Το Τροπαιάτικο τραπέζι τη δεκαετία του 1960-70

Το Τροπαιάτικο τραπέζι τη δεκαετία του 1960-70

Αύγουστος 28, 2016 - 18:06
1 σχόλια

Το καθημερινό και το Κυριακάτικο τραπέζι στα Τρόπαια, 1960-70

Όσοι έχουμε παππούδες, γιαγιάδες και γενικά πιο μεγάλους συγγενείς που μεγάλωσαν στα χωριά μας, συχνά-πυκνά αναφέρονται στα γεύματα των παιδικών τους χρόνων. Και δεν αναφέρονται μόνο στις τροφές και στον τρόπο που μαγείρευαν οι μανάδες τους, αλλά σε όλη την ιεροτελεστία του καθημερινού και του Κυριακάτικου τραπεζιού, σε όλες τις συνήθειες που κρατούσαν οι οικογένειες των χωριών, σε μια εποχή που στα χωριά οι κάτοικοι συντονίζονταν με τον χτύπο της καμπάνας και φρόντιζαν να υπάρχουν όλα τα καλούδια στο σπιτικό τους, αφού δεν είχαν την ευκαιρία να τα ψωνίσουν έτοιμα.

Αλιεύσαμε από τη σελίδα Όμορφα Χρόνια στο Facebook μια ολοζώντανη περιγραφή τως διατροφικών συνηθειών στα Τρόπαια του 1960 και σας την παρουσιάζουμε σήμερα. Θα συναντήσετε συνταγές ίσως άγνωστες και οπωσδήποτε θα... σας ανοίξει η όρεξη.

Ο κ. Θεόδωρος Νίτσος στο βιβλίο του «Όμορφα Χρόνια» γράφει:

Όταν κάθε μεσημέρι σχολώντας από το σχολείο, ανέβαινα τρέχοντας τα 22 πλατύσκαλα του δρόμου που οδηγεί στο σπίτι μου, μη φανταστείτε πως το έκανα για να πιάσω γρήγορα τα μαθήματα της επόμενης μέρας, δεν χρειαζόταν τα 'παιρνα στην ...παράδοση. Ήταν το γουργούρισμα της κοιλιάς φυσικά και η λιγούρα που μου έδινε φτερά. Πέταγα την τσάντα όπως όπως στο κρεβάτι μου ή στο παραγώνι και έτρεχα στην κουζίνα. Άνοιγα την κατσαρόλα, ξεκαπάκωνα το τηγάνι και μύριζα με απόλαυση το αχνιστό περιεχόμενο. Η μάνα μου, μου έβαζε τις φωνές και με έδιωχνε, αλλά μού έβαζε και λίγο στην κουτάλα να δοκιμάσω ή μου έβγαζε με το πηρούνι καμιά λουρούλα (μισοψημένη) τηγανιτή πατατούλα. Ας το παιδάκι μου να λιγριάνει λίγο το φαγητό και να μαζευτούνε και οι άλλοι, μου έλεγε.

Το τι θα είχε η κατσαρόλα λίγο με ενδιέφερε, έτσι και αλλιώς ήξερα περίπου αφού τα φαγητά για κάθε μέρα της εβδομάδας ήταν στάνταρ, χωρίς να λείπουν και οι ευχάριστες εκπλήξεις. Λαδερό την Δευτέρα, όσπρια την Τρίτη, ψάρια με χόρτα από τον κήπο ή το βουνό ή βακαλάο πλακί, κάθε δεύτερη Τετάρτη, ζυμαρικά με σάλτσα την Πέμπτη, κανά κεφκεδάκι με πατάτες τηγανιτές την Παρασκευή, γεμιστά ή πατάτες γιαχνί το Σάββατο και την Κυριακή. Την Κυριακή είπα; Αχ!!! αυτές οι Κυριακές, υπήρχε πάντα θαλπωρή και μια επισημότητα στο οικογενειακό τραπέζι της Κυριακής. Δεν ήταν τόσο που το τραπέζι θα περιείχε κρεατικά, μπορεί να ήταν και κοτόπουλο ή και ταπεινά πλατάρια μα περισσότερο μου άρεσε η τελετουργία.

