Το καφενείο του Κωστή του Τσέρτου στα Τρόπαια

Το καφενείο του Κωστή του Τσέρτου στα Τρόπαια

Αύγουστος 16, 2017 - 21:02
1 σχόλια

Αφιερωμένο στην μνήμη του Κωστή και της Λούλας Τσέρτου

Tου Θόδωρου Νίτσου

Ας ξεκινήσω από τον άνθρωπο πρώτα. Ο γείτονάς μου ο Κωστής ο Τσέρτος, υπήρξε σωστός και πρωτοπόρος επαγγελματίας, αγαπητός στους πελάτες, σεβαστός στους συγχωριανούς, αυστηρός μα δίκαιος σε μας τα παιδιά, άνθρωπος κοινωνικός, με χιούμορ και ευπρέπεια, υπήρξε ένας ευπατρίδης, ένας πραγματικά κύριος. Δυστυχώς έφυγε νωρίς πριν προλάβει να χαρεί την όμορφη οικογένειά του.

Αν υπάρχει ένα μαγαζί που να έχω ταυτίσει τα παιδικά μου χρόνια, τις πιο παλιές, τις πιο ωραίες, τις πιο νοσταλγικές αναμνήσεις μου, αυτό είναι το καφενείο του Κωστή του Τσέρτου. Το καφενείο βρισκόταν δίπλα στο ΚΤΕΛ και σε ένα ευρύχωρο, καθαρό και μοντέρνο για την εποχή χώρο. Η είσοδος στο χώρο γινόταν από δύο δίφυλλες σιδερένιες πόρτες, η μία βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο ΚΤΕΛ και συνήθως άνοιγε μόνο το ένα της φύλλο και η άλλη, η κύρια ας το πούμε, ήταν στην κοψιά που σχηματίζουν οι δύο γωνίες του κτηρίου και ήταν πάντα ανοιχτά και τα δύο της φύλλα. Μπροστά από αυτή την πόρτα υπήρχε μια μεγάλη σχάρα για να σκουπίζουν οι πελάτες τα πόδια τους, δεξιά μπαίνοντας υπήρχε το JUKEBOX και δύο τραπεζάκια. Στο βάθος βρισκόταν ένα μεγάλο επαγγελματικό ψυγείο βιτρίνα, που γέμιζε με γλυκά "ΛΟYΣΙΟΣ" (τρίγωνα, πουράκια, κοπενχάγια, μπακλαβάδες). Υπήρχαν ακόμα μέσα στο ψυγείο, λαχταριστές πάστες Τριπολιτσιώτικες που έφθαναν καθημερινά με το λεωφορείο μέσα σε ένα ξύλινο κιβώτιο, τρούφες μεγάλες τυλιγμένες με ζελατίνα. Πάνω στο ψυγείο υπήρχαν δυο μεγάλα πλαστικά δοχεία που περιείχαν στραγάλια και πασατέμπο, υπήρχαν ακόμη και δύο προθήκες με χύμα μπισκότα Μιράντα και Πτι μπερ Παπαδοπούλου. Στη μέσα μεριά του ψυγείου,υπήρχαν κοκάλινα βάζα με γλυκά του κουταλιού, έχω ήδη διηγηθεί το πάθημά μου με το βάζο* και δίπλα η βρύση του ψύκτη και ένας δίσκος με καθαρά ποτήρια. 

