί σύμβουλοι με τη «Λαϊκή Συσπείρωση» έχουν επανειλημμένα προβάλει ότι η διαχείριση των απορριμμάτων με γνώμονα τις λαϊκές ανάγκες,  με σεβασμό στο περιβάλλον, στην υγεία, στους φυσικούς πόρους, στο λαϊκό εισόδημα, μόνο στο πλαίσιο ενός άλλου, ριζικά διαφορετικού, δρόμου ανάπτυξης με εργατική - λαϊκή εξουσία μπορεί να εξασφαλιστεί. Δεν πρόκειται για τεχνικό ζήτημα. Στα πλαίσια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, προκρίνονται και επιλέγονται μέθοδοι, τεχνικές και γενικότερα λύσεις με γνώμονα τη μεγιστοποίηση του καπιταλιστικού κέρδους και όχι τη φιλολαϊκή διαχείριση των απορριμμάτων, τη δραστική αντιμετώπιση των επιπτώσεων και την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών πόρων που δαπανώνται. Το κυνήγι του κέρδους, η αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής, ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας του καπιταλισμού, η ατομική ιδιοκτησία στη γη, το υφιστάμενο καθεστώς των χρήσεων γης, καθιστούν αδύνατη την  φιλολαϊκή διαχείριση και των στερεών αποβλήτων. Τα λαϊκά στρώματα θα καλούνται κάθε φορά να επιλέξουν, στο πλαίσιο του καπιταλισμού, ποια  (ή ποιες) ανάγκη πρέπει να θυσιάσουν.   
Η φιλολαϊκή λύση, προϋποθέτει εξουσία και οικονομία, που καταργεί τις αιτίες που δημιουργούν και οξύνουν τα σημερινά προβλήματα, που δημιουργεί τις στέρεες  προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της χώρας προς το συμφέρον της εργατικής τάξης, όλων των λαϊκών στρωμάτων, δημιουργών του κοινωνικού πλούτου. Τέτοιες προϋποθέσεις είναι: Ο επιστημονικός κεντρικός σχεδιασμός, ο ενιαίος κρατικός φορέας κατασκευών που θα υλοποιεί φιλολαϊκά τα έργα,  η κοινωνική κρατική ιδιοκτησία στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, η κρατική ιδιοκτησία στη γη και στις τεχνικές υποδομές, ο εργατικός-λαϊκός έλεγχος, η εργατική - λαϊκή εξουσία. 
Για να ανοίξουμε αυτόν τον ελπιδοφόρο δρόμο ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών παλεύουμε για την «εδώ και τώρα» βελτίωση των όρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, της ποιότητας ζωής των εργαζομένων, προβάλλοντας  ένα ριζοσπαστικό πλαίσιο αιτημάτων για άμεση διεκδίκηση και πάλη και στον τομέα της διαχείρισης των απορριμμάτων με προμετωπίδα: 
- ΟΧΙ στην εμπορευματοποίηση της διαχείρισης των απορριμμάτων. ΟΧΙ στη μετατόπιση των βαρών στις πλάτες των λαϊκών στρωμάτων μέσα από τα ανταποδοτικά τέλη και με οποιονδήποτε άλλο τρόπο όπως το χαράτσι ταφής και το «πληρώνω όσο πετάω». 
- ΟΧΙ  στη ιδιωτικοποίηση, στις ΣΔΙΤ και στις συμβάσεις παραχώρησης. Παλεύουμε για την απόλυτη διασφάλιση όλων των εργαζόμενων χωρίς όρους και προϋποθέσεις, με πλήρη εργασιακά δικαιώματα. 
