Το Αιγαίο στις φλόγες: οι πειρατές της Μάνης

Το Αιγαίο στις φλόγες: οι πειρατές της Μάνης

Ιανουάριος 10, 2016 - 12:49
0 σχόλια

Δανειζόμαστε τον τίτλο του βιβλίου του Ιουλίου Βερν, «Το Αιγαίο στις Φλόγες», η ιστορία του οποίου διαδραματίζεται το 1827 και ξεκινά με την περιγραφή του Οίτυλου της Μάνης. Στο βιβλίο, ο μεγάλος παραμυθάς μάς περιγράφει πώς στη Μάνη οι μοναχοί ήταν ουσιαστικά βιγλάτορες που καραδοκούσαν να φανεί κάποιο πλοίο και με τεχνάσματα μετά να το οδηγήσουν στα βράχια ή σε κάποιον ύφαλο. Έτσι λοιπόν μπορούσαν οι ντόπιοι να
πλιατσικολογήσουν χωρίς κινδύνους. Ακόμη, αναφέρεται διεξοδικά στην περιοχή της
Μάνης του Μαραθιά, Κυθήρων και Αντικυθήρων. 

Η Μάνη έχει πρωταγωνιστήσει σε όλα τα «αναρχικά» επεισόδια της ιστορίας μας -Ορλοφικά, επαναστάσεις, Επανάσταση, εξεγέρσεις- και το Οίτυλο επονομαζόταν Μεγάλο Αλγέρι, εξαιτίας της δράσης των πειρατών και των κουρσάρων στις δυσπρόσιτες ακτές του, που αποτελούσαν καταφύγιο και ορμητήριο για τους ναυτικούς που ζούσαν από το παράνομο εμπόριο και σκορπούσαν τον τρόμο στους κατοίκους των παραθαλάσσιων περιοχών σε νησιά και ηπειρωτική Ελλάδα. Κανένα λιμάνι του ελλαδικού χώρου δεν έμεινε ανεπηρέαστο από τις πειρατικές επιδρομές από τα βυζαντινά χρόνια και έως το τέλος της τουρκοκρατίας, αλλά και πιο ύστερα. Μάλιστα, πολλοί ορεινοί οικισμοί χρωστούν την ύπαρξή τους ακριβώς σε αυτές τις επιδρομές, καθώς ο φόβος των πειρατών -που λεηλατούσαν, έκλεβαν, έπαιρναν σκλάβους και έκαιγαν υποδομές- οδήγησε ανά τους αιώνες τους κατοίκους των παραθαλάσσιων περιοχών να αναζητήσουν καταφύγιο στα ορεινά, όπου τα φονικά κανόνια των πλοίων τους δεν θα τους έφταναν.

«Παρόλο που η πειρατεία και το κούρσος έχουν προξενήσει μεγάλο ενδιαφέρον τα τελευταία 200 χρόνια στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία και ιστορία, δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς στην ελληνική ιστοριογραφία», έλεγε στην «Καθημερινή» η καθηγήτρια η καθηγήτρια της Ναυτιλιακής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Τζελίνα Χαρλαύτη, η οποία ήταν επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής του 2ου Διεθνούς Συνεδρίου Περιήγησης και Χαρτογράφησης του Ελληνικού Χώρου, με τίτλο «Κουρσάροι και Πειρατές στην Ανατολική Μεσόγειο, 15ος-19ος αι.» του Sylvia Ioannou Foundation, που πραγματοποιήθηκε στις 17-19 Οκτωβρίου 2014 στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Γιατί, λοιπόν, η πειρατεία και το κούρσος δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς; Τούτο οφείλεται στα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει ο ιστορικός στην τεκμηρίωση, καθώς κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα όπου δρούσαν οι κουρσάροι, η σημερινή ελληνική επικράτεια ήταν κάτω από την οθωμανική ή ενετική κυριαρχία.

Οι Έλληνες, σύμφωνα με την κυρία Χαρλαύτη, ήμασταν εξαιρετικοί κουρσάροι, αλλά και συχνά μάλιστα στην υπηρεσία των Οθωμανών, γεγονός που αποσιωπάται συστηματικά.

ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΥΡΣΟΣ: ΔΥΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

Ποιος, όμως, ήταν πειρατής και ποιος κουρσάρος; «Στην πειρατεία ο επιτιθέμενος δρα για το δικό του όφελος, με το δικό του πλοίο, οπουδήποτε αυτός κρίνει συμφερότερο: στο ανοιχτό πέλαγος ή μέσα στο λιμάνι ή σε απομακρυσμένους όρμους. Ιδιοποιείται τα κέρδη, είτε είναι εμπορεύματα, είτε είναι άνθρωποι που γίνονται σκλάβοι. Μπορεί αν θέλει να ζητήσει επί τόπου λύτρα για πλοίο, εμπόρευμα και ανθρώπους ή να αρπάξει το εμπόρευμα και να ζητήσει λύτρα για να αποδώσει πλοίο και πλήρωμα. Το παιχνίδι δεν έχει όρους ούτε περιορισμούς. Οι πειρατές είναι ιδιαίτερα σκληροί, πολλές φορές αιμοβόροι και στις συμπλοκές σφάζουν συχνά μέρος των αντιπάλων ή και όλους. Τα πλοία τους είναι μικρότερα από τα κουρσάρικα. 

