Ιστορίες του Πάρνωνα: Οι φονικοί ρήσοι

Ιστορίες του Πάρνωνα: Οι φονικοί ρήσοι

Δεκέμβριος 03, 2017 - 19:02
3 σχόλια

Δεκέμβριος. Ο μήνας του χρόνου που το μάζεμα της ελιάς συγκεντρώνει τους συγγενείς και τους δικούς στα σπίτια τα βράδια.

Γύρω από μια σόμπα ξύλου, με τα κάστανα πάνω στις μαντεμένιες πλάκες να ψήνονται, παππούδες, γονείς και παιδιά, θείες και θείοι, αλλά και γείτονες, αποκαμωμένοι από τις ελιάς το βάσανο ξεκουράζονταν όταν έπεφτε ο ήλιος.

Στο καλύβι, έτσι λέγαμε το σπιτάκι της γιαγιάς στη Μελιγού, είχαμε περάσει πολλά βράδια με τον παππού και τους θείους μας. Άμαθα παιδιά στην κακουχία του χωραφιού και της τέμπλας, η αδερφή μου κι εγώ, κοριτσάκια, καθόμασταν κουλουριασμένα στην ντιβανοκασέλα και αφού ακούγαμε όλα τα νέα του χωριού, μας έπαιρνε ο ύπνος.

Ή κάναμε πως μας έπαιρνε ο ύπνος.

Και τα βράδια εκείνα που ψευτοκοιμόμασταν, είχαμε ακούσει τις πιο τρομακτικές ιστορίες που θα μπορούσαν να ακούσουν παιδικά αφτιά 5-9 ετών. Ιστορίες που δεν θα τολμούσε κανείς σύγχρονος γονιός να πει στα παιδιά του -οπωσδήποτε όχι για να τα κοιμίσει τα βράδια.

Στο καλύβι μας υπήρχε τηλεόραση. Αλλά στο σόι μας είναι όλοι παραμυθάδες και φτιάχνουν ιστορίες από το τίποτα. Αυτά που συζητούσαν τα βράδια του χειμώνα, μέσα στην ερημιά της Μελιγούς, δεν ήταν ιστορίες που είχαν φτιάξει εκείνη την ώρα, αλλά ιστορίες που είχαν ακούσει ή που -έλεγαν ότι- είχαν ζήσει.

Το ζήτημα δεν ήταν αν φυσικά υπήρχε έστω ένα ψήγμα αλήθειας σε εκείνες τις διηγήσεις, αλλά το πώς προσπαθούσαν όλοι να σε πείσουν ότι όλα τούτα είναι αλήθεια, ή ότι αν δεν είναι τώρα, ήταν κάποτε.

Δεκέμβριος, μήνας της ελιάς, και κάποιες ιστορίες από τις βεγγέρες εκείνες έρχονται στον νου.

Ρήσοι στον Πάρνωνα!

Ως τη δεκαετία του 1960, οι Πλατανίτες εμπορεύονταν και ταξίδευαν χρησιμοποιώντας υποζύγια. Όσοι έχετε επισκεφθεί τον Πλάτανο, δεν μπορεί να μην έχετε νιώσει να χάνεστε μέσα στις φυλλωσιές, μέσα στο δάσος. Φανταστείτε, τώρα, να πρέπει να περπατήσετε ως το Άστρος, την Καστάνιτσα, τον Πραστό, το Κορακοβούνι, τον Άγιο Ανδρέα. Να ξεκινήσετε μέσα στη νύχτα με το φανάρι και να περπατήσετε μέσα στο δάσος με τον γάιδαρο ή το μουλάρι φορτωμένο.

Ακόμα και ένα μικρό ζώο να κουνηθεί, και αλαφροΐσκιωτος να μην είσαι, σου δημιουργείται η αίσθηση ότι κάτι σε καταδιώκει ή σε κυνηγά.

Το δάσος, εξάλλου, σε κάνει δικό του.

«Παλιά υπήρχαν ρήσοι στα βουνά. Τώρα, τους ξεπάστρεψαν όλους», έλεγε ο παππούς Χαραλάμπης και μπούκωνε τα τέσσερα εγγόνια του με ψητά κάστανα.

«Μα δεν έχει βρεθεί ποτέ αυτό το ζώο, παππού!», έλεγε ο Χαρής, ο μεγαλύτερος από τα εγγόνια.

