Ηλίας Σιμόπουλος: Ένας ποιητής κοντά στη γη

Ηλίας Σιμόπουλος: Ένας ποιητής κοντά στη γη

Αύγουστος 31, 2015 - 20:00
0 σχόλια

«Τι θα φυτέψεις/ Τι θ' αφήσεις/ να σκέφτεσαι μόνο./ Είναι τόσο σύντομη η διαδρομή»...

Ο ποιητής Ηλίας Σιμόπουλος έκλεισε για πάντα τα μάτια του πλήρης ημερών την προτελευταία ημέρα του καλοκαιριού. Πολυβραβευμένος, αγωνιστής, λάτρης της γης. Η γραφή του απλή, γεμάτη νόημα και συναίσθημα, μεστή, κατανοητή, και αρκαδική...

Ο Ηλίας Σιμόπουλος γεννήθηκε στις 23 Νοέμβρη του 1923 στον Κραμποβό (Καστανοχώρι) Αρκαδίας. Οι γονείς του ήταν αγρότες και τα αγροτικά θέματα ποτέ δεν έλειψαν από το έργο του. Εκεί φοίτησε στο δημοτικό σχολείο και στη συνέχεια στο «Ελληνικό Σχολείο» στο Ίσαρι. Το 1925 πήγε στην Αθήνα όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο, τη, Νομική Σχολή, και το Γαλλικό Ινστιτούτο, ενώ μιλούσε γαλλικά, αγγλικά και ρωσικά.

Όταν ήταν φοιτητής, έλαβε ενεργό μέρος στο φοιτητικό κίνημα της εποχής και ήταν υπεύθυνος στη «Φοιτητική Φωνή», όργανο της αριστερής φοιτητικής παράταξης. Παράλληλα δούλεψε σε πολλές εφημερίδες. Η Μούσα τον επισκέφθηκε ήδη από το Γυμνάσιο, και όντας μαθητής είχε αρχίσει να γράφει ποιήματα και κείμενά του δημοσιεύονταν στη «Διάπλαση των Παίδων», στην «Παιδική Χαρά» και σε άλλα έντυπα.

Αργότερα, χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο «Παύλος Ροδής» και δημοσίευσε ποιήματα, μελέτες και άλλα λογοτεχνικά κείμενα σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες. Κατά τα χρόνια 1934-1936 ήταν Γραμματέας της Καλλιτεχνικής Επιτροπής στην «Ενωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας» (με μέλη τους: Κώστα Βάρναλη, Γιάννη Ρίτσο, Μενέλαο Λουντέμη, Γιώργη Ζάρκο, Τίμο Βιτσώρη, και Πέτρο Στυλίτη).

Το 1936 η δικτατορία του Μεταξά σταματά την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής, με τίτλο «Εναγώνια» που βρισκόταν στο τυπογραφείο. Συνελήφθη από την ειδική ασφάλεια, βασανίστηκε και μετατάχθηκε από τη σχολή εφέδρων αξιωματικών στο 11ο σύνταγμα πεζικού σαν απλός στρατιώτης. Κατασχέθηκαν όλα του τα χειρόγραφα και καταστράφηκε όλο του το αρχείο. Ο ποιητής έλαβε μέρος στον πόλεμο της Αλβανίας και στην Εθνική Αντίσταση.

Το 1946 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή, ωστόσο κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου φιμώνεται για δεύτερη φορά και σταματά κάθε δημοσίευση του έργου του. Ως αποτέλεσμα, μόλις το 1958 κυκλοφόρησε η «Αρκαδική Ραψωδία» που, μαζί με πολλά έργα του, ήταν έτοιμη ήδη από το 1919.

Η «Αρκαδική Ραψωδία» μελοποιήθηκε από το μουσικοσυνθέτη Ιωσήφ Μπενάκη και πρωτοπαρουσιάστηκε στην Τρίπολη (Κινηματογράφο Αρκαδία) στις 29.12.1980 με μεγάλη χορωδία και με τους πρωταγωνιστές της Λυρικής σκηνής Αντρέα Κουλουμπή και Μυρτώ Δουλή. Επαναλήφθηκε στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά 3.2.81 στις εκδηλώσεις «Έκφραση» του Υπουργείου Πολιτισμού και στην τηλεόραση 2 στις 28 Οκτωβρίου 1987.

Ο Ηλίας Σιμόπουλος έγινε μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών στις 2.6.1959 και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών στις 20.3.1960. Επειδή όμως η εκλογή του στο Σύνδεσμο προηγήθηκε, για λόγους ευαισθησίας παρέμεινε σ' αυτόν έως τις 18 Μαρτίου 1989, οπότε αποσύρθηκε, για να επιμεληθεί το έργο του.