Αριστερά από το ψυγείο, αμέσως μετά το διάδρομο που οδηγούσε στην κουζίνα, υπήρχε ένας πάγκος και πάνω του μια βιτρίνα που έβαζε ο Κωστής φρυγανιές, κάτι τεράστιες, τραγανές που έκοβαν την πείνα στους πολυπληθείς ταξιδιώτες, κάτι σαν κουλουράκι Θεσσαλονίκης δηλαδή. Αριστερά από τον πάγκο αυτό υπήρχε πάνω σε ένα τραπέζι ένα μεγάλο ραδιοπικάπ που άνοιγε από πάνω. Αριστερά του υπήρχε μια μεταλλική κρεμάστρα με πιλοδόχο και ένας μακρόστενος καθρέπτης "Παπαγάλος". Μια πόρτα στον αριστερό τοίχο οδηγούσε στην τουαλέτα, που ήταν κοινή με το ΚΤΕΛ. Άλλος ένας καθρέπτης και μία κρεμάστρα, βρισκόταν δεξιά από αυτή την πόρτα. Τον ευρύχωρο χώρο του μαγαζιού γέμιζαν καμιά δεκαπενταριά, μικρά μαρμάρινα τραπέζια που τραβώντας ένα μικρό χερούλι αποκαλύπτονταν μια ξύλινη προέκταση που ακουμπούσαν τα ποτά τους οι παίχτες. Σημειωτέον ότι το καφενείο του Κωστή λειτουργούσε περισσότερο σαν αναψυκτήριο και λίγοι το είχαν στέκι για παιχνίδι. Φάτσα στη είσοδο της κουζίνας βρισκόταν η επαγγελματική γκαζιέρα του καφενείου με ένα μικρό φλογάκι που έκαιγε μόνιμα, δεξιά τα καφόμπρικα, ακόμα πιο δεξιά ο νεροχύτης και απέναντι τα ράφια με τα τα ποτήρια και τα φλιτζάνια. Ο καφές σερβιριζόταν σε χοντρό ή σε λεπτό φλιτζάνι πάντα σε πιατελάκι και με κρύο νερό από τον ψύκτη. Όταν σερβίριζε ο Κωστής καφέδες πάντα έβαζε περισσότερα ποτήρια με νερό στον δίσκο, γιατί μερικοί έπιναν το πρώτο ποτήρι αμέσως με την παράδοση του καφέ και το επέστρεφαν επιτόπου ζητώντας ένα δεύτερο. Μεγάλος συνωστισμός γινόταν κάθε απόγευμα στα τραπέζια που υπήρχαν απέναντι στην περίφραξη του πάρκου. Αρχικά προτού πλακώσουν οι μεγάλοι, άραζαν νεαροί μαθητές αργόσχολοι * που έκαναν χάζι στους περαστικούς, αλλά κατά τις 3,45’ τους έδιωχνε ο Κωστής με τη γνωστή φράση: 

Για άντεστε για κατούρημα οι μαθητές! 

Τότε ερχόταν η ώρα των μεγάλων* που χαλάρωναν κάτω από τον ίσκιο που έριχναν τα κλαδιά από τις ακακίες και τα λιγούστρα του πάρκου, προτού τραβήξουν για την πλατεία που ήταν το βραδινό στέκι τους.
Εποχιακά το καφενείο εμπλουτιζόταν με ψυγείο παγωτών της Δέλτα, ενώ τον χειμώνα λόγω των μαθητών έφερνε διάφορα είδη από μπισκότα, σοκολάτες, γκοφρέτες, καραμελικά, τσίχλες, πατατάκια.
Για μένα λοιπόν, που υπήρξα και βοηθός σε αυτό το καφενείο, εκεί βρισκόταν το κέντρο του κόσμου, αλλά και για το χωριό υπήρξε το καφενείο σημείο αναφοράς, εκεί γλεντούσε ο κόσμος στις γιορτές με ορχήστρα ή με το JUKEBOX, εκεί πήγαινε για το Κυριακάτικο σινεμά, εκεί για το ταπεινό σουβλάκι που έψηνε ο Κωστής σε ένα ρεσώ, εκεί η περαντζάδα, εκεί έτρωγαν οι νεαρές Τροπαιάτισες το γλυκό του κουταλιού ή το υποβρύχιό τους μετά τη βόλτα στο εξοχικό, εκεί μπροστά από το καφενείο γινόταν το πανηγύρι, οι συγκεντρώσεις για τις εθνικές εορτές. 
Αξέχαστη εποχή, ΌΜΟΡΦΑ ΧΡΟΝΙΑ, και προ πάντων, ωραίοι άνθρωποι που πέρασαν, αλλά και πάντα θα υπάρχουν!