»Ο κουρσάρος ενδιαφέρεται κυρίως για τη φθορά της εχθρικής ναυτιλίας και του εμπορίου. Συλλαμβάνει τα εχθρικά πλοία και εμπορεύματα αλλά συχνά δεν έχει τι να κάνει τους άνδρες που τους εγκαταλείπει στο έλεος του Θεού. Το κουρσός είναι πράξη αναγνωρισμένη τον 18ο αιώνα από όλα τα κράτη και υπόκειται σε ορισμένους νόμους. Δεν επιτρέπεται λ.χ. η σύλληψη πλοίων αγκυροβολημένων μέσα στο λιμάνι αλλά όταν πλέουν στο πέλαγος. Η λεία πρέπει να είναι νόμιμη και να αποδίδεται στο κράτος που εξέδωσε την άδεια του κουρσού και επέτρεψε την ανύψωση της σημαίας. Εάν ο πρόξενος του αντίπαλου κράτους, εδώ της Γαλλίας, τη διεκδικήσει, έχει δικαίωμα να τη δεσμεύσει και να καταφύγει σε επίλυση της διαφοράς από ναυτοδικείο. Όμως με την πάροδο του χρόνου η φθορά των μεταφερόμενων προϊόντων, κυρίως τροφίμων και του ακίνητου πλοίου είναι μεγάλη και η ζημία ανυπολόγιστη», έγραφε η καθηγήτρια Αλεξάνδρα Κραντονέλλη το 1997 στην «Καθημερινή», λίγο πριν από την έκδοση του πιο πλήρους ελληνικού τρίτομου έργου για την πειρατεία στην Ελλάδα («Ελληνική και Ξένη Πειρατεία και Κούρσος», 1699-1825»).

ΟΙ ΒΙΓΛΕΣ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ ΣΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ

Σ' όλα τα νησιά του Αρχιπελάγους και στις παράκτιες περιοχές υπήρχαν παρατηρητήρια, βίγλες, απ' όπου οι βιγλάτορες παρακολουθούσαν μέρα και νύχτα τα καράβια που πλησίαζαν στη στεριά και ειδοποιούσαν τον πληθυσμό μόλις διέκριναν κάποιο πλοίο. «Βάρδια» (από τις βάρδιες του εκάστοτε βιγλάτορα) ονομάζεται η υψηλότερη κορυφή του νησιού της Ελαφονήσου που χρησιμοποιήθηκε ως βίγλα από τους σημερινούς της κατοίκους τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο όπως και πρότερα από πειρατές και κουρσάρους.

Η ανάγκη της πληροφόρησης από μεγάλες αποστάσεις και μάλιστα στρατιωτικών ειδήσεων οδήγησε από αρχαιότατες εποχές τους Έλληνες στη χρήση «φρυκτωριών». Φρυκτός σημαίνει δαυλός ή πυρσός φλεγόμενος, που οι φρυκτωροί άναβαν σε υψηλούς διαδοχικούς σταθμούς και μετέδιδαν ειδήσεις. Έτσι αναφέρει ο Αισχύλος (Αγαμ. 29 και 282) έφθασε η είδηση της πτώσης της Τροίας στην Κλυταιμνήστρα στο ανάκτορο των Μυκηνών.

Στα Βυζαντινά χρόνια οι φρυκτωρίες ονομάζονταν «καμινοβίγλια» το πρώτο συνθετικό της λέξης προέρχεται από την Ελληνική λέξη καμίνι, επειδή άνοιγαν λάκκο όπως ανοίγουν στα καμίνια, όπου τοποθετούσαν οι λεγόμενοι καμινάρηδες ή καμινάδες εύφλεκτη ξυλεία, ξερά χόρτα και θάμνους (αφάνες, καλάμια κ.λ.π.) για ζωηρή φωτιά την νύκτα, ή βρεγμένα σανά και κοπριά βοοειδών (σβουνιές) για έντονο καπνό την ημέρα. Το δεύτερο συνθετικό παράγεται από την λατινική λέξη vigil και vigilia που σημαίνει φυλακή, παρατηρητήριο, φρουρά. Έτσι η βίγλα= παρατηρητήριο, το ρήμα βιγλάρω και βιγλίζω= παρατηρώ, εποπτεύω από της βίγλας και το ουσιαστικό βιγλάτωρ η βιγλάτορας= ο φύλαξ, ο σκοπιωρός εξ ου και βιγλατόρια.

Η «βίγλα» βρισκόταν σε δεσπόζουσα υψηλή θέση από την οποία είναι ορατή μεγάλη έκταση εδάφους, οι θέσεις αυτές ονομάζονταν «άκριες» και «ακριοτήρια», εξ ου και η ονομασία ακρίτες.

Σε ομαλό έδαφος, όπου περνούσαν δρόμοι αναπτύσσονταν οργανωμένες στρατιωτικές βίγλες με «έσω βίγλα» «έξω βίγλα» οι λεγόμενες «στάσεις» με μόνιμα χτιστά με ξερολίθι «στασίδια» για τους πολεμιστές ακρίτες καβαλλαρέους τους «βιγλάτορες». Το «εσωβίγλιον» με το «εξωβίγλιον» είχαν απόσταση «μη πλέον λίθου βολής. («Περί παραδρομής πολέμου», λέγεται ότι τη συνέγραψε ο Νικηφόρος Φωκάς).

Το προσωπικό των καμινοβιγλίων εκλεγόταν μεταξύ των εκλεκτότερων ανδρών και μάλιστα με πρώτο μέτρο την ανδρείαν, ήσαν άρχοντες, φεουδάρχες, τιμαριούχοι, ιδιοκτήτες γης. Οι βιγλάτορες είχαν συνήθως τροφή 15 ημερών (σύγκλινα, παξιμάδια και τυρί τουλουμίσιο καθώς και ασκούς (ασκία με νερό.).

