Η καθημερινή ζωή στην Τριπολιτσά τον 18ο αιώνα
Τριπολιτσά. Η «μεγάλη τουρκόπολις», όπως την χαρακτηρίζει ο Γριτσόπουλος, στην καρδιά της Πελοποννήσου, έδρα του πασαλικιού του Μορέως από τον 18ο αιώνα, έμελλε να γίνει το σύμβολο της Επανάστασης του 1821. Εδώ, θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε πτυχές της καθημερινότητας της πόλης με τη μεγαλύτερη οικονομική και στρατιωτική σημασία εκείνη την εποχή. Μιας πόλης πολύχρωμης και πολυσυλλεκτικής, ενός κέντρου διοικητικού, στρατιωτικού και οικονομικού.
Η πόλη, πριν από την Άλωση της 23ης Σεπτεμβρίου 1821, αποτελούσε ένα «παράδοξον μωσαϊκόν» φυλών, εθνοτήτων και θρησκειών, αφού Οθωμανοί (διοίκηση), Έλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι, Αλβανοί (στρατιώτες) και Εβραίοι την κατοικούσαν. Οι πληθυσμοί αυτοί συμβίωναν, εργάζονταν (εκτός από την «παρασιτική ελίτ») και περνούσαν τις ημέρες τους γύρω από το σεράι του πασά, το «περιβόλι περιτοιχισμένον με υψηλάς μάνδρας, κατά το τουρκικόν έθιμον», όπως το περιγράφει ο Κανέλλος Δεληγιάννης, που βρισκόταν στη σημερινή πλατεία Άρεως. Η ζωή μέσα στην πόλη χρωματιζόταν από τη διαφορετικότητα των κατοίκων της, ωστόσο, όπως αναφέρουν περιηγητές και απομνημονευματογράφοι, το τουρκικό στοιχείο επικρατούσε.
Η Τριπολιτσά σήμερα, όπως και τον 18ο αιώνα, αναπτύσσεται επάνω σε τέσσερις κύριους οδικούς άξονες και διέθετε τείχος. Είχε επτά πόρτες (πύλες). Καθεμιά τους είχε μια τάπια με κανόνια. Τα λάβαρα με την Ημισέληνο ήταν ορατά από μακριά. Το μεγάλο τείχος που περιέκλειε την πόλη, ένα μικρό υπόλειμμα του οποίου λέγεται ότι σώζεται στο νεκροταφείο της Μεταμόρφωσης, στην πάλαι ποτέ πόρτα του Ναυπλίου από όπου εισέβαλαν οι επαναστάτες, ήταν χτισμένο με αγγαρεία Ελλήνων, από αρχαιότητες της Τεγέας. Μάλιστα, οι χτίστες, κατ’ εντολή των Οθωμανών, είχαν τοποθετήσει τις κεφαλές ή τις επιγραφές των αρχαιοτήτων με τρόπο ώστε να μην είναι ορατές, για να μην σκανδαλίζονται οι Οθωμανοί. Εκεί ο Γάλλος περιηγητής Pouqueville είχε αντικρίσει με φρίκη το 1799 την πυραμίδα με τις κεφαλές Αλβανών τους οποίους είχε σφάξει ο Χασάν πασάς το 1779. Σήμερα, στέκει εντός του νεκροταφείου ένα ταπεινό μνημείο που θυμίζει την είσοδο των επαναστατημένων στην πόλη, αφρόντιστο μάλλον από τους Τριπολίτες.
Όπως ήταν συνηθισμένο για την εποχή που εξετάζουμε, οι περισσότεροι από τους κατοίκους ήταν γεωργοί, ποιμένες και ημερόβιοι. «Εις δε την πόλιν μένουν μόνο οι βιομήχανοι», λέει ο Φώτης Χρυσανθόπουλος. Όπου βιομήχανοι, οι βιοτέχνες, στην πραγματικότητα. Ο πληθυσμός της πόλης παρουσίαζε αυξομοιώσεις, αφού από την άνοιξη και μετά έρχονταν προς αναζήτηση εργασίας χτίστες αλλά και έμποροι –εξ ου και η ύπαρξη τόσων πανδοχείων, όπως θα δούμε παρακάτω.
Ο ίδιος αγωνιστής αφηγείται πως οι κάτοικοι είχαν τη συνήθεια να αγοράζουν τις τροφές τους από την αρχή του χειμώνα καθώς τότε τα τρόφιμα ήταν πιο φθηνά, διότι εκείνη την εποχή έφερναν στην πόλη τα δέκατα και τα τριτοδέκατα όχι μόνο αυτής της επαρχίας αλλά και από άλλες επαρχίες. Τα γεννήματα έμεναν απούλητα στις αποθήκες. Τον Απρίλιο, όταν επέστρεφαν οι άνθρωποι από τα παράλια και τα χειμαδιά, τα προϊόντα πωλούνταν σε μεγαλύτερη τιμή, καθώς υπήρχε μεγαλύτερη ζήτηση. Αγορά γινόταν στην πόλη κάθε οκτώ ημέρες όπου «έκαστος αγόραζεν ως και τυρί, βούτυρον και το λάδι της χρονιάς του».
