Η κοινωνικο-πολιτική εμπειρία της Ελλάδας στη μεταπολιτευτική περίοδο και η κρίση του σήμερα

Η κοινωνικο-πολιτική εμπειρία της Ελλάδας στη μεταπολιτευτική περίοδο και η κρίση του σήμερα

Ιούνιος 14, 2017 - 12:39
1 σχόλια

Γράφει ο Θάνος Καρνέζης

Το μεγάλο στοίχημα για τους πολιτικούς που ανέλαβαν τα ηνία της χώρας μετά την αποχώρηση της χούντας των συνταγματαρχών το 1974, ήταν η εγκαθίδρυση ενός ανοιχτού δημοκρατικού πολιτεύματος, στα πρότυπα των δυτικών χωρών. Αυτό αποτέλεσε ιστορική πρόκληση, αφού, από συστάσεως του ελληνικού κράτους και εντεύθεν, το σύστημα διακυβέρνησης υπήρξε είτε «ολιγαρχικό», με την κυριαρχία των ελίτ πάνω στις μάζες (προπολεμικά), είτε κατ’ όνομα δημοκρατικό (μεταπολεμικά), με την ουσιαστική άσκηση της εξουσίας από το στρατό, το θρόνο και τις παρακρατικές οργανώσεις (Αλεξάκης, 2008: 97, 103).

Μετά τη δημοψηφισματική απομάκρυνση του βασιλιά και τη θέσπιση Συντάγματος το 1975, το πολίτευμα που εγκαθιδρύθηκε ήταν αυτό της προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Σύμφωνα με τη θεωρητική θεμελίωσή του, οι εξουσίες ασκούνται από το Κοινοβούλιο και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όπως απεδείχθη εν συνεχεία στην πράξη, επί πρωθυπουργίας Κ. Καραμανλή, το πολιτικό σύστημα μεταπλάστηκε σε πρωθυπουργοκεντρική δημοκρατία, υπό την έννοια ότι οι σημαντικότερες εξουσίες ασκούνταν από τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Η πρακτική αυτή εγκαινιάστηκε από τη Νέα Δημοκρατία και επικυρώθηκε από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου που περιόρισε σημαντικά τις αρμοδιότητες του ΠτΔ  και τον κατέστησε περίπου διακοσμητικό όργανο (Αλεξάκης, 2008: 106). Και αυτό, όπως θα καταδειχτεί στη συνέχεια, έχει μία «λογική» εξήγηση. 

Έχει εύστοχα τονιστεί ότι η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα του δημοκρατικού μοντέλου είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ποιότητα της «πρώτης ύλης» του, δηλαδή των πολιτών – ψηφοφόρων. Το φιλελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα ενσωματώνει την εξής συνθήκη: το ελεύθερο άτομο θα πρέπει να υποτάσσεται οικεία βουλήσει στο νόμο, αυτοπειθαρχούμενο και ανταποκρινόμενο στα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του. Οι υποχρεώσεις είναι εντεταγμένες σε ένα κανονιστικό, αποπροσωποιημένο θεσμικό πλαίσιο που ορίζει τους κανόνες με τους οποίους θα «παίζεται το παιχνίδι» από τα ορθολογικώς δρώντα άτομα μέσα στον κοινωνικό στίβο. Οι συμπεριφορές τύπου free rider («τζαμπατζή», ελεύθερου καβαλάρη»), δηλαδή του ατόμου που λειτουργεί ατομιστικά, χωρίς συνείδηση της συμμόρφωσης προς τη διαδικασία οικοδόμησης της κοινότητας, είναι apriori ασύμβατες σε κάθε απόπειρα εδραίωσης φιλελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος που απαιτεί εσωτερικά «φρένα» και υποταγή τού εγώ στο εμείς (Τσουκαλάς, 2008: 220-221).  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στα δυτικά κράτη, η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας προέκυψε ως το επακόλουθο μιας μακράς ιδεολογικής διαδικασίας, εντός της οποίας παγιώθηκαν οι έννοιες της κοινωνίας των πολιτών, της εντιμότητας, της ευθύνης, της πειθαρχίας κ.λπ. (στο ίδιο: 225).

Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης το φιλελεύθερο πολίτευμα εισήχθη από τις δυτικές κοινωνίες, εν είδει εμπορεύματος, αφού επιχειρήθηκε να επιβληθεί εκ των άνω, με τη θεσμοθέτηση τυπικά σύγχρονων φιλελεύθερων δυτικών δομών. Το εγχείρημα αυτό αποδείχτηκε μάλλον αλυσιτελές, αφού στην Ελλάδα η μέχρι τότε ιστορική εμπειρία είχε καταδείξει ότι το βασικότερο μέλημα των Ελλήνων ήταν η ατομική ανέλιξη χωρίς δεσμεύσεις προς το κοινωνικό σύνολο (Παναγιωτοπούλου, 2008: 250),  η ένταξη σε παλαιοκομματικά δίκτυα για την προώθηση των ατομικών συμφερόντων και η υπαγωγή στην «ιερότητα» της οικογενειακής αλληλεγγύης (Αλεξάκης, 2008: 107, Τσουκαλάς, 2008: 224). Κατά τον τρόπο αυτό, καμία ουσιαστική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να ριζώσει, εάν επιβάλλεται έξωθεν, με τη συγγραφή φιλελεύθερων κανόνων δικαίου, εάν δεν υπάρξει και αλλαγή νοοτροπίας των κυβερνωμένων. Απόδειξη αυτού, είναι η περίπτωση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.

Η Νέα Δημοκρατία στηριζόμενη στην προσωπικότητα του ιδρυτή της, ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας την πρώτη κρίσιμη περίοδο, ενώ ταυτόχρονα κατέβαλλε προσπάθειες να εξελιχτεί σε ένα μαζικό κόμμα με συγκεκριμένη ιδεολογική ταυτότητα, το ριζοσπαστικό ριζοσπαστισμό, συγκεράζοντας τις διάφορες εσωτερικές τάσεις, ακραίες και συντηρητικές. Πάντως, παρά την οργανωτική της ανασυγκρότηση, δεν κατάφερε τελικά να εξελιχτεί σε έναν απρόσωπο, γραφειοκρατικά οργανωμένο πολιτικό οργανισμό (Αλεξάκης, 2008: 108).

Το 1981 το κίνημα (κατά δήλωση του ιδίου) ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου καταλαμβάνει την εξουσία. Το ειδικό γνώρισμα στου κόμματος αυτού, ήταν η αδιαμεσολάβητη σχέση του ιδρυτή του με τη βάση, χωρίς τη θεσμική παρέμβαση των θεσμικών οργάνων του κόμματος, στα όρια της προσωπολατρίας. Ο αρχηγός ασκούσε απόλυτη εξουσία, μοιράζοντας officia και προνόμια, τα οποία, όταν κατέλαβε την εξουσία, μετουσιώθηκαν σε δημόσιες θέσεις. Τότε «εγκαινιάστηκε» και η κομματικά κατευθυνόμενη πατρωνία, «το φαινόμενο δηλαδή κατά το οποίο ο κομματικός μηχανισμός καθίσταται ο κύριος πάτρωνας που διανέμει τα παρελκόμενα και τις εύνοιες της εξουσίας στους οπαδούς του κόμματος, ελέγχοντας συγχρόνως και τους διορισμούς στο δημόσιο» (Αλεξάκης, 22008: 108-109). Κάτι που συνεχίστηκε από όλες τις επόμενες κυβερνήσεις, μηδέ της ενεστώσας εξαιρουμένης.