*Τα τραπέζια απέναντι, στην περίφραξη του πάρκου, ήταν ήδη πιασμένα από τζαμπατζήδες νεαρούς, που σπάνια έπιναν καμιά γκαζόζα. Είχαν απλωθεί σε δυο-τρεις καρέκλες ο καθένας, πείραζαν ο ένας τον άλλο κι έκαναν χάζι τους ταξιδιώτες που έφταναν από την Κατσουλιά, του Σπάθαρι και τ’ άλλα χωριά κουβαλώντας τα μπαγκάζια τους. Το αγαπημένο τους παιχνίδι μια εποχή ήταν να φωνάζουν: «Έλα, καρόοοτσι!», ενώ άλλος φώναζε: «Καρότσι με ράδιο!» (Λόγω του πολύ έντονου ανταγωνισμού, «υπήρχαν» ακόμη και καρότσια με τηλεόραση, πολύ πριν έρθει η τηλεόραση στην Ελλάδα, κι εκτελούσαν δήθεν μεταφορές!) 
Το ραχάτι όμως και την καζούρα των αραχτών τη χαλούσε η φωνή του καφετζή, που φώναζε: «Για άντεστε για κατούρημα οι μαθητές!» Τα τραπέζια άδειαζαν απρόθυμα, δήθεν ότι ο καφετζής τούς χαλούσε τη σπουδαία δουλειά που έκαναν.

*Περιμένω με τους κολλητούς ν’ αδειάσει η «πίστα» μασουλώντας τις τελευταίες μπουκιές από τη φέτα μου, όταν με διακόπτει η φωνή του Κωστή του Τσέρτου, του καφετζή: «Λάκη, άσε το παιχνίδι, έχουμε δουλειές τώρα!» Τρώω την τελευταία μπουκιά, καθαρίζω το στόμα μου με την ανάποδη της παλάμης, τινάζω την μπλούζα μου από τα ψίχουλα και τρέχω στο καφενείο. Στην είσοδο συναντάω τον Γιάννη τον Τσέρτο, φοιτητή τότε μαθηματικών, που βοηθούσε στις διακοπές τον ξάδερφό του. Μου χαϊδεύει τα μαλλιά και μου λέει:

«Καλώς τη φρονιμάδα μου!» συνεχίζοντας το σερβίρισμα με το δίσκο.

Σκύβω το κεφάλι (πάντα ένιωθα μια συστολή με αγνώστους, αλλά και γνωστούς που είχα καιρό να τους δω) και συνεχίζω προς τον πάγκο. «Έλα, λεβέντη μου», μου λέει ο Κωστής, «πάρε την τσαντούλα με το βάζοκαι πήγαινε στον Μουτζούρη να σου βάλει γλυκό κεράσι». Αρπάζω την τσάντα και κάνω να φύγω. «Ε, πού πας;» με σταματάει ο Κωστής. Μου βάζει στην τσέπη μια χούφτα στραγάλια. «Αυτά για να μη σου φανεί ο δρόμος», μου λέει. «Και πού ’σαι, μη χαζολογάς στο δρόμο, έφτυσα!»
Βγαίνω από το καφενείο, απέξω με περιμένει ο Τάκης ο Νικητόπουλος, που μ’ ακολουθεί. Μέχρι να φτάσουμε στο περίπτερο, ανοίγω από περιέργεια την τσάντα, βγάζω το καπάκι από το κοκάλινο βάζο και ξερογλείφομαι: αρκετά τρίμματα γλυκού και μπόλικο σιρόπι βρίσκονται μέσα. Ρίχνω κάμποσο σιρόπι στοκαπάκι, το δίνω του Τάκη κι εγώ προσπαθώ να πιω από το βάζο, αλλά στη βιασύνη μού γλιστράει από τα χέρια και πέφτει κάτω. Το σηκώνω και τρέχω στη βρύση, κάτω από τη σκάλα της Γιαννούλας, το ξεπλένω καλά, κι ούτε γάτα ούτε ζημιά.