Σηκωνόμαστε ανόρεχτα, πίναμε το γάλα μας, ζαχαρούχο ΒΛΑΧΑΣ, βάζαμε τα καλά μας ρούχα,γυαλίζαμε με μπόλικο ΚΑΜΕΛ τα καλά μας παπούτσια και μόλις χτύπαγε η τρίτη καμπάνα βουρ για την εκκλησία. Όχι γιατί μας έκοφτε η πνευματική αναζήτηση, απλά μας ένοιαζε ο φόβος της απουσίας, αφού ο δάσκαλος έβαζε κάποιον να σημειώνει τους παρόντες. Τα μικρά έπιαναν πάντα το χώρο αριστερά από το δεξί ψαλτήρι. Η ώρα δεν περνούσε εύκολα, κουραζόμαστε από την ορθοστασία, καθόμαστε στη ζούλα με το μισό κωλομέρι ανάμεσα στα ξύλα του ψαλτηριού Καμιά φορά εκει που στεκόσουν σε στάση προσοχής σου κτύπαγε ο πισινός το πίσω μέρος από το γόνατο και ξαφνιαζόσουνα. Οι μεγαλύτεροι μαθητές καθόντουσαν ακριβώς από πίσω και άντρες έπιαναν δικαιωματικά τα στασίδια. Οι μαθήτριες και οι γυναίκες έπαιρναν θέση στα αριστερά. Η λειτουργία έχει φυσικά το ρυθμό της, που τον ακολουθούσαμε όλοι. Κάναμε το σταυρό μας μόλις μας θυμιάτιζε ο παπάς.Σηκωνόμαστε όρθιοι, ακόμα και τα παιδιά που έτσι και αλλιώς ήταν όρθια ισιώνανε το κορμί και δένανε μπροστά τα χέρια την ώρα του ευαγγελίου. Ζηλεύαμε ή κοροιδεύαμε, το παπαποπαίδι που έλεγε το πατερημόν, λέγαμε κανα κυργιελέγησον, κοιτάγαμε κλεφτά και προς τα κορίτσια, κουτσομπολεύαμε μερικές γριούλες που έκαναν γονυκλισίες και μεγάλους σταυρούς με το χέρι να αγγίζει το έδαφος Όταν ζύγωνε το τέλος, λίγο πριν το δι ευχών πήγαιναν κάποιες μητέρες με τα μωρά τους και λίγες γριούλες να μεταλάβουν, τρέχαμε κατόπιν και εμείς φιλάγαμε το χέρι του παπά, παίρναμε το αντίδωρο και ξεχυνόμαστε στην πλατεία.

Το σχόλασμα της εκκλησίας σήμαινε γενικό συναγερμό, άνοιγαν τα καφενεία, τα μπακάλικα, τα κουρεία και γενικά κόσμος πήγαινε και ερχότανε Τριγυρνάγαμε και εμείς τότε στα καφενεία για να κάνουμε κανένα θέλημα, μας έστελναν για τσιγάρα, για εφημερίδες τους πηγαίναμε τα ψώνια στο σπίτι ή πηγαίναμε κατευθείαν για παιχνίδι. Την Κυριακή κανένας δεν δούλευε, οι υπάλληλοι, οι εργάτες ακόμα και οι τσιοπάνηδες είχαν συνήθως το ρεπό τους την Κυριακή, γέμιζαν λοιπόν τα καφενεία και τις ταβέρνες.

Οι μυρουδιές από τον μπακαλιάρο που τηγάνιζε ο Γιαννίτσας, τα κεφκεδάκια από κάτου στου Ταμπακά, οι τηγανιές στου Σταύρου του Ρούτση και στου Θεμιστικλή,σου έσπαγαν τη μύτη. Αλλά ξέφυγα λίγο από το θέμα, που είναι το Κυριακάτικο τραπέζι.Κατά τις 12,30 λοιπόν με μάζευε η μάνα μου από την αλάνα της ΔΕΗ και με έστελνε για κρασί. Μετά από κάμποσες φωνές παράταγα απρόθυμα το παιχνίδι πήγαινα σπίτι, έπαιρνα μια μποτίλια και έτρεχα στο καφενείο του Άρη που σύχναζε ο πατέρας μου, μου έδινε ένα δίφραγκο και πήγαινα δίπλα στου Μπαγερόγιαννη που είχε βαγένια στο υπόγειο ή στου Γιαννίτσα που είχε τεράστια βαγένια αραδιασμένα δεξιά όπως έμπαινες στη ταβέρνα. Μέσα η ταβέρνα ήταν γεμάτη από πελάτες που τρωγόπιναν και κουβέντιαζαν μεγαλόφωνα προσπαθώντας να ακουστούν μέσα στον σαματά που επικρατούσε,