Η πρακτική που εισήγαγε το ΠΑΣΟΚ βρήκε πρόσφορο έδαφος για να ριζώσει: τους έλληνες πολίτες – ψηφοφόρους. Υιοθετώντας μία περίπου ανθρωπολογική παραδοχή, ο Τσουκαλάς συχνά αποκαλεί τους συμπατριώτες του free riders, δηλαδή  «τζαμπατζήδες», σύμφωνα με τη δική του μετάφραση, την οποία ενσωματώνει στον τίτλο της δημοσίευσής του (Τσουκαλάς, 2008: 217 επ.). «Οι Έλληνες εξακολουθούν να γεννιούνται και να κοινωνικοποιούνται με τα στερεότυπα ενός άναρχου ατομικισμού, όπου η ελευθερία θεωρείται συνώνυμη της πλήρους ανευθυνότητας έναντι του συνόλου, του νόμου και των άλλων» (Τσουκαλάς, 2008: 226, όπου και η παραπομπή σε Θ. Λίποβατς). Η μόνη μορφή συλλογικότητας που λειτουργεί είναι αυτή της οικογένειας, του σογιού, στην οποία και μόνο εντάσσει οργανικά τον εαυτό του ο έλληνας (Παναγιωτοπούλου, 2008: 258), ο οποίος αναλώνεται στον αγώνα του για κοινωνική άνοδο, χωρίς καμία αίσθηση καθήκοντος υπαγωγής του ατομικού στο συλλογικό. Βεβαίως οι προσεγγίσεις αυτές των μελετητών δεν είναι αυθαίρετες, αφού στηρίζονται στην εμπειρική παρατήρηση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.

Ο διακαής πόθος των μεσαίων στρωμάτων τουλάχιστον κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης, ήταν (αλλά και παραμένει) ο διορισμός τουλάχιστον ενός μέλους της οικογένειας στο Δημόσιο. Η απασχόληση στο Δημόσιο σημαίνει ασφάλεια, λίγο κόπο, ενώ ταυτόχρονα δίνονται οι ευκαιρίες ενασχολήσεως και με άλλες επικερδείς δραστηριότητες (Τσουκαλάς, 2008: 236). Ο τρόπος εισόδου στο Δημόσιο ήταν η κομματική ταυτότητα, η προσωπική σχέση με τον πάτρωνα – πολιτικό, ο οποίος τον διόριζε με αντάλλαγμα το δικό του τρόπο εισόδου στη Βουλή: την ψήφο. Για να ικανοποιηθεί αυτή η «συμφωνία» πολιτικών – ψηφοφόρων, θα έπρεπε το κράτος να γιγαντωθεί και ταυτόχρονα να ακολουθεί τις επιταγές του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος. «Ο κρατικός μηχανισμός είναι πελατειακός, δηλαδή ένα εργαλείο στα χέρια των εναλλασσόμενων κυβερνήσεων» (Αλεξάκης, 2008: 116, όπου και η παραπομπή σε Σωτηρόπουλο).

Δίπλα σε κάθε επίσημα θεσμοθετημένο σύστημα κανόνων και αξιών, λειτουργεί παράλληλα και ένα άτυπο, ανορθολογικό, σχεδόν σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Παιδεία – παραπαιδεία, οικονομία – παραοικονομία κ.λπ. Το 2004, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα υπήρχε το μεγαλύτερο ποσοστό διαφθοράς και φοροδιαφυγής (Αλεξάκης, 2008: 118, 121). Ο έλληνας, μη υπακούοντας σε θεσμικές νόρμες, επιδίδεται σε έναν καθολικά συγχωρητέο οικονομικό καιροσκοπισμό, σε ένα πλαίσιο όπου επικρατεί η λογική της ικανοποίησης του ατομικού συμφέροντος όχι μόνο κατά παράβλεψη, αλλά εις βάρος των άλλων. Η ανάπτυξη ανεπίσημων και αφανών μορφών εισοδήματος (δημόσιος υπάλληλος με παράλληλη απασχόληση κ.λπ., αυτοαπασχολούμενος και μισθωτός, υπάλληλος και αγρότης κ.λπ.) που έχει χαρακτηριστεί και ως πολυσθένεια, ενισχύουν τα παραπάνω (Τσουκαλάς, 2008: 236-237) .