Η βίγλα αποτελείτο από τον διοικητή της βίγλας «Δομέστικος των τειχέων της βίγλας» τ’ όνομα είναι λατινικής προέλευσης και έγινε Βυζαντινό αξίωμα («Δομέστικος των τειχέων Κωδιν 5,79, Δομέστικος της Τραπέζης, Παχυμέρης Γ, 219 Α’) Απ’ αυτό προέρχεται και το μανιάτικο επώνυμο στην Αλεπού του Κότρωνα της οικογένειας των Δεμεστιχιάνων.

Ο Δομέστικος δεν εγκατέλειπε την βίγλα ή την Τράπεζα, όπως αναφέρουν οι Βυζαντινοί ιστορικοί «μαχόταν στα οικία». («Περί παραδρομής πολέμου»).

Μπροστά από το τείχος της «έσω βίγλας» υπήρχε «ο λώζος» ειδική φωλιά για τα σκυλιά που αλυχτούσαν και προειδοποιούσαν σε τυχόν ερχομό των εχθρών, αυτά ήσαν μονίμως στον λώζο δεν μετακινούνταν παρά μονάχα εντός στρατοπέδου. Ο Δομέστικος με τους πεζούς πολεμιστές του, μάχονταν εναντίων των επιτιθέμενων εχθρών, με ρίψεις ακοντίων βελών (σαγιτών) και λίθων με τους λιθοβόλους ή καταπέλτες.

Υπήρχε και βοηθητικό προσωπικό οι καμινάδες, όπως προανέφερα, και άλλοι, όπως οι «λιθοβόλοι» που χειρίζονταν τις πολεμικές μηχανές, όλοι αυτοί στις ελεύθερες ώρες τους ασχολούνταν με την εξόρυξη κιόνων, κιονόκρανων, θωρακίων ακόμη και ορθογωνίων ογκολίθων (πλέχτουρα) που πουλούσαν για χτίσιμο ναών, πύργων, δημοσίων κτηρίων και τειχών των κάστρων, ίσως να εξήγαγαν κιόλας. Τα εναπομείναντα κομμάτια λίθων από τις λαξεύσεις τα μετέφεραν και ενίσχυαν τα πίσω τείχη της βίγλας, που ήσαν όλα χτίσιμο ξερολιθιάς και ήσαν έτοιμα να χρησιμοποιηθούν στους λιθοβόλους.

Η βίγλα είχε και υποδιοικητή τον «Δρουγγάριο της βίγλης των καβαλλαρίων». Ο Δρουγγάριος της βίγλας όριζε σύμφωνα με τις διαταγές του Δομέστικου τα «ημεροβίγλια» δηλ. τα στασίδια της ημέρας και όλα τα φυλάκια (μπαστούνες) ακόμη και τις βίγλες της νύκτας. Κατά το βραδάκι πήγαινε στο εξωβίγλιον και φώναζε:

«Άρχοντες, ετοιμασθήτε δειπνήσατε και δότε τροφήν τοις ίπποις».
(«Περί παραδρομής πολέμου»).

Κατά την νύκτα ο δρουγγάριος της βίγλας «εκέρτευεν» δηλαδή εκτελούσε έφοδο, για να βεβαιωθεί ότι είναι στις θέσεις τους, μια φορά εάν ο εχθρός ήταν μακριά και δύο φορές η περισσότερες, εάν ο εχθρός ήταν πλησίον. Ο Δρουγγάριος με την εμπροσθοφυλακή τον λεγόμενο Δρούγγο ή Ρύγχος (Επιφάν. Ι 416 Β «δρούγγος, μυκτήρ είτουν ρύγγχος καλείται») εξεστράτευε με καβαλλάριους, βαρέως οπλισμένους σκουτάτους και ελαφρούς τοξότες εναντίων των εχθρών, εγκαταλείποντας τα «στασίδια» μόνιμα παρατηρητήρια της «έξω Βίγλας».

Οι Καβαλλάριοι οι λεγόμενοι «σκουτάτοι ή κατάφρακοι» ήσαν άρχοντες, σαν αξιωματικοί με γη δική τους, φορούσαν αλυσιδωτό θώρακα το «λωρίκον», περικεφαλαία «κασίς», -εξ ου και το επώνυμο Κάσσης και Κασσίμης του Ακροταίναρου – περικνημίδες, ασπίδα το λεγόμενο «σκουτάριον», – εξ ου και το τοπωνύμιο Σκουτάρι της Μάνης – μακριά λόγχη «το κοντάριον» και κοντό σπαθί «σπαθίον».

Οι έφιπποι αυτοί ακρίτες που πάντοτε ήσαν λιγοστοί σηκώνονταν από τ’ ακοίμητα στασίδια των να κυνηγήσουν πολυαριθμότερους εχθρούς ηρωποιήθηκαν, χιλιοτραγουδήθηκαν ως και η εκκλησία ακόμη σ’ ένα τέτοιο στασίδι με περικεφάλαιον τοποθέτησε τον Χριστό, την Παναγία και τους Άγιους στο χώρισμα του ιερού βήματος δεξιά κι αριστερά της Ωραίας Πύλης και άλλων πυλών αντικαθιστώντας τα μαρμάρινα πρωτοχριστιανικά σκαλιστά πανωθωράκια όπου υπήρχαν.

Οι ελαφροί τοξότες «οι καλοϊππάρατοι» ήσαν καβαλλάριοι οπλισμένοι με «τοξάριον» φέροντας στην φαρέτρα τις «σαγίττες». Αυτοί είναι οι περίφημοι «Χωσάριοι» που εισχωρούσαν στις περιοχές του εχθρού και μάζευαν πληροφορίες. (Εκεί έχει την ρίζα του το τοπωνύμιο Χωσιάριον της Μάνης.) Είναι αυτοί που αργότερα δίδαξαν στη δύση την τέχνη του πολέμου και ονομάσθηκαν Ουσάροι στην Ρωσία κ.ά.