Βέβαια οι περισσότεροι μόνιμοι θαμώνες έπιναν το κρασί τους ξεροσφύρι, από τα κλασικά κατρούτσα, άλλοι πάλι κουτσόπιναν μέσα στα μπακάλικα, με τον μπακάλη να σερβίρει για μεζέ παστές σαρδέλες που τις τίναζε από το αλάτι κτυπώντας τες πάνω στα καφάσια. 

Περίμενα λοιπόν αναγκαστικά τον Γιαννίτσα, μέχρι να βγάλει την τηγανιά ή να τελειώσει το σερβίρισμα κάποιας παρέας και να μου γεμίσει την μποτίλια με αστραφτερό κοκκινέλι, κατευθείαν από το βαγένι. Μερικές φορές για αλλαγή ή γιατί βρισκόμουν ήδη στην πλατεία και βαριόμουν να πάω στο σπίτι για την μποτίλια, έπαιρνα από του Τσιατόγιαννη εμφιαλωμένη ρετσίνα ΠΛΑΚΑ. Περνούσα κατόπιν από του Άρη και ή περίμενα να τελειώσει ο πατέρας μου την πατρίδα δηλωτής που έπαιζε με τον Κούκο, τον Μπουντέκα, τον Γρίβα, τον Νταρμονικόλα και τα άλλα αστέρια του αθλήματος,για να φύγουμε μαζί ή μου έλεγε φύγε Λάκη θα περάσω να πάρω εγώ το ταψί από τον φουρνο του Μπουντάλα και θα έρθω σε λίγο.

Το Κυριακάτικο τραπέζι στρωνόταν στο χειμωνιάτικο, Τραβάγαμε στη μέση του δωματίου το τραπέζι το έστρωνε η μάνα μου με ένα πάνινο τραπεζομάντηλο, πάνινες πετσέτες μοιραζόντουσαν σε όλους, βγάζαμε τα κουταλοπήρουνα από το συρτάρι της κουζίνας, φέρναμε και καρέκλες από το σαλόνι και είμαστε έτοιμοι για φαγητό. Καμιά φορά τύχαινε να ξεχαστεί κάποιος από εμάς τα αγόρια στο παιχνίδι και να αργήσει την ώρα του φαγητού, στέλνανε τότε μια από τις αδελφές μας να μας μαζέψει ή έβγαινε κάποιος στο μπαλκόνι και έβαζε μια φωνή Λάκηηηη, Κώστααα. Αν περνούσε κανένας γνωστός απου κάτω στου Ματσαράγκα του έλεγε η μάνα μου, - Για κοίτα κει χάμου στη ΔΕΗ ή στο πάρκο είναι ο Λάκης, πες του να τσακιστεί να έρθει σπίτι, τώρα. 

Το πιο αγαπημένο μας Κυριακάτικο φαγητό ήταν το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες, κάναμε Πάσχα, αλλά το πιο συνηθισμένο ήταν, στο δικό μας σπίτι, το κοτόπουλο. Είχαμε δικές μας κότες στο κατώι και από ένα μικρό φεγγίτη τις βγάζαμε σε ένα περιφραγμένο τμήμα του κήπου.Πήγαινε λοιπόν η μάνα μου το απόγευμα του Σαββάτου έπιανε ανάλογα με το μενού, μια πουλακίδα, ένα κόκορα, μια γριά κότα και την ανέβαζε στον κήπο Εκεί απάνω σε ένα κούτσουρο της έδινε μια με την κόσα και της έκοβε το κεφάλι. Πολλές φορές το πτηνό δεν πέθαινε αμέσως , αλλά με κομμένο κεφάλι έτρεχε προς τον κήπο ανάμεσα στα ημερολάχανα τον χειμώνα ή τα κρεμμύδια, τις πατάτες, τις ντοματιές, ανάλογα με την εποχή. Ξέρω πως τώρα μας φαίνεται σκληρό αλλά και μια ψυχοπονιάρα γυναίκα σαν την μάνα μου, γίνεται σκληρή όταν έχει να θρέψει έξι στόματα.