Στην Ελλάδα η οικογένεια συνέχισε να επιτελεί έναν κοινωνικό ρόλο που έχει εκλείψει από τις δυτικές ανεπτυγμένες κοινωνίες ήδη από τον 19ο αιώνα. Η ελληνική πυρηνική οικογένεια, παρά τη θεσμική λειτουργία της αγοράς, εμφανίζεται ως μια οιονεί επιχείρηση. Τα μέλη της οικογένειας θέτουν εαυτούς στην υπηρεσία της οικογενειακής φάμπρικας, με ένα ή περισσότερα μέλη της να εισφέρουν στο οικογενειακό corpus τη σιγουριά και τις απολαβές του δημοσίου, ενώ παράλληλα, συνεπικουρούμενοι και από τους λοιπούς συγγενείς να διατηρούν τα χωράφια στην ύπαιθρο και ν’ αναλαμβάνουν και άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες (Τσουκαλάς, 2008: 242). Μπορεί, περαιτέρω, να υποστηριχθεί ότι η οικογένεια καλύπτει τα κενά που δημιουργήθηκαν από την ανυπαρξία της κρατικής πολιτικής και αποτελεί το όχημα της κοινωνικής ολοκλήρωσης και της ένταξης στην ελληνική κοινωνία. Τα μέλη της ελληνικής οικογένειας γαλουχούνται με την αξία της αλληλεγγύης στο συγγενικό τους περιβάλλον και όχι αυτήν της υπαγωγής στις κανονιστικές αρχές του κοινωνικού συνόλου (Παναγιωτοπούλου, 2008: 259-261).

Η αμέσως παραπάνω ανάλυση καταδεικνύει τη μία από τις δύο βασικές τάσεις που χαρακτηρίζουν την ελληνική κοινωνία, αυτή του οπισθοδρομισμού ή της «παρωχημένης πολιτισμικής παράδοσης»: οι φορείς της, επηρεασμένοι από τη βαλκανική – οθωμανική κληρονομιά τους, εκδηλώνουν μία έντονη εσωστρέφεια, δυσπιστούν σε κάθε τι ξένο, αρέσκονται στην προσωπολατρία του εκάστοτε ηγέτη τους, αντιμετωπίζουν το διογκωμένο κράτος ωε τροφό, αποστρέφονται τον καπιταλισμό, οσάκις δεν τους βολεύει, δυσπιστούν σε κάθε επιχειρούμενη αλλαγή και εκσυγχρονισμό, εφόσον θίγει τα κεκτημένα τους, δεν έχουν καμία συναίσθηση του ανήκειν σε μία κοινωνία των πολιτών και λειτουργούν, για την ικανοποίηση των αναγκών τους, με βάση ατομικούς αξιακούς κώδικες συμπεριφοράς παραβιάζοντας τις επίσημα θεσμοθετημένες νόρμες (Αλεξάκης, 2008: 112, όπου και η παραπομπή σε Διαμαντούρο).

Απέναντι σε αυτήν την παράδοση, όμως, έχει αναδυθεί και μία άλλη, αντίρροπη, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως «μεταρρυθμιστική».  Οι φορείς της τάσης αυτής είναι επηρεασμένοι από την πνευματική κληρονομιά του Διαφωτισμού, έχουν το βλέμμα τους στραμμένο στα κράτη της βιομηχανικής Δύσης, επιδιώκουν την εξωστρέφεια και αποδέχονται το ξένο, είναι ανοιχτοί στις δομικές μεταρρυθμίσεις, δεν αντιμετωπίζουν το κράτος ως τροφό αλλά ως ρυθμιστή των οικονομικών σχέσεων και ενισχυτή της ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, αποδίδουν προνομιακό ρόλο στην κοινωνία ως προς τις σχέσεις της με το κράτος  (Αλεξάκης, 2008: 112, όπου και η παραπομπή σε Διαμαντούρο), απαιτούν το σεβασμό προς τους καθολικά ισχύοντες αποπροσωποιημένους θεσμικούς κανόνες, δεν έχουν όνειρο ζωής μία θέση στο δημόσιο αλλά τη δημιουργική απασχόληση με αυτό που τους ικανοποιεί, δεν κάνουν εκπτώσεις στην αξιοπρέπειά τους γονυπετώντας σε πολιτικούς – πάτρωνες.