Από την εορτή του Αγίου Γεωργίου και μετά ξεκινούσαν οι μεγάλες εμποροπανηγύρεις οι οποίες συγκέντρωναν πλήθος εμπόρων. Η αγορά της πόλης ήταν καθαρά τουρκική. Το çarsi (σκεπαστοί εμπορικοί δρόμοι), ευθύγραμμο και ορθογώνιο, διαιρούσε την πόλη στα δύο από Βορρά προς Νότο. Η κυρίως αγορά ήταν στεγασμένη, μεγάλο τμήμα της όμως ήταν υπαίθριο. Στους ίδιους δρόμους (χωμάτινοι, γεμάτοι σκόνη και λάσπη) βρίσκονταν τα εργαστήρια, 558 τον αριθμό, τα οποία κάλυπταν τις τοπικές ανάγκες για μαλλί, μεταξωτά νήματα, στρώση υποζυγίων και ένδυση, Ακόμα υπήρχαν μαγαζιά που πουλούσαν καφέ και άλλα που τον καβούρδιζαν, μαγειρεία, χρυσοχοΐα, ρολογάδικα, καταστήματα που πουλούσαν μπόζα, ένα είδος τοπικής μπίρας, σαλέπι και ρακί, μπουγατσάδικα και φούρνοι, μπακάλικα. Στο ακραίο σημείο της αγοράς βρισκόταν το ψαροπάζαρο και πίσω του τα υπαίθρια κρεοπωλεία.
Σημαντική άνθηση γνώρισε η βυρσοδεψία στην Τριπολιτσά καθώς τα δέρματα ως πρώτη ύλη υπήρχαν σε αφθονία. Το 1807 συναντάμε οργανωμένους σε συντροφία τους αμπατζήδες, δηλαδή τους ράπτες χονδρών μάλλινων υφασμάτων της πόλης. Εκτός από την υφαντουργία δημιουργήθηκε και σαπουνοποιία στην Τριπολιτσά.
Οι Εβραίοι είχαν αναλάβει εξολοκλήρου το εσωτερικό εμπόριο, ενώ καταπιάνονταν δυναμικά και με το εξωτερικό. Αγόραζαν κυρίως τσόχινα υφάσματα τα οποία προωθούσαν στη συνέχεια στη Στερεά Ελλάδα.
Το παζάρι της πόλης, ο Μπόυερμαν το συγκρίνει με την εβδομαδιαία αγορά των μικρών πόλεων της Κεντρικής Ευρώπης. Ακόμη, υπήρχε μπεζεστένι, όπου γίνονταν αγοροπωλησίες και φυλάσσονταν εμπορεύματα, τέσσερα τζαμιά, 18 χάνια (τα δύο τουρκικά), 2 menzil, που ήταν σταθμοί ανεφοδιασμού όπου ο ταξιδιώτης έβρισκε και φαγητό, πέντε χαμάμ και 22 κοινόχρηστες βρύσες. Ο περιηγητής Pouqueville αριθμεί πέντε ορθόδοξες εκκλησίες. Σύμφωνα με την περιγραφή του, οι δρόμοι ήταν λιθοστρωμένοι μόνο στο κέντρο. Οι πλούσιοι κάτοικοι είχαν χτίσει μεγάλα οικήματα χωρίς καλαισθησία και με φανταχτερά χρώματα, ενώ οι φτωχότεροι ζούσαν σε «καλύβες», δηλαδή σπίτια με ένα μόνο δωμάτιο, κοντά στο τείχος, φτιαγμένα με πλίνθους. Ο καπνός της εστίας του έφευγε από τα κεραμίδια της σκεπής, καθώς δεν είχαν προνοήσει ούτε καν για καπνοδόχο. Κάθε σπίτι είχε το πηγάδι του, λέει ο περιηγητής, αλλά το νερό δεν ήταν καλό, σε αντίθεση με το νερό των πηγών.
Από τον Απρίλιο του 1821 «εγέμισεν η Τριπολιτσά πληθυσμόν τουρκικόν και ενόπλους», αφού οι Οθωμανοί επιζητούσαν την ασφάλεια του τείχους της. Ως προς τις σχέσεις του ελληνικού και του οθωμανικού στοιχείου, δεν είναι λίγες οι αναφορές στις πηγές που επισημαίνουν τη φιλία μεταξύ τους. Πριν από την άλωση, πολλές οικογένειες Οθωμανών ζήτησαν προστασία από τους γείτονες και φίλους Έλληνες.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, οι Έλληνες δεν πραγματοποιούσαν συγκεντρώσεις παρά μόνο στα σπίτια τους, ενώ οι δημόσιες κρήνες και τα μαγαζιά ήταν τα μέρη όπου συναντιούνταν. Πρέπει να πούμε, επίσης, ότι η ζωή στο σεράι διέφερε από τη ζωή εκτός αυτού. Χαρακτηριστικές είναι οι περιγραφές του Pouqueville για τη ζωή εντός του σεραγίου, όπου όλα περιστρέφονταν γύρω από τον πασά και όπου γίνονταν επίσημα δείπνα, με τις χανούμισσες να χορεύουν, με γελωτοποιούς και τραγούδια, κρέατα μαγειρεμένα με λίπος και καρυκεύματα, βαριά και με έντονη μυρωδιά.