Αυτοί χρησιμοποιούσαν την μυϊκή μαζί με την πνευματική δύναμη, είναι ο πόλεμος με κάθε λογής μέσον, όπως ενέδρα (χωσία) παραπλάνηση, με την ενέδρα πετύχαιναν τον «κλασματισμό» του εχθρού δηλαδή τον κατακερματισμό του, αυτός είναι ο σημερινός ανορθόδοξος πόλεμος, από Λοκατζήδες, Πεζοναύτες κ.λ.π. Στις εξορμήσεις τους οι Χωσάριοι, χρησιμοποιούσαν και τα ειδικά γυμνασμένα σκυλιά τους.

Το μεγαλύτερο άλμα στις τηλεπικοινωνίες του αρχαιοελληνικού κόσμου πραγματοποιήθηκε τον 4ο π.χ. αιώνα από τους Κλεοξένη και Δημόκλειτο, οι οποίοι ανακάλυψαν ένα ολοκληρωμένο σύστημα τηλεπικοινωνίας μέσω των φρυκτωριών, που τους κατατάσσει στους προδρόμους του σύγχρονου οπτικού τηλέγραφου και του κώδικα σημάτων Μορς, που χρησημοποιείται σήμερα στο πολεμικό ναυτικό.

Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η βίγλα χρησιμοποιήθηκε από τους πειρατές, που λυμαίνονταν το Αιγαίο. Τα πειρατικά πλοία, καραδοκούσαν σε κάποιους από τους αμέτρητους κρυφούς όρμους των πολυάριθμων νησιών του Αιγαίου. Μόλις ο βιγλάτορας έστελνε το μήνυμα, εφορμούσαν στη λεία τους και έκαναν ρεσάλτο. Οι βίγλες όμως, υπηρέτησαν και αντίθετους σκοπούς. Ο Γάλλος περιηγητής Guillet, μάς περιγράφει τις βίγλες των Αθηναίων, που διατηρούσαν για τον φόβο των πειρατών που λυμαίνονταν ανεξέλεγκτα το Σαρωνικό και οι οποίοι δεν δίσταζαν πολλές φορές, να ανεβαίνουν και στα βουνά, κυνηγώντας τους δύστυχους και ανυπεράσπιστους κατοίκους της Αττικής:

«Πάνω σ' έναν απόκρημνο βράχο της Πειραϊκής ακτής, υπάρχει παλαιός πύργος
ή φανός. Οι Αθηναίοι τον ονομάζουν Πύργο και οι Ιταλοί Torre del fuoco. Οι μόνοι
κάτοικοι του Πειραιά, είναι δύο φτωχοί Έλληνες φύλακες του πύργου που έχουν
τοποθετηθεί εκεί για να επισημαίνουν την εμφάνιση πειρατών. Την ημέρα υψώνουν
μικρή σημαία, όταν διακρίνουν πλοίο και το βράδυ ανάβουν φωτιά. Αυτή η φωτιά καίει
όλη τη νύχτα. Στην ακτή, ανά λεύγα υπάρχει παρόμοιος πύργος που τον φρουρούν δύο
φύλακες. Όποιος ανακαλύψει πειρατικό πλοίο, ρίχνει αναμμένα δαυλιά από τον πύργο
για να ειδοποιήσει τους γειτονικούς βιγλάτορες, κι αυτοί το ίδιο. Μόλις δοθεί αυτό το
σύνθημα, όλοι οι κάτοικοι της περιοχής τρέχουν στα όπλα και η είδηση μεταδίδεται από
στόμα σε στόμα ώσπου να μάθουν ποιός πύργος έδωσε πρώτος το μήνυμα για να
σπεύσουν σ' αυτό το σημείο. Αν δεν εμφανιστεί πλοίο, η φωτιά καίει κανονικά για να
βλέπουν οι κουρσάροι πως η ακτή φρουρείται καλά».

ΟΙ ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ

Κατά τον 18ο αιώνα παρατηρείται έξαρση της πειρατείας στον ελλαδικό χώρο. Οι Βενετοτουρκικοί πόλεμοι αποτέλεσαν εξαιρετική ευκαιρία για την ανάπτυξή της, ιδιαίτερα στη Μάνη. Οι συνθήκες επιβίωσης σε έναν τόπο άνυδρο και φτωχό όπως η Μάνη είναι πολύ δύσκολες. Ειδικότερα στη Μέσα Μάνη όπου το κλίμα και το τοπίο είναι πιο τραχύ και η συλλογή πόρων δυσκολότερη. Έτσι η πειρατεία για τους Μέσα Μανιάτες αποτέλεσε λύση στα θέματα επιβίωσης και διευκόλυνε την καθημερινή τους ζωή.

Στην Έξω Μάνη αν και υπήρχε και εκεί πειρατεία, δεν εκδηλώθηκε στον ίδιο βαθμό όπως στη Μέσα Μάνη. Κυριότερος παράγοντας υπήρξε η μεγαλύτερη αγροτική ανάπτυξη της Έξω Μάνης, το εύφορο έδαφος και η μεγαλύτερη εμπορική δραστηριότητα της περιοχής.

Κατά τα χρόνια της έξαρσης της πειρατείας, δόθηκε στη Μάνη από τους ξένους η ονομασία «Μεγάλο Αλγέρι», παρομοιάζοντάς την με αυτό τον τρόπο με το Αλγέρι , το οποίο ήταν το μεγαλύτερο κέντρο δουλεμπορίου στην Βόρεια Αφρική εκείνη την εποχή.

