Εικονομαχία: Η πολιτική-θρησκευτική έριδα που συντάραξε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία

Εικονομαχία: Η πολιτική-θρησκευτική έριδα που συντάραξε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία

Μάρτιος 11, 2017 - 10:14
0 σχόλια

Η εικονομαχία ήταν μια πολιτικοθρησκευτική διαμάχη που συντάραξε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία τον 8ο και 9ο αιώνα και απείλησε σοβαρά τη συνοχή της. Αντίπαλοι ήταν οι Εικονομάχοι (ή Εικονοκλάστες), που υποστήριζαν ότι οι χριστιανοί δεν πρέπει να προσκυνούν τις άγιες εικόνες και οι Εικονολάτρες (ή Εικονόφιλοι), που διακήρυτταν το αντίθετο.

Για το φαινόμενο αυτό έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες και απόψεις. Ορισμένοι είδαν την Εικονομαχία ως προσπάθεια βίαιου εξανατολισμού της ελληνοχριστιανικής παράδοσης του Βυζαντίου, άλλοι ως πολιτική και κοινωνική μεταρρύθμιση με επίκεντρο τη μοναστηριακή περιουσία, άλλοι ως σύμπτωμα ενός βαθύτερου ταξικού αγώνα, ενώ κάποιοι άλλοι ως καθαρά θρησκευτική έριδα.

Το πρόβλημα της λατρείας των εικόνων δεν ήταν καινούριο. Πολλοί λαοί από αρχαιοτάτων χρόνων συνήθιζαν να απεικονίζουν με διαφόρους τρόπους τους θεούς τους και να λατρεύουν τα ομοιώματά τους. Εξαίρεση αποτελούσαν οι Εβραίοι. Η δεύτερη εντολή του Δεκαλόγου ή των Δέκα Εντολών ήταν σαφής («Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασιν υπό κάτω της γης») και απαγόρευε την κατασκευή και τη λατρεία ειδώλων, δηλαδή ομοιωμάτων.

Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, οι εικόνες θεωρούνταν από τους εβραϊκής καταγωγής χριστιανούς ως είδωλα, γι’ αυτό καταδιώκονταν. Δεκτές ήταν μόνο ορισμένες συμβολικές παραστάσεις, που χαράσσονταν στα τοιχώματα της κατακόμβης την περίοδο των διωγμών, όπως ο «Καλός Ποιμήν», ο «Ιχθύς» κ.ά.

Από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου άρχισε η απεικόνιση του Σταυρού και κατόπιν ακολούθησε απεικόνιση των Αποστόλων, της Παναγίας, του Χριστού και των αγίων. Στις αρχές του 8ου αιώνα η λατρεία των εικόνων είχε ξεφύγει από τον ορθό δρόμο. Ο λαός κινούμενος από αμάθεια και οι μοναχοί φλεγόμενοι από θρησκευτικό ζήλο και ιερό φανατισμό είχαν παρανοήσει τη διδασκαλία της Εκκλησίας για τις εικόνες και είχαν αρχίσει να λατρεύουν και να προσκυνούν αντί απλώς να τιμούν τις εικόνες. Η υπερβολή αυτή έκανε τους Άραβες Μουσουλμάνους να διακηρύττουν ότι οι χριστιανοί είναι ειδωλολάτρες και πολυθεϊστές.

Δημιουργήθηκε τότε μία διαφορά απόψεων πάνω στο θέμα: Είναι σωστό να προσκυνούν οι χριστιανοί εικόνες ή όχι; Το δίλημμα αυτό προσπάθησε να λύσει με δυναμικό τρόπο ο αυτοκράτορας Λέων Γ’ ο Ίσαυρος, αντί να προσπαθήσει να συγκεράσει τις δύο αντιτιθέμενες απόψεις. Παρουσιάστηκε μία μοναδική ευκαιρία για τον αυτοκράτορα να ελέγξει και να θέσει υπό τον έλεγχό του τη δράση των εκκλησιαστικών και παρεκκλησιαστικών παραγόντων, την οποία δεν άφησε να πάει χαμένη.

Τα μοναστήρια εκείνη την εποχή πλήθαιναν διαρκώς. Είχαν αποκτήσει μεγάλες περιουσίες από δωρεές και καθώς ήταν απαλλαγμένα από φόρους ζημίωναν την οικονομία της αυτοκρατορίας. Ο αριθμός των μοναχών γινόταν όλο και μεγαλύτερος και η επιρροή τους πάνω στις λαϊκές τάξεις στεκόταν εμπόδιο σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια.