Και τα τραπέζια των Ελλήνων; Στην Τριπολιτσά έτρωγαν ελιές και χαβιάρι, το οποίο ο περιηγητής μας βρήκε «μαύρο και απαίσιο στην όψη», ενώ σημείωνε ότι προκαλούσε αηδία στους ξένους.
Οι Έλληνες είχαν υιοθετήσει τη συνήθεια να τρώνε στον σοφρά, το χαμηλό τραπέζι, πολύ πρόχειρα όλες τις ημέρες εκτός από τις γιορτινές, ενώ «έπιναν κρασί με τη σειρά γύρω-γύρω και επανειλημμένα επί πολλή ώρα μετά το φαγητό». Τα αγγούρια τα έκοβαν κομματάκια και τα έριχναν στο γάλα. Είχαν και πολλά γλυκά: χαλβά, κουραμπιέδες, κανταΐφια, μπουρέκια, γιαούρτι και καϊμάκι, αλλά και σερμπέτια από φράουλες, βατόμουρα ή βερίκοκα.
(Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι οι Έλληνες «μαγείρευαν» την επανάσταση ψήνοντας χοιρινό τις απόκριες, καθώς εκείνες τις ημέρες οι Οθωμανοί δεν πλησίαζαν σε ελληνικά σπίτια, αφού θεωρούν το κρέας αυτό ακάθαρτο.)
Ο πόλεμος είναι πάντοτε μια βαθιά τομή. Στην πιο πάνω ειρηνική εικόνα, αντιπαραθέτουμε την περιγραφή του Raybaud, μετά την άλωση: Παιδιά –τι σημασία ποιας εθνοτικής ομάδας;- πέφτουν μανιασμένα πάνω στις ρώγες σταφυλιού που είχαν φτύσει οι στρατιώτες στο τείχος για να ξεγελάσουν την πείνα τους.
Η Τριπολιτσά μετά την άλωση, ήταν «κουρσεμένη, μια αμαρτωλή πόλη του μίσους, της οργής, της εκδικήσεως και του αίματος», με άταφους σωρούς οστών. Πείνα, τύφος, αβεβαιότητα.
Σήμερα, πολλά τα απομεινάρια του οθωμανικού παρελθόντος της. Ένα από αυτά η αγορά στην πλατεία Βαλτετσίου, εκεί όπου υπήρχε το παζάρι, και τα πολλά σπίτια του 19ου αιώνα και του 20ού, χτισμένα μέσα σε ψηλή μάντρα, ένα καθαρά οθωμανικό στοιχείο που «παντρεύτηκε» με τον νεοκλασικισμό.
Κάτω από τον ανδριάντα του Κολοκοτρώνη στην Άρεως, πάνω από τα παραχωσμένα οστά εκείνων που χάθηκαν στην άλωση, παίζουν σήμερα ειρηνικά παιδιά μουσουλμανικών οικογενειών.
Η Ανατολή και η Δύση συναντιούνται ακόμα στο κέντρο της Πελοποννήσου εξαιτίας –και πάλι- του πολέμου.
Γαλανιάδη Εύα, πρώτη δημοσίευση στην «Εφημερίδα των Συντακτών», Αφιέρωμα στην απελευθέρωση της Τριπολιτσάς: Άλωση χωρίς διαταγή εφόδου, Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2019 (έντυπη).
20 Σχόλια
Ο ανθελληνικός λυρισμός της
Μέρα που είναι έχυσαν οι
Η Εφημερίδα των Συντακτών σε
Η εφημερίδα των απλυτων
Τι σχέση έχει ρε άθλιε η
Για κάποιους η αλήθεια
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΤΗΝ
Την κυρία Γαλανιαδη δεν την
Ανθελληνικός λυρισμός ειναι η
20:42 αρμονία δηλαδή για σένα
20:42 Ανθελληνικός κατά
Οι σημερινοί αλληλέγγυοι των
ο γιατρός σου σού έχει πει να
Δεν έσφαζαν χριστιανούς
@09:05 - Από το ένα άκρο στο
@09:05 Την γλώσσα τους ή την
9:05 μπορεί να μην έσφαζαν
@08:49 Βασικά αφύπνιση των
σκοταδιστή μερκελοτάκη και
Παίζει κασέτα ο 17:24.
Προσθήκη νέου σχολίου
Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.