Τα πρώτα χρόνια της πειρατείας οι Μανιάτες επιδίδονταν σε ένα περίεργο είδος πειρατείας, την πειρατεία από στεριά. Αυτό γινόταν πιθανότατα λόγω της αδυναμίας των Μανιατών να αποκτήσουν ιδιόκτητα πλοία. Η τακτική που ακολουθούσαν ήταν η παραπλάνηση των πλοίων τη νύχτα ούτως ώστε να χάσουν την πορεία τους και να προσκρούσουν στα βράχια.

Η παραπλάνηση των πλοίων γινόταν ως εξής:

Υπήρχαν άτομα τα οποία επόπτευαν τη θάλασσα το βράδυ, συνήθως ήταν καλόγεροι ή παπάδες οι οποίοι παίρνανε μέρος και αυτοί στην επιχείρηση. όταν εντόπιζαν κάποιο πλοίο να πλέει  κοντά στις ακτές ειδοποιούσαν και έσβηναν το φως του φάρου. Από πριν είχανε φροντίσει να έχουν ένα κοπάδι ζωντανά μαζί τους στα οποία κρεμάγανε μικρά φανάρια τα οποία τα άναβαν την ώρα που έσβηναν τα υπόλοιπα φώτα. Από μακριά το πλοίο έβλεπε τα φανάρια και οι ναυτικοί θεωρούσαν ότι ήταν τα φώτα των σπιτιών ενός χωριού. Έτσι έβαζαν πορεία προς τα φώτα και οι ντόπιοι σιγά σιγά μετακινούσαν το κοπάδι προς τις βραχώδης περιοχές, στις οποίες έπεφτε το πλοίο και εφορμούσαν οι Μανιάτες, λεηλατώντας το και καταστρέφοντάς το.

Η λεία αργότερα συγκεντρωνόταν και μοιραζόταν στα ίσα μεταξύ των Μανιατών.

Υπάρχει η φράση που χαρακτηρίζει την πειρατική δραστηριότητα στη Μάνη εκείνη την εποχή:

Από τον Κάβο Ματαπά

σαράντα μίλια μακριά

και από τον Κάβο Γκρόσσο

σαράντα κι άλλο τόσο.

Διάσημοι Μανιάτες πειρατές της εποχής ήταν ο Νικολός Σάσσαρης από τους Σασσαριάνους του Μεζάπου, ο Δημήτριος Καλκαντζής από το Γύθειο, ο Σαμπάτης Λέκκας, ο Αντώνης και Γιάννης Μανιάτης, ο Αντώνης Κοσμάς από τη Βάθεια, ο Πηλόκωτσος από τον Κυπριανό, η οικογένεια των Κουτσουλιεριάνων, οι Αραπάκηδες, οι Ρίτσοι, οι Ρόζοι, οι Χαραμιάνοι από την Κοίτα, οι Τρουπάκηδες, οι Μαντουβαλιάνοι από τους Μπουλαριούς, οι Μαυρομιχάληδες κ.α.

Τη φήμη του μεγαλύτερου πειρατή στη Μάνη ανάμεσα σε άλλους κατείχε ο Λιμπεράκης Γερακάρης από τους Κοσμάδες της Βάθειας, ο οποίος διετέλεσε μπέης της Μάνης και υπήρξε η αιτία για την μετανάστευση των Στεφανοπουλέων από τη Μάνη στην Κορσική.

Οι Βενετοί στο διάστημα των βενετοτουρκικών πολέμων ευχαρίστως επέτρεπαν στους Έλληνες υπηκόους τους άσκηση πειρατείας και κατασκοπείας παραχωρώντας τα απαραίτητα πλοία. Έτσι έδρασαν περί το 1570 οι Κερκυραίοι Πέτρος Λάντζας, Χ. Κοντοκάλλης, Π. Μπούας, Στ. Χαλικιόπουλος, ο Σφακιώτης Μ. Σπανόπουλος, οι Κρητικοί: αδελφοί Μακρή, Ν. Φασιδώνης, Π. Καράβελος, Μανούσος Θεοτοκόπουλος, αδελφός του μεγάλου ζωγράφου. Οι Μανιάτες παράλληλα με την πειρατεία ξηράς ασκούσαν πειρατεία στη θάλασσα με φελούκες και βάρκες, συχνότερα στις γειτονικές περιοχές του Ιονίου. Στον 25ετή Κρητικό πόλεμο οι Βενετοί επιζητούσαν τη διάσπαση από τους Μανιάτες του αποκλεισμού και τον ανεφοδιασμό τους με κάθε είδους εφόδια όπως και την πειρατική δραστηριότητα των Σφακιανών στα νότια της Κρήτης. Μετά το τέλος του Κρητικού πολέμου οι Μανιάτες συνεργάζονταν με τους πολυάριθμους Γάλλους κουρσάρους της Μάλτας στο Αρχιπέλαγος όπου το κουρσός είχε γίνει τρόπος ζωής και δεν μπορούσε να περιοριστεί. Την ίδια εποχή Μυκονιάτες και Παριανοί άρπαζαν Τούρκους και επιδίδονταν σε εμπόριο σκλάβων. Βέβαια, η έκταση των ελληνικών δραστηριοτήτων ήταν αμελητέα συγκρινόμενη με τη δράση μεγάλων, πολυεθνικών θα λέγαμε, πειρατικών ιστιοφόρων που στα τέλη του ΙΖ’ αιώνα καταδίωκαν Ελληνες καραβοκύρηδες στο Αιγαίο και με συστηματικές αποβάσεις άρπαζαν από τη Ρόδο, την Κύπρο, τη Συρία Τούρκους σκλάβους. Ανήκαν σε κεφαλαιούχους -εκμεταλλευτές δούλων του Λιβόρνο, όμως οι πλοίαρχοι και αξιωματικοί ήταν διαφόρων εθνικοτήτων: Κορσικανοί, Προβηγκιανοί, Πορτογάλοι, Ολλανδοί, Αγγλοι. Τα πληρώματα προέρχονται από τα αποβράσματα των λιμανιών της Μεσογείου. Οι καπετάνιοι πλούτιζαν κλέβοντας και τους Έλληνες και τον εφοπλιστή -ιδιοκτήτη που τελικά κέρδιζε εκμεταλλευόμενος τους σκλάβους χωρίς να διακινδυνεύει στην πειρατεία. Αυτή ήταν η κατάσταση στις ελληνικές θάλασσες στις παραμονές του ΙΗ’ αιώνα.

ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΜΑΝΙΑΤΙΚΗΣ ΠΕΙΡΑΤΕΙΑΣ

Σύμφωνα με έρευνα του Γ.Β. Νικολάου στον ΙΖ’ τόμο των «Λα­κωνικών σπουδών», τον Ιούνιο του 1776 έγινε πειρατεία στο στενό μεταξύ των Κυθήρων και της ανα­τολικής πλευράς της μανιάτικης χερσονήσου. Οι πειρατές είχαν επικεφαλής τον Κωνσταντή Κο­λοκοτρώνη, πατέρα του πρωτερ­γάτη της Επανάστασης του 1821 Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Το πλοίο τους ήταν γαλιότα με πλήρωμα ο­γδόντα Μανιάτες και Σφακιανούς και κατέλαβαν δύο βενετσιάνικα πλοία και το γαλλικό «Jean Baptiste», με φορτίο καπνού. Τα τρία πλοία οδηγήθηκαν στην Καρδαμύλη, που ήταν τότε έδρα του η­γεμόνα καπετάνιου Μιχαήλ Τρουπάκη. Ο πλοίαρχος και δύο ναύτες του γαλλικού πλοίου εστάλησαν στον πρόξενο της Γαλλίας, για να διαπραγματευτούν την καταβολή σαράντα χιλιάδων πιάστρων ως λύτρα για την απελευθέρωση των υπόλοιπων μελών του πληρώμα­τος και την επιστροφή του πλοίου και του φορτίου του. Σύμφωνα με έγγραφο που έστειλαν οι οθωμα­νικές αρχές από την Κορώνη στην Κωνσταντινούπολη, συνένοχος στην πειρατεία θεωρήθηκε και ο ηγεμόνας της περιοχής Μιχαήλ Τρουπάκης, καθώς ήταν ιδιοκτή­της της πειρατικής γαλιότας και την είχε πουλήσει εικονικά στον Κολοκοτρώνη, ο οποίος ασκούσε τότε πειρατεία. Το αντάλλαγμα γι’ αυτή τη διευκόλυνση ήταν βέβαια το ήμισυ των λύτρων που θα εισέ­πρατταν οι πειρατές από τους Γάλ­λους. Μετά την αδυναμία της οθω­μανικής διοίκησης να διευθετήσει το όλο θέμα, οι Γάλλοι έστειλαν το πλοίο «Atalantis» να επιτεθεί στην Καρδαμύλη και στον πύργο του Τρουπάκη. Στόχος τους ήταν να εκφοβίσουν τους κατοίκους, ώστε οι τελευταίοι να τους παραδώσουν την πειρατική γαλιότα. Όμως, οι ε­τοιμοπόλεμοι Μανιάτες τους αντι­μετώπισαν σθεναρά, και μετά τον τραυματισμό του κυβερνήτη και δύο ναυτών οι Γάλλοι αποχώρησαν άπραγοι.

Σύμφωνα με άλλο υπόμνημα του Γάλλου εμπόρου Σοβέ, το 1817 ο Παναγιώτης Τρουπάκης, ο επο­νομαζόμενος Μούρτζινος, διοι­κούσε την καπετανία της Ανδρούβιστας με πρωτεύουσα την Καρδαμύλη. Ο πατέρας του τού είχε διαθέσει μια γαλιότα, με την οποία ασκούσε πειρατεία. Ο Μούρτζινος είχε καταλάβει κοντά στα Κύθηρα δύο εμπορικά πλοία, ένα γαλλικό και ένα βενετσιάνικο, τα οποία ε­ξαγόρασε ο Σοβέ μαζί με τα πλη­ρώματα καταβάλλοντας οκτώμισι χιλιάδες γρόσια. Ο πατέρας του Μούρτζινου, Μιχαήλ Τρουπάκης, είχε εκλεγεί παλαιότερα μπέης της Μάνης. Επειδή όμως ασκούσε πειρατεία αλλά και παρείχε άσυλο στους κλεφτοκαπεταναίους, οι οποίοι απ’ την Καρδαμύλη λεηλα­τούσαν τους Τούρκους της Μεσ­σηνίας, συνελήφθη και κρεμάστη­κε από το κατάρτι της ναυαρχίδας του Τούρκου αρχιναύαρχου στη Μυτιλήνη.

Σύμφωνα με την Αλεξάνδρα Κραντονέλλη, το 1801 οι προεστοί της Ύδρας μήνυσαν στον διερμη­νέα του οθωμανικού στόλου ότι δύο μανιάτικες τράτες κούρσευαν έξω από την Ύδρα. Στις 4 Φεβρου­αρίου 1803, ο Γεώργιος Βούλ­γαρης ανήγγειλε από την Ύδρα στους προεστούς των νησιών του αρχιπελάγους ότι έλαβε διαταγή από τον Τούρκο αρχιναύαρχο να καταδιώξει τον πειρατή Λωβό και άλλους Μανιάτες πειρατές. Γι’ αυ­τόν τον σκοπό, έστειλε τον μπας ρεΐζη των Υδραίων καπετάν Γιάννη Καραντάνη με μια τράτα αρματω­μένη με δύο κανόνια και είκοσι παλικάρια για να συλλάβουν τους Μανιάτες. Ο ίδιος ο Βούλγαρης αναχώρησε από την Ύδρα με μια γαλιότα, με στόχο να αιχμαλωτίσει τους κλέφτες και να τακτοποιήσει την κατάσταση στη Μάνη. Δηλα­δή, να διχάσει τους Μανιάτες και να συλλάβει τον μπέη Παναγιώτη Κουμουνδουράκη, ο οποίος υπέθαλπτε την πειρατεία, παρείχε άσυλο στους πειρατές και διατη­ρούσε οργανωμένο δίκτυο πληρο­φοριών και κλεπταποδόχων.