«Το έχουν δει με τα ίδια τους τα μάτια. Ρήσοι έχουν σκοτώσει άνδρες δυο μέτρα στο βουνό. Μια φορά, πριν από πενήντα χρόνια, ο πατέρας του μπαρμπα-... γύριζε στη Βαμβακού με τα πόδια. Είχε φωτίσει ο Θεός τη μέρα. Κόντευε να φτάσει στο χωριό, ήταν στο διάσελο όταν άκουσε έναν θόρυβο δίπλα του. Κοντοστάθηκε, δεν έδωσε σημασία.

»Κάνει μερικά βήματα ακόμα, και αυτή τη φορά, άκουσε κάτι να σφυρίζει στο αφτί του. Γύρισε να δει. Τίποτα. Τότε τα χρειάστηκε. Κοίταξε τριγύρω. Όλα ακούνητα, μήτε αεράκι δεν φυσούσε.

»Προχώρησε πέντε-έξι μέτρα. Και τότε έφαγε μια πετριά στο πίσω μέρος του κεφαλιού, ακριβώς στη μέση.

»Γύρισε τρομαγμένος, άφησε τον μπόγο του κάτω. Κινήθηκε προς το μέρος από όπου είχε έρθει η πέτρα και τότε όχι ένας, αλλά δύο ρήσοι ξεπήδησαν από τα δέντρα και τον ξέσκισαν.

»Επειδή οι ρήσοι κυνηγούν δυο-δυο: Ο ένας πετάει χαλίκια ή πέτρες για αντιπερισπασμό, και όταν το θύμα κοιτάξει να δει από πού του έρχονται οι πέτρες, ο άλλος ρήσος που παραφυλάει, ξεπηδάει από τα δέντρα και επιτίθεται!».

Κόκκαλο τα εγγόνια. Με ανοιχτά στόματα περιμέναμε να ακούσουμε το τέλος, που ήταν διόλου ευχάριστο:

«Τον αναζήτησαν την άλλη μέρα και βρήκαν από αυτόν μόνο ό,τι δεν ήταν νόστιμο!».

Άλλες φορές, στις ιστορίες του παππού το θύμα πληγωμένο γύριζε στο χωριό και γι' αυτό έχουμε περιγραφές του φοβερού αυτού ζώου:

Μεγάλο, σαρκοβόρο ζώο, με σώμα και κεφάλι σκύλου και τρίχωμα μακρύ και καφέ με βούλες. Στέκεται στα δύο πόδια και έχει παλάμες στρογγυλές με δάχτυλα. Με αυτές πετάει τις πέτρες για να παγιδεύσει το θύμα του. Κυνηγά σε ζευγάρια.

 

«Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια, 
νυχτιαίς χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιαίς χωρίς φεγγάρι. 
Και τόσα χρόνια που ‘ζησα δω σ’ τον απάνου κόσμο 
κανένα δε φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.
Τώρα είδα έναν ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο, 
πόχει του ρήσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια, 
με κράζει να παλέψωμε σε μαρμαρένια αλώνια 
κι όποιος νικήσει από τους δυο να παίρνει την ψυχή του».

(«Ο θάνατος του Διγενή», δημοτικό τραγούδι)

 

Στα σοβαρά τώρα...

Στα σοβαρά τώρα, οι παππούδες που έλεγαν αυτές τις ιστορίες δεν ήταν εντελώς αλαφροΐσκιωτοι. Διότι υπήρχε ένα ζώο στα βουνά του Πάρνωνα και της Πελοποννήσου που ζούσε εκεί, κυνηγούσε εκεί, είχε μακρύ τρίχωμα με βούλες. Δεν είχε παλάμες, αλλά ήταν αθόρυβο. Σαρκοβόρο, αλλά δεν είχε επιτεθεί σε άνθρωπο.

Πρόκειται για τον λύγκα. Ρήσος είναι ο λύγκας [«ρήσος» ή «ρίσος» κατά την όμορφη κοινή μας γλώσσα –του λαού–, «Lynx lynx L. martinoi» κατά την επιστημονική του ονομασία (αναφερόμαστε στο υποείδος των βαλκανίων)], γράφει ο Αντώνιος Β. Καπετάνιος, Περιβαλλοντολόγος-Δασολόγος, στο dasarxeio.com:

Ζώο μυστηριώδες, περίεργο, ακριβοθώρητο, από κείνα που κινούν τη φαντασία, τα όχι συμβατικά, τ’ «άπιαστα», τα λεύτερα κι ανεξάρτητα, που σ’ εξιτάρουν. Δύσκολα τον βλέπεις, και δεν οικειώνεται μαζί σου. Το ίδιο το ζώο, με την απόκοσμη κι απαρατήρητη ζωή του, την απόρρητη για το ίδιο και προκλητικά απρόσιτη για τους ανθρώπους, σε αποτρέπει να το προσεγγίσεις και να το ‘ξετάσεις, σου απαγορεύει να το ιδείς καν, παρά μόνο να το αισθανθείς· σαν ιδέα, σαν ίχνος, σαν ξάφνιασμα, σα νεφέλωμα στο αναπάντεχο της φύσης. Είναι, αλήθεια, ιδεατό να κοινωνείς μαζί του, είναι διαπρύσια επιθυμητό μα ταυτόχρονα αθέλητο ένα συναπάντημα με το ζώο αυτό. Δε φοβάται την παρουσία σου, απλά δεν αντέχει την επαφή, την ξένη παρουσία, την ανοίκεια και μη ομοειδή σχέση· έχει πρόβλημα αποδοχής λόγω του ανεξάρτητου και μη κοινωνικού του χαρακτήρα. Και τούτο διότι είναι μονήρης χαρακτήρας, δεν επιθυμεί να προσεγγιστεί και να οικειώσει, θέλει τη μοναξιά στο περιβάλλον του. Αυτό το περιβάλλον, για να το αποδεχτεί, πρέπει να είναι ανόθευτο, απείραχτο κι αμόλυντο, για να το ζει στην πληρότητα που η φύση του επιζητεί.

Διαβάζουμε σε σχολικό εγχειρίδιο της «Φυσικής Ιστορίας» του 1969 ότι ο λύγκας είναι πολύ άγριο και αιμοβόρο ζώο –το «πλέον αιμοβόρον από τα αρπακτικά». Ότι επιτίθεται στα μικρά θηλαστικά (λαγούς, κατσίκια κ.ά.), αλλά και στα μεγαλύτερα (ελάφια, ζαρκάδια, μοσχάρια κ.ά.), αδιακρίτως. Ότι την ενέδρα του τη στήνει συνήθως ψηλά στα δένδρα, στα οποία σκαρφαλώνει με μεγάλη ευκολία και ταχύτητα. Από κει ορμάει καβάλα στη λεία του και καρφώνεται στο λαιμό της σαν τον βρικόλακα, της ρουφάει το αίμα και στη συνέχεια τής ανοίγει τις σάρκες με τα φοβερά του νύχια και την κατασπαράσσει. Ότι πνίγει πιο πολλά ζώα απ’ όσα χρειάζεται να φάει, από ευχαρίστηση. Ότι αφού πιεί το αίμα τους, στη συνέχεια τρώει το καλλίτερο κομμάτι τους και το υπόλοιπο το αφήνει για τους λύκους και τα τσακάλια. Συμπεραίνει: «Κατόπιν όλων αυτών δεν είναι καθόλου παράδοξον ότι καταδιώκεται σκληρώς». Καθώς και ότι: «Είναι πολύ επιβλαβές, για αυτό είναι ευτύχημα ότι δε γεννά πολλά νεογνά»

 

Όπου φωνάζει ο Ρήσος, λύκος δεν πατάει

Στο δε σχολικό εγχειρίδιο της «Ζωολογίας» του 1935 πληροφορούμαστε ότι, «από το καρτέρι του ρήσου δε γλυτώνει ούτε ο λύκος, γι’ αυτό το λόγο βγήκε η λαϊκή παροιμία: “Όπου φωνάζει ο Ρήσος, λύκος δεν πατάει…” Η δε φωνή του είναι τόσο φοβερή, που πιάνει πανικός τ’ αγρίμια του λόγγου μόλις ακουσθεί το ουρλιαχτό του». Στη φωνή του, στην κραυγή του, οφείλεται και τ’ όνομά του «λύγκας», από το «λύγξ», τη γνωστή σύσπαση του λάρυγγα, τον κοινό λόξυγκα που μας πιάνει και που μοιάζει με τον τρόπο του λύγκα όταν κυριεύεται από άγρια ορμή κι αλυχτά [επισημαίνουμε τη διάκριση στο αρχαίο «λύγξ», που είναι ο λόξιγκας, και στο «Λυγξ» (με κεφαλαίο πρώτο γράμμα και χωρίς τόνο), που είναι αστερισμός].

Ο λύγκας, στις ιστορίες αυτές, δεν ήταν ο «λιόντας» που φοβίζει αλλά ο «δαίμονας», το «τέρας» της ελληνικής υπαίθρου· όχι το κοινό κακό, όπως ο λύκος, αλλά το αποτρόπαιο.