Το έργο του
Ποίηση - Βιβλία
1) Χαιρετισμός στον πρώτο ήλιο, 1946. 2) Αρκαδική Ραψωδία, 1958. 3) Έκτη Εντολή, 1959. 4) Το σπίτι με τις χελιδονοφωλιές, 1961. 5) Το μεγάλο ποτάμι, 1964. 6) Τεκμήρια, 1968. 7) Τα ρόδα της Ιεριχώς, 1970. 8) Το τετράδιο της γης, 1971. 9) Μικρές Μαρτυρίες, 1972. 10) Εναγώνια, 1974. 11) Προσπελάσεις, 1976. 12) Σημαφόροι, 1980. 13) Εσπερινός Απόλογος, 1983. 14) Οι πληγές και τα παράθυρα, 1986. 15) Μακρινό ταξίδι, 1990. 16) Πέτρες, 1992. 17) Κέρματα, 1995. 18) Σε αναδρομική έκδοση: Ποίηση, τόμος Α΄ 1989 και Ποίηση τόμος Β΄ 1990. 19) Θροΐσματα ανέμων, 1996.
Ακόμη, έχει γράψει πολλές μελέτες και μια ανθολογία, ενώ το έργο του έχει μεταφραστεί ευρέως, ενώ είχε λάβει πολλά βραβεία και διακρίσεις.

Αποσπάσματα από το έργο του:
Ο Θρήνος της Μάνας («Αρκαδική Ραψωδία»)
Όλη τη μέρα που 'λειπες το σπίτι μας ρημάδι.
Κι όμως πώς ήταν όμορφα σα γύριζες το βράδυ
Κι ας τρώγαμε ξερό ψωμί κι ας έλειπε το λάδι.
Κι ας έλειπαν τα κάρβουνα φτάνει που ήσουν κοντά μου.
Αχ πως στο κάθε χτύπημα της πόρτας η καρδιά μου
Ραγίζουνταν, αγόρι μου, και μου 'φευγε η λαλιά μου.
Θυμάσαι τις τριανταφυλλιές μπροστά στο περιβόλι
Που ανθίζανε την άνοιξη και πια την κάθε σκόλη
Γιομίζαμε τριαντάφυλλα την αγκαλιά μας όλη.
Κι ο γέρος ο πατέρας σου καμάρωνε κι αντάμα
Καμάρωνα κι η δόλια εγώ, κι αν έκλαιγα - τι θάμα!- 
Περσότερο ξαλάφρωνε η καρδιά μου από το κλάμα.
Μεγάλωσες. Δε μ' άκουγες. Έφευγες όλη μέρα. 
Κι όταν τα βράδια μου 'λεγες «Η Λευτεριά μητέρα 
Θα ρθεί» μ' άγγιζαν την καρδιά τα λόγια σα φοβέρα. 
Μ' αν μου 'φευγες πρωί πρωί, προτού να φέξει, μόνος
Κι αργοκυλούσαν οι ώρες μου, κάθε στιγμή ένας χρόνος
Το 'ξερα πως θα γύριζες κ' ήταν γλυκός ο πόνος.
Τώρα στο παραγώνι μας κουβαριασμένη ρέβω
Σαν αστραποκαμένη ελιά και πια δε σε γυρεύω
Τι 'ναι ψηλός ο ανήφορος και δε μπορώ ν' ανέβω.
Γιατί δεν άκουες, γιόκα μου, τη μάνα που σ' εγέννα;
Κι αν έρθει τώρα η Λευτεριά πουν' όλα ρημαγμένα
Τι να την κάνω, αγόρι μου γλυκό, χωρίς εσένα;

Τα Δάχτυλα («Το τετράδιο της Γης»)
Μιλούσε με τα δάχτυλά του
Ανάμεσα απ' αυτά
έβλεπε τα πάντα
Ξαφνικά τα δάχτυλά του
έσμιξαν
Έγιναν Γροθιά

Ο Δρόμος («Τεκμήρια») 
Πόσες χαμένες μάχες
πόσες νίκες πικρές
πόσα ποτάμια αίματα
χρειάστηκαν
ν' ανοίξει ο δρόμος.
Μη σκαλίζεις τους τάφους.
Κάποτε
οι πόνοι θα σωπάσουν.
Τι θα φυτέψεις
Τι θ' αφήσεις
να σκέφτεσαι μόνο.
Είναι τόσο σύντομη
η διαδρομή.