Σε άλλο περιστατικό, μερικοί Μανιάτες σε επιδρομή στη Σχοινούσσα αιχμαλώτισαν μια βάρκα με το πλήρωμά της και την οικο­γένεια του Γεωργάκη Μπαρδάκα, σούδιτου Ρώσου, ενώ ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για τη Νάξο. Οι πει­ρατές ξεγύμνωσαν τον Μπαρδάκα και τη συντροφιά του, που κατέ­φυγαν στις προξενικές αρχές της Νάξου και κατήγγειλαν τα εξής:

«Ναξία 1816, Απρίλιος 2 Ε.Ν. ημέ­ρα Τρίτη επαρουσιάσθηκαν εις την Καντζελλαρίαν του Κονσολάρου του Αυτοκρατορικού των πασών Ρουσιών εις Ναξία οι κάτωθεν υ­πογεγραμμένοι Λάμπρος Ρεΐζης, Νεονής, Ιωβάνης, Ρώσος και Κωνσταντής Μεσμελής οι οποίοι με το να εφέρθησαν με την βάρκαν τους εις το νησάκι ονομαζόμενον Σκοινούσαν, από κάτω από την Ναξίαν διά να πάρουσι και να φέρουσι εδώ εις το πόρτο τον σινιόρ Γεωργάκη Μπαρδάκα, σούδιτον Ρούσσον με την μητέρα του και σύζυγόν του, εκεί είδανε εις τας ένδεκα του Φλεβάρη απερασμένους και επλάκωσαν εις εκείνο το νησί ένα καΐκι κλέπτικο καραβοκυρεμένο από έ­να Κρανιδιώτη ονόματι Σανόπουλο του Σταμάτη Λέκα και οι λοιποί ό­λοι σύντροφοί του ήτονε Μανιάτες και εξεγύμωσαν τον άνωθεν σινιόρ Γεοργάκη Μπαρδάκα με την συντροφία του εις τρόπον οπού τον άφησαν με τον μοναχό πουκάμισο επειδή και ευρίσκονταν εις την στεριάν εκεί που αράξανε το καράβι ό­που ήταν μπαρκάδο του Καπετάν Ιακουμάκη Λάμπρο Σαντορινιός και αφού τους εξεγύμνωσαν τους έβαλαν εις το καΐκι των άνωθεν γεμιτζήδων με τα μοναχά τους κορμιά και ήλθανε εις την Χώραν της Ναξίας. Ταύτα μαρτυρούσι εκ συνειδότος ως είναι γνωστά και εις όλο το νησί της Ναξίας βεβαιωμέ­νο ιδιοχείρως τως.

Λάμπρος Ρεήζης Νεονής μαρτυρώ

Γιάκοβος Ρώσος μαρτυρώ

Γιοβάνης Ρώσος μαρτυρώ

Ιωάννης Χατζής μαρτυρώ

Αργύρης Ταμηράλης μαρτυρώ

Κωνσταντής Μεσμελής μάρτυς

Φραντζέσκος Γεράρδης

υποπρόξενος

σφραγίς δικέφαλος αετός

επιγραφή

Conoslato di Naxia et Paros»

Όμως, και η λαϊκή παράδοση κατέγραψε πειρατικές επιθέσεις των Μανιατών. Όπως αφηγείται ο Γεώργιος Ι. Τζαννετής, εκπαι­δευτικός από τον Καλόξυλο Νά­ξου, «κάποτε, ένας πειρατής από τη Μάνη βγήκε στη Σχοινούσσα για πειρατεία. Διάλεξε λοιπόν να ληστέψει την εκκλησία Παναγία η Ακαθή. Την ώρα της ληστείας όμως ο κουρσάρος βλέποντας την εικόνα της Παναγίας να τον κοιτάζει συνεχώς, νόμισε πως τον παρακολουθούσε. Νευρίασε λοι­πόν, έβγαλε την κουμπούρα του και πυροβόλησε την εικόνα καταστρέφοντάς την. Μετά πήρε τη λεία του και κατέβηκε για να φύ­γει. Αλλά στον δρόμο γλίστρησε, γκρεμίστηκε πλάι σε μια σπηλιά και σκοτώθηκε. Από τότε, η σπη­λιά αυτή πήρε τ’ όνομα “Η σπηλιά του Μανιάτη”».

Περίφημο υπήρξε το περιστα­τικό με πρωταγωνιστή τον λόρδο Βύρωνα: κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής στο Σούνιο, εντόπισε στις σπηλιές κάτω από τον Ναό του Ποσειδώνα είκοσι Μανιάτες πειρατές που είχαν αιχμαλωτίσει μερικούς Έλληνες. Όταν οι πειρα­τές συνειδητοποίησαν ότι ένας λόρδος βρισκόταν στον λόφο, ετοιμάστηκαν να επιτεθούν για να τον αρπάξουν, με σκοπό να ζη­τήσουν λύτρα. Τελικά όμως η πά­νοπλη συνοδεία του ποιητή τούς αποθάρρυνε.