Ειδικότερα σχετικά με τον Εθνικό Σχεδιασμό Διαχείρισης των Αποβλήτων:
Απαιτείται η διαμόρφωση ενός νέου Εθνικού Σχεδιασμού διαχείρισης των αποβλήτων, στον οποίο θα περιλαμβάνονται κατ’ ελάχιστον τα παρακάτω:
α. Καθορισμός και ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, με κύριο την πρόληψη της παραγωγής απορριμμάτων. Ακολουθεί η προώθηση της ανακύκλωσης με διαλογή στην πηγή των συσκευασιών, των μετάλλων, του έντυπου χαρτιού και του οργανικού κλάσματος (βιοαποβλήτων) με κομποστοποίηση. Το μέρος των σύμμεικτων αποβλήτων που δεν υπόκειται σε επεξεργασία καθώς και τα υπολείμματα των μονάδων επεξεργασίας των σύμμεικτων και των προδιαχωρισμένων ρευμάτων, οδηγούνται σε χώρους ασφαλούς υγειονομικής ταφής αποβλήτων (ΧΥΤΑ). 
β. Καθορισμός σύγχρονων όρων για την ορθολογική και ασφαλή αποκομιδή (συλλογή και τοπική μεταφορά) των απορριμμάτων από τις υπηρεσίες του οικείου δήμου και  για την εξασφάλιση σύγχρονου εξοπλισμού και υποδομής. Είναι απαραίτητο να εξετάζεται κάθε φορά, με συνδυασμένα κριτήρια, η κατασκευή σταθμών μεταφόρτωσης (ΣΜΑ). 
γ. Ειδική μέριμνα οφείλεται στους χώρους ανεξέλεγκτης διάθεσης αποβλήτων (ΧΑΔΑ) για την ουσιαστική αποκατάσταση όλων, και όχι την απλή επιχωμάτωση, με βάση συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα έργων που θα τηρείται και χρηματοδοτήσεων από κεντρικούς δημόσιους πόρους, κοινοτικούς και εθνικούς.
δ. Καθορισμός των κριτηρίων καταλληλότητας σε κάθε Περιφέρεια, ξεχωριστά ανά είδος εγκατάστασης, και σύνταξη χαρτών με τις περιοχές αποκλεισμού. Καθορισμός των κριτηρίων αξιολόγησης, ξεχωριστά ανά είδος εγκατάστασης, για τη βαθμολόγηση των υποψηφίων χώρων προκειμένου να επιλεγεί ο πλέον πρόσφορος για την εξυπηρετούμενη περιοχή με σαφή και δεσμευτικό οδηγό για τη βαθμολόγηση που αντιστοιχεί στο κάθε κριτήριο. Από την πλευρά μας δεν θα πάψουμε να αποκαλύπτουμε  ότι σε ένα μεγάλο βαθμό υπαίτια για τη δυσκολία εξασφάλισης κατάλληλων χώρων για τη δημιουργία μονάδων διάθεσης και επεξεργασίας απορριμμάτων είναι η πολιτική γης των κομμάτων της άρχουσας τάξης, που οδήγησε στην καταπάτηση, οικοπεδοποίηση, ξεπούλημα στο μεγάλο κεφάλαιο, τεράστιων εκτάσεων δημόσιας γης, στην εμπορευματοποίησή της.
ε. Αντιμετώπιση του ιδιαίτερου προβλήματος των μικρότερων νησιών με θέσπιση κανόνων και παροχή εξοπλισμού για τη θαλάσσια μεταφορά προδιαχωρισμένων στην πηγή ξηρών υλικών αλλά και σύμμεικτων αποβλήτων για νησιά με πολύ μικρό πληθυσμό. 
στ. Ενσωμάτωση των παραπάνω κατευθύνσεων σε όλα τα ρεύματα των αποβλήτων που οφείλει να περιλαμβάνει ο Εθνικός Σχεδιασμός. Σημαντική μέριμνα πρέπει να δίνεται στην ολοκληρωμένη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων, ιδιαίτερα των βιομηχανικών λόγω της διαπιστωμένης ασυδοσίας των παραγωγών τους, οι οποίοι οφείλουν πλέον να αποδεικνύουν σε κάθε έλεγχο τη σύννομη διαχείριση των αποβλήτων  τους, από τη δημιουργία τους μέχρι την τελική επεξεργασία τους, και να καλύπτουν το σύνολο των σχετικών δαπανών. 