Κατά τον Ζ΄ αιώνα προέκυψε μεγάλο ζήτημα από την απόπειρα των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινουπόλεως κατά της προσκυνήσεως των εικόνων, η εικονομαχία, όπως ονομάσθηκε, η οποία άσκησε μεγάλη επίδραση στην περαιτέρω πορεία της Εκκλησίας της Ελλάδας. Η εικονο-μαχική κίνηση εκδηλώθηκε αρχικά στις μικρασιατικές επαρχίες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ενεκολπώθη δε τις ιδέες της ο αυτοκράτορας Λέων Α΄ (711-741). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο Γερμανός Α΄ (715-730), ευρείας μορφώσεως, ηπίου δε και ειρηνικού χαρακτήρα ιεράρχης. Ο Λέων, μετά από μερικές προπαρασκευαστικές ενέργειες στην Κωνσταντινούπολη των εικονομάχων επισκόπων Κωνσταντίνου Νακωλείας (κοντά στη Φρυγία) και Θωμά Κλαυδιουπόλεως (κοντά στη βόρειο Γαλατία), άρχισε από το 726 να ζητεί από τον πατριάρχη Γερμανό την κατάργηση των εικόνων. Ο τελευταίος αντιδρούσε σθεναρά, η δε αντίσταση του είχε ζωηρότατη απήχηση ιδιαίτερα στην Ελλάδα, της οποίας οι κάτοικοι αποφάσισαν να προβάλουν ένοπλη αντίσταση κατά του εικονομάχου αυτοκράτορα. Συνέβη μάλιστα τότε, κατά το θέρος του 726, υποθαλάσσια ηφαιστειώδης έκρηξη, η οποία έγινε αισθητή μέχρι τα παράλια της Μικράς Ασίας και της Μακεδονίας. Από το κέντρο της εκρήξεως, μεταξύ των νήσων Θήρας και Θηρασίας, αναπήδησαν στην επιφάνεια της θάλασσας νέοι όγκοι, οι οποίοι ενώθηκαν με την αρχαία ηφαιστειώδη νήσο Ιερά (Παλαιά Καϋμένη). Το φαινόμενο αυτό ερμηνεύθηκε ως εκδήλωση θείας οργής, από μεν τον αυτοκράτορα για την προσκύνηση των εικόνων, από δε τους ευσεβείς και ορθοδόξους για τον εναντίον τους πόλεμο.