Επτάψυχη ή όχι η κότα δεν πήγαινε μακριά, την περίμενε το ζεμάτισμα, το ξεπουπούλιασμα και το λιάνισμα. Τίποτα δεν πεταγόταν εκτός από τα πούπουλα και τα άντερα, το στομάχι το έκοβε στή μέση αφαιρούσε τη μεμβράνη μαζί με τα υπολείμματα από το τελευταίο γεύμα της άτυχης κότας και μαζί με τα συκωτάκια και αβγά γινόταν ένα πλούσιο δεκατιανό που το χλαπακιάζαμε μόλις γυρίζαμε από την εκκλησία. Καμιά φορά σφαζόταν λάθος κότα, κότα που είχε πολλά ανώριμα αβγά μέσα στην αμάρα της, (αμάρα λέγεται η μοναδική τρύπα που έχουν τα πτηνά). Κακοπαθιώταν τότε η μάνα μου αλλά το "κακό" είχε γίνει. 

Ερχόταν λοιπόν η στιγμή του σερβιρίσματος και η μάμα μου μοίραζε δίκαια τις μερίδες. Αν η κότα ήταν γριά την έκανε ωραία σούπα με αβγόκοψη μπόλικο λεμόνι και πιπέρι, εμένα μου κρατούσε σκέτη πριν την αβγοκόψει. Η σούπα ερχόταν με την κατσαρόλα, και η κότα σε μια πιατέλα. Ξεχώριζε μια πλάτη μαζί με το φτερό για τον πατέρα μου, στήθος για τον αδελφό μου, τον λαιμό και ένα μπούτι για μένα και πάει λέγοντας. Ιδιαίτερος μεζές ήταν το κεφάλι και τα ποδαράκια της κότας που τα μαγείρευε και αυτά κόβοντάς τους μόνο τα νυχάκια. Τα κοκόρια γινότανε κοκκινιστά με χυλοπίτες, κλασικό Γορτυνιακό φαγητό και οι πουλακίδες κοκκινιστές με μπόλικα μακαρόνια, Νο 4 με την τρύπα, που τα ρουφούσες με θόρυβο.

Εναλλακτικά το μενού της Κυριακής περιελάμβανε, μακαρονάδα τσιγαριστή με κεφκεδάκια, κιμά και σπανίως μοσχάρι, στιφάδο, ημερολάχανα με χοιρινό, μπριζόλες χοιρινές, ή κοτόπουλο με πατάτες στο φουρνάκι με το τζιαμάκι από πάνω, που έκανε τα φαγητά νοστιμότατα. Διακριτικά σε μια γωνιά του τραπεζιού έμπαινε το πιατάκι με το τυρί, (φέτα Τροπαίων από του Σταυρέα ή τον Πατσιούλα που μύριζε έντονα),στην αντίθετη καθότανε η μάνα μου εγώ και η αδελφή μου η μικρή που δεν θέλουμε, ακόμα, ούτε να το βλέπουμε. 

Στο Κυριακάτικο τραπέζι εκτός από το κυρίως πιάτο υπήρχε φυσικά άφθονο ζυμωτό ψωμί και σχεδόν πάντα σαλάτα εποχής ντομάτες και αγγούρια από τον κήπο ή από τα μανάβικα το καλοκαίρι, ελιές, δικές μας, μαρούλι και μάπα τον χειμώνα και την άνοιξη. Τότε οι ντομάτες δεν ήταν στρογγυλές αλλά είχαν ένα ακανόνιστο σχήμα με πολλές πτυχώσεις και φυσικά ευωδίαζαν. Χαιρόμουν να περπατάω στον κήπο μας, στο ποτιστικό μας στο Τουμπίτσι ή στον μαγικό κήπο της θείας της Νικολέτας στη Δίβριτσα, ανάμεσα στις ντοματιές που, μόλις τις άγγιζες, μύριζαν απίθανα, Ότι περίσσευε από το τραπέζι έμπαινε στο φανάρι που είχαμε κρεμασμένο στην κουζίνα για προστασία από τις μύγες και το κοπανούσαμε το βράδυ. Αν καμιά φορά ζητούσαμε να μας τηγανίσει πατάτες αργά το απόγευμα και υπήρχε φαι στο φανάρι μας έλεγε θα φάτε το μεσημεριανό,δεν θα πετάξουμε το φαγητό! 