Παρά το γεγονός ότι η εκσυγχρονιστική τάση δε φαίνεται ν’ αποτελεί την πλειοψηφία, δεν μπορεί να κάποιος να ισχυριστεί ότι η Ελλάδα της μεταπολίτευσης δεν έχει σημειώσει κάποια βήματα βελτίωσης και σύγκλισης προς το δυτικό πρότυπο. Μετά το 1974 η Ελλάδα ξαναμπαίνει στο διεθνές περιβάλλον, αποκαθιστώντας τις διακρατικές της σχέσεις. Το 1981 εντάσσεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θεμελιώδους σημασίας γεγονός, κάτι που έδωσε το κίνητρο της ρήξης με τις πολιτισμικές παραδόσεις – βαρίδια. Το δημοκρατικό πολίτευμα λειτουργεί ικανοποιητικά, με τη δυνατότητα συμμετοχής όλων στην πολιτική διαδικασία, σε αντίθεση με την μετεμφυλιακό πολιτικό αποκλεισμό πολιτών και τη διάκριση του πολιτικού σώματος σε πολίτες α΄ και β’ κατηγορίας (Αλεξάκης, 2008: 110). Μετά το 1981 τα μεσαία στρώματα συμμετέχουν στην εξουσία (Παναγιωτοπούλου, 2008: 250). Σε σύγκριση με τη φτωχή και ερειπωμένη χώρα του 1950, το 2001 η Ελλάδα συγκαταλεγόταν στις 30 πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Από το 1990 και μετά η Ελλάδα, από χώρα εξαγωγής μεταναστών, γίνεται χώρα υποδοχής τους, κάτι που αποτελεί μία τεράστια ρήξη με το παρελθόν (Αλεξάκης, 2008: 114-115).

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ

Έχει υποστηριχτεί ότι τα χρήματα δεν είναι το παν, αλλά έχουν το πλεονέκτημα ότι κρύβουν πολλά προβλήματα. Εάν αυτό έχει κάποια βάση, τότε μπορεί να εξηγηθεί γιατί μετά το ξέσπασμα της ενεστώσας δημοσιονομικής – οικονομικής κρίσης, στην ελεγχόμενα πτωχευμένη Ελλάδα αποκαλύφθηκε σε όλη την έκτασή της μία βαθιά κοινωνικο – πολιτική κρίση που σοβούσε τόσα χρόνια και καλυπτόταν από τον μανδύα της επίπλαστης ευημερίας της δεκαετίας του 2000, μετά την εισαγωγή της χώρας στο ευρώ.

Η οικονομική κρίση ενέσκηψε σε μια χώρα, η οποία είχε χαρακτηριστεί και ως «γίγαντας με πήλινα πόδια», υπό την έννοια ότι ο πλούτος των τελευταίων δεκαετιών, δε συνδυάστηκε με την αύξηση της παραγωγικότητας της χώρας και την οικονομική ανάπτυξη. Όταν οι αγορές σταμάτησαν να δανείζουν τη χώρα, η αυταπάτη κατέρρευσε. Η ένταξη της χώρας στο μηχανισμό στήριξης και τη έλευση της τρόικας ανέδειξε σωρεία δομικών προβλημάτων και αποκάλυψε τη γύμνια της Ελλάδας σε κοινωνικο και πολιτικό επίπεδο. Ακόμη και εάν κάποιοι ασπάζονται την άποψη ότι τα ξένα κέντρα απεργάζονται σχέδιο οικονομικής υποδούλωσης της Ελλάδας, δεν μπορεί να μην επισημανθεί ότι για όλα τα άσχημα που συμβαίνουν στην Ελλάδα, δε φταίνε μόνο οι «κουτόφραγκοι». 

Η οικονομική κρίση ήρθε σε μία χώρα όπου «οι πολλοί θα ανέχονται την υψηλή διαφθορά των ολίγων, αρκεί οι λίγοι να κάνουν τα στραβά μάτια στη μικροδιαφθορά των πολλών […] Κοινωνικό συμβόλαιο αμοιβαίας ενοχής. Και συνενοχής» (Αλεξάκης, 2014: 53, όπου και η παράθεση αποσπάσματος από Παγουλάτο). Με πιο απλά λόγια και με μια αυξημένη δόση κυνικότητας, αυτό έχει αποδοθεί, από έναν εκπρόσωπο του παλιού πολιτικού προσωπικού (τον Θ. Πάγκαλο) με τη φράση «όλοι μαζί τα φάγαμε». Οι μεταρρυθμίσεις που έχουν επιχειρηθεί τα τελευταία 7 χρόνια, προσκρούουν στην πεισματική αντίδραση τόσο των πολιτικών εκπροσώπων, όσο και της ελληνικής κοινωνίας που σαν κακομαθημένο παιδί δεν αποδέχεται να χάσει τα κεκτημένα της και να καταβάλλει το τίμημα για το αυτονόητο: την συλλογική (πρωτίστως) και την ατομική (κατ’ ακολουθίαν) ευημερία και πρόοδο.