Τέλος, πάλι από την Αλεξάνδρα Κραντονέλλη πληροφορούμαστε ότι στις 7 Ιουνίου 1810 ο ιερομό­ναχος Σταυριανός Λεβούμης έ­πεσε θύμα Μανιατών πειρατών έξω από τον Κάβο Μαλιά. Στις 16 Ιουλίου του ίδιου έτους μερικοί Υδραίοι εξόπλισαν και επάνδρω­σαν μια τράτα για να καταδιώξουν τους Μανιάτες πειρατές που λε­ηλατούσαν πλοία στα νερά του Ευβοϊκού Κόλπου, της Τζιας, της Άνδρου, του Τρικερίου και της Σάμου. Το βιβλίο της Αλεξάνδρας Κραντονέλλη «Ελληνική πειρατεία και κούρσος» περιέχει μεγάλο α­ριθμό ανάλογων γεγονότων.

Αν όμως αυτή ήταν η αρπακτική όψη της μανιάτικης πειρατείας, υ­πήρχε πάντα και η άλλη πλευρά. Ο Κωνσταντίνος Ράδιος στο διήγημά του «Κακαβούλια» αναφέρεται σε ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στο Πόρτο Κάγιο. Όπως γράφει, οι κάτοικοι της Μέσα Μάνης υπέφε­ραν από λοιμό που είχε προκληθεί από την ανομβρία και την έλλειψη γονιμότητας της γης. Οι γέροι και τα παιδιά είχαν αρχίσει να πεθαί­νουν από την πείνα· οι κάτοικοι εί­χαν φτάσει στα όρια της απόγνω­σης. Η μόνη τους ελπίδα ήταν να εμφανιστεί ένα καράβι στα νερά της Μάνης για να το κουρσέψουν. Πράγματι, κάποια στιγμή ένα ξέ­νο πλοίο παρουσιάστηκε και οι Μανιάτες πανηγύρισαν. Χωρίς να χάσουν καιρό, το κατέλαβαν με γιουρούσι – μέσα όμως βρή­καν ανθρώπους πολύ πιο εξαθλι­ωμένους από τους ίδιους. Ήταν πρόσφυγες από έναν πόλεμο της δυτικής Ευρώπης. Λαβωμένοι, άρρωστοι, ταλαιπωρημένοι απ’ τις κακουχίες και την πείνα, είχαν αρχίσει να αργοπεθαίνουν. Οι Μα­νιάτες αποφάσισαν να τους περι­θάλψουν. Ρυμούλκησαν το πλοίο τους στη στεριά και τους πρόσφε­ραν άσυλο και τροφή, παρόλη την πείνα και τη φτώχεια τους.

Ο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΠΕΙΡΑΤΗΣ

Όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν Ύπατος Αρμοστής των Ιονίων Νήσων, είχε καταδικάσει τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, επειδή έκανε παράνομο εμπόριο. Μάλιστα, αυτή ήταν η πρώτη επαφή ανάμεσα στον Γέρο του Μοριά και στον μελλοντικό κυβερνήτη της Ελλάδας, ο οποίος προσπάθησε να περιορίσει δραστικά την πειρατεία. Η Τζελίνα Χαρλαύτη εξηγεί: «Υπήρχαν επίσης πειρατές που ήταν ταυτόχρονα και ήρωες του 1821. Αναφέρομαι στη θαυμάσια, αλλά όχι γνωστή στο ευρύτερο κοινό, μελέτη της Δέσποινας Θέμελη-Κατηφόρη για τις πειρατικές λείες στη διάρκεια της Επανάστασης. Η ερευνήτρια βρήκε στοιχεία σε ένα αρχείο το οποίο αφορά το λειοδικείο που θεσμοθέτησε ο Καποδίστριας, όταν ανέλαβε καθήκοντα κυβερνήτη. Εκεί αναφέρει ότι οι Μαυρομιχαλαίοι, που είχαν άδεια κούρσου από την επαναστατική κυβέρνηση εναντίον των εχθρικών οθωμανικών πλοίων, ασκούσαν πειρατεία και εναντίον φιλικά προσκείμενων δυτικοευρωπαϊκών πλοίων. Το λειοδικείο του Καποδίστρια επέβαλε υψηλή ποινή για την πειρατική δράση της οικογένειας. Ο φόνος του Καποδίστρια είναι το κύκνειο άσμα της παλαιάς τάξης πραγμάτων και της μανιάτικης πειρατείας».

 

Βιβλιογραφία: «Το Οίτυλο διά μέσου των αιώνων», Μιχάλη Γρηγ. Μπατσινίλας, Αθήνα, 1998, «Καποδίστριας εναντίον κουρσάρων», άρθρο της Μαργαρίτας Πουρναρά, «Η Καθημερινή», 5.10.14, «Βίγλες ελλαδικού χώρου - οχυρωματικής - οικοδομικής - λεπτομέρειες - τρόποι στέγασης - αρχιτεκτονική χωροθέτηση - αποτύπωση», Παπασάβας Αδαμάντιος, Σταθόκωστας Αλέξανδρος, Μητρόπουλος Νικόλαος, Τμήμα Πολιτικών - Δομικών Έργων ΑΤΕΙ Πειραιά, 2007, «Η πειρατεία στους σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας», Αλεξάνδρα Κραντονέλλη, «Η Καθημερινή», 16.2.1997, «Το Μεγάλο Αλγέρι: Πειρατεία στη Μάνη», 18.8.12, maniatika.wordpresscom, .Κατερίνα Καριζώνη, Λεωνίδας Γουργουρίνης, Χάρης Γιαννόπουλος, «Πειρατεία στη Μάνη και στη Μεσόγειο»,
Εκδόσεις: Αδούλωτη Μάνη, Γ. Λ. Δημακόγιαννης.

Γαλανιάδη Εύα

Ειδήσεις: 

Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.