ζ. Ουσιαστική ενίσχυση σε αριθμό, εξοπλισμό και οργάνωση του έμψυχου δυναμικού που εργάζεται στις εγκαταστάσεις και δραστηριότητες σε όλες τις φάσεις διαχείρισης των αποβλήτων, σε συνθήκες που να προστατεύουν την υγεία και την ασφάλειά τους καθώς και όλα τα εργασιακά τους δικαιώματα. Αντίστοιχη ενίσχυση του προσωπικού άσκησης περιβαλλοντικού ελέγχου με τους ίδιους πιο πάνω όρους εργασίας στο δημόσιο, καθώς και πλήρη διασφάλιση των όρων για την ανεμπόδιστη άσκηση  του υπηρεσιακού τους αντικειμένου, ιδιαίτερα στις ιδιωτικές εγκαταστάσεις. 
Σε κάθε, όμως περίπτωση για μας είναι ξεκάθαρο. Με ΣΔΙΤ ή χωρίς αυτές, με κεντρική ή με αποκεντρωμένη διαχείριση, με τοπικά σχέδια ή με περιφερειακό σχεδιασμό με τη μια ή την άλλη μέθοδο διαχείρισης και πάλι κερδισμένο θα είναι το κεφάλαιο, αν δεν πάρει την υπόθεση στα χέρια του το μαζικό κίνημα με ξεκάθαρους ταξικούς στόχους στο πλαίσιο της συνολικότερης πάλης του, στο δρόμο του αγώνα να γίνουν οι εργαζόμενοι αφέντες του πλούτου που παράγουν. Το ανασυνταγμένο λαϊκό κίνημα μπορεί και θα βάλει τη σφραγίδα του στη λύση και αυτού του οξυμένου λαϊκού προβλήματος.-
Παραπομπές
[1] Στην υπόψη παρ. «7.3.2.2 Ανάπτυξη συστημάτων διαλογής στην πηγή») αναφέρεται: «Εκτιμάται ότι η λειτουργία δικτύου ΔσΠ για τα βιοαπόβλητα θα επιφέρει μια αύξηση του κόστους αποκομιδής της τάξης του 20 – 50% ανάλογα με το Δήμο …» (μέση τιμή 35%) ενώ «για την επέκταση των ΔσΠ ανακυκλώσιμων υλικών, … αναμένεται αύξηση του κόστους αποκομιδής της τάξης του 20 – 40% ανάλογα με το Δήμο» (μέση αύξηση 30%). Σύμφωνα, επομένως, με τις παραπάνω εκτιμήσεις των ΤΣΔΑ και του ΠΕΣΔΑ η λειτουργία των συστημάτων ΔσΠ θα αυξήσει το σημερινό κόστος αποκομιδής κατά 65%. Αύξηση που αποτιμάται κατά 120*0,65 = 78 €/τον (εκτιμάται μέσο κόστος αποκομιδής 120€/τον) δηλ. κατά 264.000 τον/έτος * 78 = 20,6 εκ.€/έτος. 
[2] Εάν εκτιμήσουμε ότι για την απρόσκοπτη λειτουργία των 25 Πράσινων Σημείων απαιτούνται 75 νέες θέσεις εργασίας (για 312 ημέρες το χρόνο), αυτές απαιτούν 106 εργαζόμενους (για 220 εργάσιμες ημέρες ο καθένας). Με ανηγμένο ανά εργαζόμενο κόστος λειτουργίας 25.000 €/έτος (μισθοί, υπερωρίες, ασφαλιστικές εισφορές, καύσιμα, συντήρηση και επισκευές, ανανέωση εξοπλισμού, δαπάνες δικτύων οργανισμών κοινής ωφέλειας κ.ά.) προκύπτει ετήσιο κόστος λειτουργίας 106*25.000 = 2,65 εκ.€/έτος. Εάν το κόστος αυτό επιμεριστεί στους 76.000 τόνους των υλικών που ανακυκλώνονται συνολικά (δεν υπάρχει εκτίμηση για τις ποσότητες που θα ανακυκλώνονται στα Πρ. Σ.), προκύπτει πρόσθετη λόγω Πρ. Σ. επιβάρυνση συλλογής των ανακυκλώσιμων ίση με 34,8 €/τον.