Ο «μύθος» του ρήσου έχει τις πηγές του στο μύθο του Ρήσου, του βασιλιά των Θρακών. Αυτός ο Ρήσος είναι γνωστός ως βασιλιάς των Θρακών, γιος του Ηιονέα (Ιλιάδα, Κ 435) ή, κατά τους μεταγενέστερους συγγραφείς, του Στρυμόνα και μιας από τις Μούσες (της Καλλιόπης, της Ευτέρπης ή της Τερψιχόρης). Ο Ρήσος συμμετείχε ως σύμμαχος του Πριάμου στον Τρωικό Πόλεμο, έφθασε όμως αργά, καθώς η πατρίδα του είχε δεχθεί επίθεση από τους Σκύθες κατά την εποχή που άρχισε ο Τρωικός Πόλεμος. Σκοτώθηκε μέσα στη σκηνή του από τον Διομήδη και τον Οδυσσέα κατά τη νυκτερινή τους αποστολή κατασκοπείας, οι οποίοι και άρπαξαν τους κατάλευκους ίππους του – τον σκότωσε ο Διομήδης 13ον στην σειρά, αφού είχε σκοτώσει πρώτα τους 12 Θράκες του Ρήσου. Οι Ίπποι που εκλάπησαν, σύμφωνα με χρησμό, αν έτρωγαν τρωικό χόρτο και έπιναν νερό από τον Ξάνθο ποταμό, θα έσωζαν την Τροία. Όμως στον «Ρήσο» του Ευριπίδη μαθαίνουμε από την Μούσα πως θα ζητήσει από τη νύμφη, από την καρποποιό κόρη της θεάς Δήμητρας, ν’ αφήσει την ψυχή του Ρήσου, μιας και αυτή οφείλει να τιμήσει τον συγγενή του Ορφέα. Λέγει δε πως ο Ρήσος δεν πήγε στης γαίας το μαύρο χώμα, αλλά κρυμένος στης υπάργηρης χθόνας τα άντρα θα είναι ανθρωποδαίμων που το φως θα βλέπει του Ήλιου, προφήτης του Βάχκου, ζώντας παντοτινά στον βράχο του Παγγαίου, σεμνός θεός για εκείνους που τον ξέρουν.

 

Ρήσος, ο ανθρωποδαίμων

Ο λαός, όπως το συνήθιζε να μεταφέρει τα μυθικά ή θεϊκά πρόσωπα ως στοιχεία της φύσης, είτε ως φυτά είτε ως ζώα, ζωοποίησε τον Ρήσο και τον είπε ρήσο, τον λύγκα δηλαδή. Παραφράζοντας όμως το μύθο και διαστρεβλώνοντας το νόημά του, θεώρησε ως δαίμονα με την κοινή έννοια τη ζωοποιημένη μορφή του βασιλιά, στο πρόσωπο του λύγκα, ενώ αυτός κατέληξε ως ανθρωποδαίμων να είναι χθόνιος σοφός! Ο λύγκας έγινε για το λαό με τα χρόνια ο «δαίμονας» της φύσης, το αιμοβόρο πλάσμα που σκοτώνει όσο περισσότερα θύματα μπορεί και πίνει το αίμα τους ωσάν τον βρικόλακα του έτερου μύθου στην Τρανσυλβανία. Έδωσε στο λύγκα εξαιρετικά αρνητικά χαρακτηριστικά, σε σημείο που κατά το παρελθόν έγινε αυτός πολύ μισητό πλάσμα και κυνηγήθηκε με σφοδρότητα.

Δεκέμβριος. Ο μήνας της ελιάς. Ο μήνας που μαζεύονται οι οικογένειες γύρω από τη μαντεμένια σόμπα. Και διηγούνται ιστορίες για ρήσους, νεράιδες και κοιμισμένα νερά, σαν αυτές που θα σας πω την άλλη φορά.

 

Γαλανιάδη Εύα


3 Σχόλια

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΕ ΠΟΛΛΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΒΙΒΛΙΑ ΜΕ ΤΕΤΟΙΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ Κ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΣΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ ΑΝ ΤΑ ΕΧΕΙ ΜΑΖΕΨΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ. ΠΑΝΤΩΣ ΕΝΑ ΠΡΟΣΦΑΤΟ ΣΧΕΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ, ΟΠΟΥ ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ Κ ΜΙΑ ΚΟΠΕΛΑ ΜΕ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΑΠΟ ΤΡΙΠΟΛΗ ΛΕΓΕΤΑΙ ΄΄ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΙΤΙΑΣ (ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΘΡΥΛΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ)΄΄ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΗΓΗ 2017. ΓΙΑ ΝΑ ΞΕΦΕΥΓΟΥΜΕ Κ ΛΙΓΟ...

Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.