Η θεαματική άνοδος πολιτικών μορφωμάτων του ακραίου και φασιστικού χώρου, με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού της Χρυσής Αυγής, μπορεί να προκάλεσε αίσθηση και να εξέπληξε κάποιους, αλλά ήταν απολύτως η φυσική συνέπεια της προ κρίσης νοοτροπίας των ψηφοφόρων. Οι πολιτικοί που είχαν μέχρι τότε κυβερνήσει τη χώρα, με παροχές, ταξίματα και εξυπηρετήσεις προς τους πελάτες – ψηφοφόρους, ξαφνικά έχασαν τη δυνατότητα να «πουλάνε την προστασία τους». Και οι πολίτες, στερούμενοι των ευεργετημάτων τους, θυμήθηκαν, αίφνης, ότι όλοι οι πολιτικοί είναι αργυρώνητοι, λαμόγια, κλέφτες. Στράφηκαν με προθυμία στο στρατιωτικό μόρφωμα, για να ικανοποιήσουν την επιθυμία τους για «κάθαρση» και αποπομπή του ανήμπορου πλέον πάτρωνα.

Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στη εξουσία τον Ιανουάριο του 2015 έγινε με άφθονη παραχολογία του αρχηγού του και υποσχέσεις περί «σκισίματος των μνημονίων». Το κόμμα από το 4% έφθασε περίπου στο 40 %. Ακριβώς αντίστροφη πορεία ακολούθησε το σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ που κατά τη δεκαετία του 1980 έδωσε ψωμί στα μεσαία στρώματα, αλλά έβαλε τη χώρα στα μνημόνια. Οι ψηφοφόροι του μεσαίου κυρίως χώρου, δημόσιοι υπάλληλοι που είχαν υποστεί περικοπές στους μισθούς τους και είχαν «απειληθεί» από τις προηγούμενες κυβερνήσεις με την άρση της μονιμότητας (μέτρο που θα οδηγούσε σε αύξηση της παραγωγικότητας και στη μείωση του υπερδιογκωμένου κράτους – τροφού), επέλεξαν τον άφθαρτο αρχηγό, τόσο για να ικανοποιήσουν την βαθύτερη ανάγκη τους για προσωπολατρία, όσο και για να διαφυλάξουν τα κεκτημένα τους.

Στην Ελλάδα της κρίσης κανείς δε φαίνεται να έχει αντιληφθεί ότι η συμβολή στον κοινό κορβανά είναι προϋπόθεση για την επιβίωση της κοινωνίας ως συνόλου. Η μη υπακοή στις θεσμοθετημένες διαδικασίες και κανόνες καλά κρατεί, βαίνοντας προς το χειρότερο. Σημειώνεται έξαρση της μαύρης και αδήλωτης εργασίες, διόγκωση της φοροδιαφυγής, των αδήλωτων δραστηριοτήτων. Και το πολιτικό προσωπικό, από την άλλη, κατανοώντας την «απελπισία» των χαϊδεμένων παιδιών του που οι κακοί ξένοι τους στέρησαν το παιχνίδι, προσπαθεί να περιορίσει τις απώλειες, αποψιλώνοντας νευραλγικές δημόσιες υπηρεσίες, αποτρέποντας με άτυπες άνωθεν εντολές τη διενέργεια των ελέγχων, μη εκσυγχρονίζοντας τις διοικητικές υπηρεσίες του κράτους. «Στην πραγματικότητα οι δύο χώροι (ο κορμός των επαγγελματιών της πολιτικής και ο κορμός του εκλογικού σώματος) τελούν σε αγαστή ποιοτική αρμονία» (Αλεξάκης, 2014: 55, όπου και η παραπομπή σε Μπέη). 