[3] Πράγματι, όπως προκύπτει και από τον πίν. Ι.2 του πρόσφατου τεύχους «Συμπληρωματικά Στοιχεία» της ΣΜΠΕ, οι ΜΕΑ τροφοδοτούνται με 132.300 τον πρωτογενών σύμμεικτων αποβλήτων ενώ οι υπόλοιποι 132.000 τον «ανακτώνται με προδιαλογή». Στον υπόψη πίνακα τα (αναπόφευκτα) υπολείμματα από την επεξεργασία των προδιαλεγμένων αποβλήτων (βιοαπόβλητα, ξηρά ανακυκλώσιμα) «εξαφανίζονται ως διά μαγείας» καθώς τα μόνα υπολείμματα προς ΧΥΤΥ είναι αυτά των ΜΕΑ. Συνεπώς η μόνη συμβατή παραδοχή είναι ότι τα υπολείμματα της επεξεργασίας των χωριστών ρευμάτων οδηγούνται στις ΜΕΑ. Με υπόθεση εργασίας ότι τα υπολείμματα αυτά ανέρχονται στο 10% των συλλεγομένων και παίρνοντας υπόψη ότι τα ανακτώμενα υλικά ανέρχονται σε 132.000 τον (πίν. Ι.2) προκύπτει ότι τα υπόψη υπολείμματα ανέρχονται σε 132.000*0,10/0,90 = 14.700 τον. Οπότε οι μονάδες τροφοδοτούνται στην πραγματικότητα με 132.300 + 14.700 = 147.000 τον ΑΣΑ (αστικά απόβλητα) και θα πρέπει το ισοζύγιο μάζας να διορθωθεί σύμφωνα με τα παραπάνω. Εάν σε αυτά προσθέσουμε και 11.600 τον ιλύος (από τις 17.000 τον/έτος) φτάνουμε στους προηγούμενους 158.600 τον του ΠΕΣΔΑ.
[4] Στο Παράρτημα ΙΙΙ («Περιεχόμενο των ΣΜΠΕ)» της ΚΥΑ 107017/2006 ορίζεται σχετικά με το περιεχόμενο του Κεφ.7 «Εκτίμηση, Αξιολόγηση και Αντιμετώπιση των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον»: 
«Προσδιορίζονται, εκτιμώνται και αξιολογούνται οι ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, και ειδικότερα οι πρωτογενείς και δευτερογενείς, σωρευτικές, συνεργιστικές, βραχυ−, μεσο−, μακροπρόθεσμες, μόνιμες και προσωρινές, θετικές και αρνητικές επιπτώσεις σε τομείς όπως:
η βιοποικιλότητα, ο πληθυσμός, η ανθρώπινη υγεία, η πανίδα, η χλωρίδα, το έδαφος, τα ύδατα, ο αέρας, οι κλιματικοί παράγοντες, τα υλικά περιουσιακά στοιχεία, η πολιτιστική κληρονομιά συμπεριλαμβανομένης της αρχιτεκτονικής και αρχαιολογικής κληρονομιάς, το τοπίο και οι σχέσεις μεταξύ των ανωτέρω παραγόντων.
Στο κεφάλαιο αυτό περιγράφεται ο τρόπος διενέργειας της εκτίμησης των επιπτώσεων στο περιβάλλον.
Επίσης περιγράφονται: 
α) οι προτάσεις / κατευθύνσεις / μέτρα για την πρόληψη, τον περιορισμό και την, κατά το δυνατόν, αντιμετώπιση οποιωνδήποτε σημαντικών δυσμενών επιπτώσεων στο περιβάλλον, και
β) το σύστημα παρακολούθησης των σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος (monitoring).

(Δελτίο Τύπου)

Tags: 

Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.