Πηγαίνω τρέχοντας, έχω ήδη καθυστερήσει, στο ιχθυοπωροπαντοπωλείο «Οι Λεσμοί» των αδελφών Αγγελάκου και Θοδωρή Σταυρόπουλου (Μουτζουραίων). Ο Μουτζούρης παίρνει με το πάσο του ένα μάτσο κλειδιά και μας πάει δίπλα στου παπα-Βασίλη. Ο Τάκης πάντα μαζί μου. Ανοίγει μια πόρτα ο Μουτζούρης. Είναι η αποθήκη του μπακάλικου, φίσκα στο εμπόρευμα. Σεμια γωνιά βρίσκονται τα δοχεία με τα γλυκά. Ανοίγει ένα και με μια κουτάλα βάζει στο βάζο. Δεν προλαβαίνει να βάλει δεύτερη και κοιτάει το χέρι του – έχει γεμίσει σιρόπι, το βάζο έχει ραγίσει. Αδειάζει στον ντενεκέ το γλυκό κι αρχίζει το στόλισμα: «Έτσι σας το ’δωσε το κωλόπαιδο;» λέει για τον ανιψιό του. «Ναι, θείε», απαντάω εγώ. «Δεν το είδε το στραβάδι; Θα τον πάρει και θα τον σηκώσει! Πήγαινέ το πίσω να σου δώσει άλλο». Φυσικά, το δοχείο το πήγε ο Τάκης, εγώ καλύτερα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Την άλλη μέρα ο Κωστής, κάνοντας πλάκα, έλεγε του πατέρα μου: «Μήτσιο, μου έκανε μεγάλη ζημιά ο Λάκης σου χτες. Του έδωσα ένα βάζο να πάρει γλυκό, κι αυτός βρήκετον Τάκη και για να πιουν το σιρόπι το πίεσαν να κάνει χείλος και μου το ’σπασαν».

*Αλλά ήταν η ώρα των μεγάλων, που κατέφθαναν κατά τις τέσσερις με τα ωραία τους τα φαρδιά παντελόνια, τα ατσαλάκωταπουκάμισα, τα ψαθάκια, τα καλογυαλισμένα τους παπούτσια και απαραίτητα το Τροπαιάτικο κομπολόι στο χέρι, που δεν το βροντοχτυπούσαν (αυτό το έκαναν οι νεαροί με τα φτηνά κομπολόγια που αγόραζαν στο πανηγύρι), αλλά άφηναν τις χάντρες να κυλούν απαλά μίαμία. Θυμάμαι το θείο μου τον Θοδωρή τον Σίψο με την τεράστια κομπολόγα του, που δήθεν θα μου την έφερνε στο κεφάλι κι εγώ του την άρπαζα στον αέρα. Το ίδιο κόλπο έκανε πολύ αργότερα και με την κόρη μου τη Σοφία.

Ο συνωστισμός ήταν μεγάλος, Τροπαιάτες που ρέμβαζαν και συζητούσαν, μικροπωλητές (ο γερο-Χασμίδας και ο Πετρής με φιστίκια), ο Τσιμπουξής με το κασελάκι του, ταξιδιώτες από την Πέρα Μεριά που είχαν έρθει με το πρωινό λεωφορείο των 8 για ψώνια ή σε κάποια υπηρεσία και τώρα επέστρεφαν, Κατσουλαίοι που έφταναν με τα πόδια ή με ταξί για να πάνε στην Τρίπολη ή στον Πύργο.

Φωτογραφία του χρήστη Όμορφα χρόνια.

Μπέζος, Κωστής, Αλεξούλης


Υπάρχει 1 Σχόλιο

Συγχαρητήρια αγαπητέ πατριώτη. Η καταγραφή αφήγηση της καθημερινότητας περιοχών της πατρίδας μας είναι η ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ που συνδέει το ΧΘΕΣ το ΣΗΜΕΡΑ και το ΑΥΡΙΟ ΟΛΩΝ μας… Για τον λόγο αυτό δεν πρέπει να διστάζουμε να την καταχωρούμε ώστε να γίνεται Γνωστή στους ΝΕΟΥΣ μας που πρέπει να γνωρίζουν την ¨ΙΣΤΟΡΙΑ¨ της κάθε περιοχής Αντί να την ¨μαθαίνουν ¨από ¨σήριαλ¨ της ..τηλεόρασης….

Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.