Άλλωστε όπως έλεγε η θεία μας η Βγενιά του Κατσιμίχα: Aστα παιδιά Σοφία, το βράδυ θα 'ρθει ο ....Μελάς!

Μιλήσαμε λίγο για το μενού της Κυριακής που δεν έκρυβε εκπλήξεις, μα το μόνιμο άγχος της νοικοκυράς ήταν το καθημερινό τραπέζι. Εντάξει υπήρχε ο γενικός μπούσουλας αλλά το τι θα έμπαινε στην κατσαρόλα ήταν θέμα ανάγκης και απόφαση της τελευταίας μερικές φορές στιγμής. Λαδερό τη

Δευτέρα, αλλά τι; 

Τα γεμιστά είναι νοστιμώτατα, αλλά μπελαλίδικα και η μάνα κάθε Δευτέρα είχε και το ζύμωμα. Ανάπιανε προζύμι αποβραδίς και σηκωνότανε χαράματα να ζυμώσει μια σκάφη τίγκα, δυο μεγάλα, δύο μεσαία και δύο μικρότερα ταψιά πηγαίναμε στο φούρνο του Μπουντάλα. Φυσικά κρατούσε κάμποσο ζυμάρι για προζύμι και δεν παρέλειπε να κρατήσει και αρκετό που το έκανε λαχταριστά τηγανόψωμα. Αν είχε και δουλειές στον κήπο, στο κατώϊ ή πλύσιμο, έφτιαχνε κάτι πρόχειρο, όπως πατάτες γιαχνί, ορφανό στιφάδο με πατάτες ή σαβοράκι, δηλαδή μελιτζάνες με μπόλικες ώριμες ντομάτες, πάστα, κρεμμύδια ξερά χοντροκομμένα, δυο τρεις σκελίδες σκόρδο, μαϊντανό και μπόλικο λάδι για βούτες. Συνηθισμένο ήταν το σπανακόριζο, το μαπόριζο, το πατατοριζο, το κοκκινιστό κουνουπίδι με κανελίτσα, οι Τροπαιάτισσες χρησιμοποιούν πολύ την κανέλα στην μαγειρική. Κανέλα, πιπέρι, γαρύφαλο και άλλα μπαχαρικά εκτός από τα μπακάλικα είχαν μέχρι και τα περίπτερα σε καρτέλες από μικρά σακουλάκια. Νοστιμότατο φαγητό και χορταστικό ήταν το μπριάμ της κατσαρόλας, το τουρλού, σαν το σαβόρ αλλά με πατάτες και κολοκύθια. Το καλοκαίρι έκοβε η μάνα μου ανθούς,κολοκυθόφυλλα, κρεμμύδια φρέσκα και άλλα μυρουδικά από τον κήπο και έφτιαχνε τις περίφημες Γορτυνιακές κορφάδες, που ο πατέρας μου τις έτρωγε με άρμη και μπόλικη φέτα. Μια εντελώς πρόχειρη λύση ήταν το ρύζι με κόκκινη σάλτσα, αβγά με ντομάτα και οι τηγανιτές πατάτες που συνήθως ήταν βραδινό φαγητό. Υπήρχαν μέσα στην εβδομάδα σίγουρα μακαρονάδα σβησμένη με καυτό λάδι, μακαροτσίνια ή χυλοπίτες με λάδι ή κοκκινιστές. Όσπρια είχαμε συνήθως την Τρίτη, κυρίως φασολάδα σχεδόν πάντα άσπρη που την τρώγαμε με λάδι και λεμόνι και την συνοδεύαμε με καψαλιστή σε εφημερίδα ρέγκα, η παστές σαρδέλες. Τρώγαμε ακόμα, κοτσίρια με λεμόνι και μπόλικο λάδι μαζί με βραστές πατάτες. 