Μερικούς μήνες αργότερα οι κάτοικοι της Ελλάδας και των Κυκλάδων («συμφωνήσαντες Ελλαδικοί τε και οι των Κυκλάδων νήσων» κατά τον χρονογράφο Θεοφάνη) επαναστάτησαν αναφανδόν κατά του Λέοντα, με αρχηγούς τον Αγαλλιανό, «τουρμάρχη» της Ελλάδας και τον Στέφανο. Ανακηρύχθηκε μάλιστα και βασιλέας στην Ελλάδα ο Κοσμάς, ο οποίος παρασκεύασε ικανές στρατιωτικές δυνάμεις και ισχυρό στόλο και επέπλευσε εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως. Ο στόλος καταστράφηκε με το υγρόν πυρ και ο μεν Αγαλλιανός ερρίφθη στη θάλασσα, ο δε Στέφανος και ο Κοσμάς παραδόθηκαν και αποκεφαλίσθηκαν. Η επανάσταση λοιπόν εκείνη απέτυχε οικτρά. Ο Λέων προχώρησε τότε ανένδοτος στην εφαρμογή των σχεδίων του, αναγκάζοντας το 730 τον πατριάρχη Γερμανό σε παραίτηση καΙ εκδίδοντας το πρώτο διάταγμα κατά των εικόνων. Στην εφαρμογή του διατάγματος όμως αντιτάχθηκε ο πάπας Ρώμης Γρηγόριος Γ΄ (731-741), ο οποίος συγκάλεσε σύνοδο στη Ρώμη τον Νοέμβριο του 731 και αποφάνθηκε εναντίον των εικονομάχων. Τις αποφάσεις της συνόδου της Ρώμης έπρεπε να ασπασθεί και η Εκκλησία της Ελλάδας, η οποία διατελούσε υπό την εποπτεία του επισκόπου της Ρώμης. Αλλά προλαμβάνοντας κάθε κίνηση ο αυτοκράτορας Λέων, κατήργησε το 732 με διάταγμα κάθε δικαιοδοσία του επισκόπου Ρώμης επί της Εκκλησίας της Ελλάδας, την οποία υπήγαγε διοικητικά στην Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως. Έτσι συντελέσθηκε γεγονός υψίστης ιστορικής σημασίας, διότι οι επαρχίες της Ελλάδας ενώθηκαν και εκκλησιαστικά με τις λοιπές επαρχίες του Κράτους, οι δε μητροπόλεις αυτών υπήχθησαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Τον αγώνα κατά της προσκυνήσεως των εικόνων μετά τον Λέοντα εξακολούθησε ο διάδοχος και υιός του Κωνσταντίνος Ε΄ (740-775), ο οποίος πολέμησε με ιδιαίτερη οξύτητα τους υπέρμαχους της προσκυνήσεως των εικόνων μοναχούς. Ο Κωνσταντίνος συνέζευξε τον διάδοχο του Λέοντα Δ΄ (775-780) με την καταγόμενη από την Αθήνα Ειρήνη, της οικογένειας Σαρανταπήχων, η οποία μετά τον θάνατο του Λέοντα ανέλαβε την κηδεμονία του υιού της Κωνσταντίνου ΣΤ΄ (780-797) και προπαρασκεύασε την αποκατάσταση της ορθοδοξίας. Στην Ζ΄ Οικουμενική σύνοδο της Νικαιας, που συγκροτήθηκε από αυτήν το 787, προήδρευσε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιος (784-806), παρέστη δε ο Θεόφιλος Θεσσαλονίκης ως ένας από τους μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδας, ο Ηλίας Γορτύνης με 9 επισκόπους της Κρήτης: Αναστάσιο Κνωσού, Θεόδωρο Ηρακλείου, Ιωάννη Αρκαδίας, Λέοντα Φοινίκης, Λέοντα Κισάμου, Επιφάνιο Λάμπης, Θεόδωρο Σουβρίτου, Επιφάνιο Ελευθέρνας και Φωτεινό Καντανίας. Από την Ήπειρο παρέστη ο Αναστάσιος Νικοπόλεως, από δε την Πελοπόννησο και τη λοιπή Ελλάδα μόνο ο Πέτρος Μονεμβασίας, ο οποίος διακρίθηκε τα μέγιστα και τιμήθηκε ως άγιος στην παροικία του, ο Αντώνιος Τροιζήνας και ο Φιλητός Ωρεού. Τέλος από τα νησιά o Ιωάννης Λήμνου, o Γαβριήλ Αιγίνης, ο Λέων Ζακύνθου, ο Φίλιππος Κερκύρας και ο Γρηγόριος, τοποτηρητής Κεφαλληνίας. Η σύνοδος καταδίκασε την εικονομαχία, ώρισε δε την τιμητική προσκύνηση (όχι τη λατρεία) των ιερών εικόνων. Πλην των άλλων ευεργετημάτων υπέρ της Εκκλησίας της Ελλάδας, η Ειρήνη έκτισε πολλούς ναούς στην ιδιαίτερη πατρίδα της, την πόλη των Αθηνών, μεταξύ των οποίων και τον λαμπρό ναό της Θεοτόκου Γοργοεπηκόου (νυν αγίου Ελευθερίου) 3 . Την ίδια περίπου εποχή κτίσθηκε και ο ναός της Θεοτόκου «Καμουχαρέα» ή «Καπνικαρέα». Σημειωτέον δε ότι ο αντιπρόσωπος των πατριαρχείων της Ανατολής στη σύνοδο Θωμάς έγινε αργότερα μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.