Το Δέντρο («Η Έκτη Εντολή»)
Ο άνθρωπος, αγάπη μου 
Την ίδια ώρα 
γίνεται ποιητής ή δολοφόνος 
Ένας άγγελος τον παραστέκει 
Ένας δαίμονας του Χαμογελά.
Σκυμμένος στις εξισώσεις του 
Με πολλούς αγνώστους 
Σπέρνει τον όλεθρο στη Χιρισίμα 
Εξακοντίζει τους Σπούτνικ στους αιθέρες.
Ο άνθρωπος, αγάπη μου 
Μπορεί μονάχος του 
Να γίνεται φως ή νύχτα 
Να σκοτώνεται σ' όλους τους πολέμους 
Για τη λευτεριά και τη δικαιοσύνη 
Και να λυντσάρει το μικρό νέγρο 
Που τόλμησε να ζητωκραυγάσει έξαλλος 
την ομορφιά μιάς άσπρης.
Ο άνθρωπος, αγάπη μου 
Την ίδια ώρα 
Σηκώνει από τα Τάρταρα 
Τους ίσκιους του τρόμου 
Να φράξει το δρόμο μας 
Κι ανοίγει τους κρουνούς της ζωής 
Να μας χαρίσει το μέλλον 
Καθώς εσύ ανοίγεις την πόρτα σου 
και λες στους επισκέπτες 
-«Περάστε!».
Ο άνθρωπος, αγάπη μου 
Ποτίζει μέρα νύχτα 
Με το αίμα του και με τα δάκρυά του 
Το δέντρο της ζωής 
Που μεγαλώνει αφάνταστα 
Για να μας δώσει κάποτε 
Τους πιο γλυκούς καρπούς του.

Η Ανατολή («Το σπίτι με τις χελιδονοφωλιές»)
Όθε κοιτάξω αρίφνητοι σταυροί
πάνου από ανθρώπους κι όνειρα 
Αχ, κ' έχω ένα βουνό καημό 
που δε μπορώ να πάρω ανάσα. 
Έλα μωρέ τρελοβοριά με τη μεγάλη σκούπα σου 
Σάρωσε τούτ' τα μαύρα σύννεφα 
που μας σκεπάζουνε τον ήλιο 
Σάρωσε τούτ' τα μαύρα σύννεφα που μας βαραίνουν Σα μολύβι. 
Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά 
-Λευτέρωσε το δρόμο της 
Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά 
-Πως μπαίνει στην καρδιά μας το τραγούδι της. 
Σιγά αδερφέ 
Δε λέγεται με λόγια αλλά με δάκρυα 
Σιγά αδερφέ 
Δε λέγεται με δάκρυα αλλά με τόλμη 
Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά! 
Παραπονιάρη βιολιτζή Δε θέλω μοιρολόγια. 
Ταίριαξε τα τραγούδια σου στο βήμα το δικό της.
Το δρόμο μας τον βρήκαμε: 
Είναι η Ανατολή.

Η Λέξη («Μικρές Μαρτυρίες»)
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή 
ΣΟΛΩΜΟΣ
Είναι μια λέξη 
την ακούω καθαρά 
πίσω από αυτή τη σιωπή 
που βασιλεύει στην πατρίδα μου 
Όταν υψώνουν τη φωνή τους οι λαοί 
αυτή τη λέξη έχουν για σημαία τους 
Μ' αυτή ποθούν να δώσουν
σάρκα σ' ένα όνειρο παλιό 
Μεσ' απ' αυτή τεράστια ηλιοτρόπια
τα δέντρα καθρεφτίζονται
στα μάτια τους 
και προχωράνε.

Ο Θρήνος της Μάνας
Όλη τη μέρα που 'λειπες το σπίτι μας ρημάδι.
Κι όμως πώς ήταν όμορφα σα γύριζες το βράδυ
Κι ας τρώγαμε ξερό ψωμί κι ας έλειπε το λάδι.
Κι ας έλειπαν τα κάρβουνα φτάνει που ήσουν κοντά μου.
Αχ πως στο κάθε χτύπημα της πόρτας η καρδιά μου
Ραγίζουνταν, αγόρι μου, και μου 'φευγε η λαλιά μου.
Θυμάσαι τις τριανταφυλλιές μπροστά στο περιβόλι
Που ανθίζανε την άνοιξη και πια την κάθε σκόλη
Γιομίζαμε τριαντάφυλλα την αγκαλιά μας όλη.
Κι ο γέρος ο πατέρας σου καμάρωνε κι αντάμα
Καμάρωνα κι η δόλια εγώ, κι αν έκλαιγα - τι θάμα!-
Περσότερο ξαλάφρωνε η καρδιά μου από το κλάμα.
Μεγάλωσες. Δε μ' άκουγες. Έφευγες όλη μέρα.
Κι όταν τα βράδια μου 'λεγες "Η Λευτεριά μητέρα 
Θα ρθεί" μ' άγγιζαν την καρδιά τα λόγια σα φοβέρα.
Μ' αν μου 'φευγες πρωί πρωί, προτού να φέξει, μόνος
Κι αργοκυλούσαν οι ώρες μου, κάθε στιγμή ένας χρόνος
Το 'ξερα πως θα γύριζες κ' ήταν γλυκός ο πόνος.
Τώρα στο παραγώνι μας κουβαριασμένη ρέβω
Σαν αστραποκαμένη ελιά και πια δε σε γυρεύω
Τι 'ναι ψηλός ο ανήφορος και δε μπορώ ν' ανέβω
Γιατί δεν άκουες, γιόκα μου, τη μάνα που σ' εγέννα;
Κι αν έρθει τώρα η Λευτεριά πουν' όλα ρημαγμένα
Τι να την κάνω, αγόρι μου γλυκό, χωρίς εσένα;


Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.