Τα παραδείγματα είναι πολλά και η οικονομία του χώρου δεν επιτρέπει την εξαντλητική παράθεσή τους. Η ουσία είναι ότι οι χρόνιες ασθένειες της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος επιδεινώθηκαν τα τελευταία χρόνια και τείνουν να καταστούν ανίατες. 

ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ

Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης, από μία περιθωριοποιημένη βαλκανική χώρα με ασταθές πολίτευμα, κατάφερε να σημειώσει βήματα προόδου, μπαίνοντας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, σταθεροποιώντας το δημοκρατικό της πολίτευμα και ανεβάζοντας το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της. Σε όλη αυτήν την πορεία, αμφιταλαντευόταν ανάμεσα σε δύο τάσεις, αυτήν του Οθωμανικού παρελθόντος της και αυτήν του παραδείγματος της «πεφωτισμένης» Δύσης. Η οικονομική κρίση απλώς αποτέλεσε τον καταλύτη για ν’ αποκαλυφθεί η φτώχια και η γύμνια της χώρας σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.

Μπορεί κάποιος με ασφάλεια να προβλέψει αν υπάρχουν περιθώρια εξόδου από την παρούσα κοινωνικο-οικονομική κρίση; Αν κάποια από τις δύο τάσεις θ’ αποκτήσει τη δέουσα κοινωνική δυναμική, για να βάλει τέλος στην ακινησία, το δισταγμό και το τέλμα, στο οποίο έχει περιέλθει η χώρα; Προφανώς η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί. Αυτό που μπορεί να προβλεφθεί είναι ότι ακόμη κι αν το συλλογικό ελληνικό κοινωνικό συνειδητό (ή ασυνείδητο) δε διαλέξει το μονοπάτι, τότε αυτό θα καθοριστεί εξωγενώς, στανικά και με βίαιο τρόπο. Γιατί η Ζωή προχωρά χωρίς να μας ρωτήσει.

Θάνος Καρνέζης

Δικηγόρος

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.Αλεξάκης, Μαν. (2008). Καθένας για το Εαυτό του και Όλοι  Εναντίων Όλων: Θέσμιση του δημόσιου χώρου, πολιτική κουλτούρα και κοινωνικές συγκρούσεις στην Ελλάδα, στο Σ. Κονιόρδος (επιμ). Ανθολόγιο Όψεις της Σύγχρονης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Κοινωνίας, Αθήνα, ΕΑΠ.

2.Αλεξάκης, Μαν. (2014). Παγκόσμια Οικονομική Κρίση και Ελλάδα της πολιτισμικής και πολιτικής παρακμής, στο Σ. Ζαμπαρλούκου και Μ. Κούση (επιμ). Κοινωνικές Όψεις της Κρίσης στην Ελλάδα, Αθήνα, Πεδίο.

3.Παναγιωτοπούλου, Ρ. (2008). Ορθολογικές Ατομοκεντρικές Πρακτικές στα Πλαίσια ενός ‘Ανορθολογικού’ Πολιτικού Συστήματος, , στο Σ. Κονιόρδος (επιμ). Ανθολόγιο Όψεις της Σύγχρονης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Κοινωνίας, Αθήνα, ΕΑΠ.

4.Τσουκαλάς, Κων. (2008). ”Τζαμπατζήδες” στη Χώρα των Θαυμάτων: Περί Ελλήνων στην Ελλάδα, , στο Σ. Κονιόρδος (επιμ). Ανθολόγιο Όψεις της Σύγχρονης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Κοινωνίας, Αθήνα, ΕΑΠ.

Ειδήσεις: 
Tags: 

Υπάρχει 1 Σχόλιο

Φιλότιμη η στροφή στην πραγματικότητα (είδες ο Μακρόν;) αλλά απότομη που μπορεί να σε πετάξει έξω αν είσαι εκφρασμένος θαυμαστής του Γιάνη Βαρουφάκη ως υπουργού - διαπραγματευτή και του μειονεκτικού κνίτη που βρέθηκε πρωθυπουργός

Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.