Το 807 οι εγκατεστημένοι στην Αχαΐα και την Αρκαδία Σλάβοι επαναστάτησαν κατά των Ελλήνων και πολιόρκησαν την Πάτρα, αλλά υπέστησαν καταστροφή μετά από τολμηρή έξοδο που πραγματοποίησαν οι Έλληνες κάτοικοι, οι οποίοι επικαλέσθηκαν τη βοήθεια του πολιούχου της πόλεως αγίου Ανδρέα του αποστόλου 4 . Το γεγονός αυτό συνετέλεσε σε νέα ακμή της πόλεως της Πάτρας. Ο επίσκοπος της προβιβάσθηκε σε μητροπολίτη, υπήχθησαν δε στη δικαιοδοσία του οι επισκοπές Μεθώνης, Λακεδαίμονος και Κορώνης. Σημειωτέον επίσης ότι ο βασιλέας Νικηφόρος Α΄ (802-811) είχε εκλέξει ως σύζυγο του υιού του Σταυρακίου την Αθηναία Θεοφανώ, ανεψιά της βασίλισσας Ειρήνης, αλλά ο Σταυράκιος βασίλευσε μόνο για μικρό χρονικό διάστημα και εκθρονίσθηκε (811), ενώ η Θεοφανώ τελείωσε τη ζωή της σε κάποια μονή. Επί Λέοντα Ε΄ (813-820) και των διαδόχων του Μιχαήλ Β΄ Τραυλού (825-829) και Θεοφίλου (829-842), από τους οποίους ανανεώθηκε η εικονομαχία, αναδείχθηκε μέγας πρόμαχος της ορθοδοξίας ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (?826) 5 , του οποίου ο αδελφός Ιωσήφ ο Υμνογράφος (?884) κόσμησε τον αρχιερατικό θρόνο Θεσσαλονίκης. Η προκληθείσα από την εικονομαχία αναταραχή, η οποία εξακολούθησε επί σαράντα περίπου έτη κατά τη δεύτερη αυτή περίοδο, είχε ζωηρή απήχηση και στην Ελλάδα, οι δε αυτοκράτορες κατέβαλαν κάθε προσπάθεια για να προλάβουν νέες αντιδράσεις. Παρά τις προσπάθειες όμως αυτές και τα βίαια μέτρα η εικονομαχία δεν ήταν δυνατό να επιβληθεί. Για την Ελλάδα σπουδαία υπήρξε η υπέρ της ορθοδοξίας δράση του μοναχού αγίου Γεωργίου Δεκαπολίτου (? 20 Νοεμβρίου 842), ο οποίος καταγόταν από την Ισαυρία, μετά δε την καταδίωξη του από τους εικονομάχους διέτρεξε επανειλημμένα τις ελληνικές πόλεις, εργάσθηκε μάλιστα ιδίως στη Θεσσαλονίκη, όπου και προείπε κάποια εξέγερση των Σλάβων. Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη λίγο πρίν την επικράτηση της ορθοδοξίας 6 .

Η σύζυγος του Θεοφίλου Θεοδώρα, μετά τον θάνατο του, ως κηδεμόνας του ανήλικου υιού της Μιχαήλ Γ΄, παρασκεύασε σιγά-σιγά την επικράτηση της ορθοδοξίας. Την 11 Φεβρουαρίου 843 υπό την προεδρία του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μεθοδίου (843-846) συνήλθε στον ναό της του Θεού Σοφίας σύνοδος, η οποία αναστήλωσε επισήμως τις εικόνες. Έκτοτε η ημέρα εκείνη, η οποία ήταν η πρώτη Κυριακή της προ του Πάσχα τεσσαρακονθήμερης νηστείας, εορτάζεται ως «Κυριακή της Ορθοδοξίας». Έτσι έληξε το ζήτημα της εικονομαχίας, λείψανα της οποίας εναπέμειναν στην Κρήτη και αλλού.

Η Κρήτη, λίγο χρόνο μετά (825) κατελήφθη από λειστοπειρατές ?ραβες (Σαρακηνούς), οι οποίοι την χρησιμοποιούσαν ως βάση τους, απ? όπου εξορμούσαν για να λεηλατούν τις παράλιες ελληνικές πόλεις του Αιγαίου και τα νησιά του. Ο Χριστιανισμός καταπιέσθηκε από τους φανατικούς μουσουλμάνους στην Κρήτη μέχρι σημείου εξαφανισμού. Ο μητροπολίτης Γόρτυνος Κύριλλος Β΄ συνελήφθη και θανατώθηκε, διότι δεν δέχθηκε τον Ισλαμισμό. Ο μητροπολιτικός ναός του Απ. Τίτου καταστράφηκε. Επίσης θανατώθηκαν και οι λοιποί επίσκοποι και όσοι από τους κατοίκους δεν εξισλαμίσθηκαν. Έτσι φαινόταν να έχει επικρατήσει στην Κρήτη ο Ισλαμισμός. Αλλά μετά την πάροδο μερικών ετών το νησί απελευθερώθηκε (961) και αποδόθηκε και πάλι στην Ελληνική Αυτοκρατορία του Βυζαντίου και στον Χριστιανισμό. Κατά τα μέσα του Θ΄ αιώνα (849) εξεγέρθηκαν οι κατοικούντες στις δυτικές πλαγιές του Ταϋγέτου Μελιγγοί και Εζερίτες, αλλά υποχώρησαν και υποχρεώθηκαν να πληρώσουν φόρους ανάλογους προς τους πόρους τους. Η Εκκλησία με την ίδρυση θρησκευτικών κέντρων συνετέλεσε στον βαθμιαίο εξελληνισμό τους.

Η εικονομαχία, εκτός των άλλων, χρησίμευσε, όπως είπαμε, ως εξωτερική αφορμή για την κατάργηση της δικαιοδοσίας των παπών της Ρώμης επί της Εκκλησίας της Ελλάδας. Οι πάπες αποπειράθηκαν πολλές φορές να ανακτήσουν τη σκιώδη δικαιοδοσία τους επί του Ιλλυρικού, αλλά δεν πέτυχαν. Ήδη ο πάπας Αδριανός Α΄ (772-795), προσκληθείς να συμμετάσχει στην Ζ΄ Οικουμενική σύνοδο αξίωσε από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιο την απόδοση του Ιλλυρικού, η αξίωση του όμως αυτή δεν ελήφθη υπ? όψιν. Εντονότερα επανέλαβε αυτήν ο πάπας Νικόλαος Α΄ (858-867) προς τον πατριάρχη Φώτιο Α΄ (858-868, 877-886), ο οποίος σε επιστολή του προς τον πάπα απέδειξε ότι «τα εκκλησιαστικά και μάλιστα τα περί ενοριών δίκαια ταις πολιτικαις επικρατείαις και διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι είωθεν». Οι επαρχίες της Εκκλησίας της Ελλάδας, πολιτικά ενωμένες με την Κωνσταντινούπολη, κατ? ανάγκην έπρεπε να εξαρτώνται εκκλησιαστικά από αυτήν. Η μεγάλη σύνοδος που συνήλθε επί Φωτίου το 879-880 κατοχύρωσε οριστικά στην Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως τα επί της Εκκλησίας της Ελλάδας δίκαια, τα οποία μετά από λίγο (884) ανεγράφησαν και στον κώδικα των «Βασιλικών».

Στο εκκλησιαστικό επίπεδο, από την όλη διαμάχη νικητής δεν ήταν η εικονολατρία, αλλά η Ορθοδοξία. Οι πατέρες της Εκκλησίας που αποφάσισαν την αναστήλωση και στις δυο συνόδους δογμάτισαν πως δε λατρεύονται οι εικόνες - αντικείμενα, αλλά ότι ο σεβασμός αποδίδεται στο ιερό πρόσωπο που εικονίζεται και καταδίκασαν τις υπερβολές. Το μόνο επίτευγμα της εικονομαχίας που διατηρείται μέχρι σήμερα είναι αποβολή των αγαλμάτων από τους ναούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Στο πολιτικό επίπεδο, το βυζαντινό κράτος φάνηκε δυνατότερο από τις διασπαστικές δυνάμεις. Η κρίση λύθηκε με κρατική πρωτοβουλία και η εκκλησία υπετάγη στον αυτοκράτορα. Η μοναστηριακή περιουσία αποδόθηκε στους γεωργούς και οι νέοι επέστρεψαν στο στρατό. Το Βυζάντιο, όμως, ζημιώθηκε στη Δύση. Οι Πάπες στράφηκαν προς τους Φράγκους βασιλιάδες και τους δυτικούς ηγεμόνες, για συμμαχία και προστασία. Αυτή την εποχή αρχίζει και η αντίθεση ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση.

1. Θεοφάνους. Χρονογραφία, έκδ. Bonn . Α., 623. Κεδρηνός, Α, 796

2. Τ. Νερούτσου, Χριστιανικαί Αθήναι, Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, Γ, 30.

3. Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, III, 217-220.

4.[Χρυσοστόμου Α. Παπαδοπούλου (Αρχ. Αθηνών), Ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης εν τω αγώνι αυτοί υπέρ των ιερών εικόνων. «Επετηρίς Εταιρείας Βυζ. Σπουδών», ΙΕ΄ (1939), σ. 3-37. Και ανάτυπο. Εκ των καταλοίπων].

5. Θ. Ιωάννου, Μνημεία αγιολογικά, Βενετία 1866. Fr. Dvornik, La vie de Saint Gregoire le Decapolite et les Slaves Macedoniens au Ixe siecle, Paris 1926.

(ΠΗΓΕΣ: apostoliki-diakonia.gr, sansimera.gr)


Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.