Από όσπρια υπήρχαν επίσης τα ρεβύθια, τα ξερά κουκιά, οι φακές άσπρες ή με μπόλικη πάστα και δαφνόφυλλα και σπάνια ροβίτσα, ένα πράσινο όσπριο σα μικρό φασόλι. Πριγκηπικό πιάτο στο τραπέζι του φτωχού ήταν ο βακαλάος, που γινόταν τηγανιτός με σκορδαλιά ή πλακί, εγώ τον έτρωγα και ωμό όταν τον ξαρμύριζε η μάνα μου. Σπανίως είχαμε ψάρια, σαρδέλες και γαύρο συνήθως που αγοράζαμε από τον Πυργιώτη ψαρά που περνούσε από το χωριό συχνά πυκνά, λέγεται πως σταμάτησε όταν κέρδισε τον πρώτο λαχνό του λαϊκού λαχείου. Η μάνα μου έφτιαχνε και ωραία ψαρόσουπα από κατεψυγμένο κοκκινόψαρο,η σφυρίδα που παίρναμε από του Γόντικα, που μας την έκοβε στα τρία με την κορδέλα. Από τον χασάπη παίρναμε και κατεψυγμένα πλατάρια ή συκωτάκια πουλιών και τα έκανε με ριζάκι βραστά. Τον χειμώνα νοστιμότατο φαγάκι γινόταν με τα ημερολάχανα του κήπου μας που τις Κυριακές μαγειρευόντουσαν με χοιρινό και τις καθημερινές τα τρώγαμε ορφανά. Υπήρχαν ακόμα κουκιά την Άνοιξη, τα χόρτα του βουνού που γινόταν τσιγαριστά σαν κυρίως γεύμα ή βραστά με λεμόνι σαν σαλατικό.Πεντανόστιμα ήταν τα φασολάκια που έκανε μαζί με χάντρες από τις φασολιές που σπέρναμε μαζί με αραποσίτι στο ποτιστικό μας στο Τουμπίτσι, γλύφαμε την κατσαρόλα! Συνοδευτικά στο τραπέζι υπήρχαν ανάλογα με την εποχή, βολβοί λειωμένοι με μπόλικο λάδι και ξύδι, χορτόπιτες χωρίς φύλλο, μόνο με αλεύρι και αβγά ή σπανακόπιτες με φύλλα που άνοιγε η μάνα μου, Βραστές πατάτες με λάδι και λεμόνι, κολοκυθοκεφκέδες, κολοκυθόπιτα, ελιές, καγιανάς με σγόρτσες, σπανίως παστό, οματιά και λουκάνικα. Αλλά αυτά τα τελευταία ήταν συνήθως βραδινός μεζές και θα μιλήσω για αυτά σε επόμενη ανάρτηση.
Απογευματινές λιγουρίτσες

Το απόγευμα διακόπταμε για λίγο το παιχνίδι ή το διάβασμα, για την απαραίτητη, ιερή, φέτα από το καρβέλι. Συνήθως την αλείφαμε με λάδι, αλάτι και ρίγανη ή τη βρέχαμε με νερό και την πασπαλίζαμε με ζάχαρη. Εναλλακτικά αλείφαμε την φέτα μας με πάστα, (μπελτέ), ντομάτας από κονσέρβα "ΚΥΚΝΟΣ", ή χύμα που αγοράζαμε από τα μπακάλικα. Θυμάμαι τον Μπαγερόγιαννη να βάζει, σε πελάτισσα, πάνω σε λαδόκολλα δυο-τρεις κουταλιές μπελτέ, από ένα μεγάλο ντενεκέ που βρισκόταν μόνιμα πάνω στον πάγκο. Παλιότερα, εγώ δεν το πρόλαβα, έβαζαν τον μπελτέ σε κληματόφυλλα ή και σε εφημερίδες, για να μη μουχλιάζει δε κάλυπταν την επιφάνεια με λάδι. 
Ειδικά τα απογεύματα, η ανάγκη για να γεμίσει το στομάχι, ενεργοποιούσε τη φαντασία, Προσφαγίζαμε λοιπόν το απαραίτητο ψωμί, με τυρί, εγώ ούτε να το βλέπω,με ρόγες από σταφύλι, με λίπος από το γουρούνι, με ελιές, με ντομάτες, με φρέσκα κρεμμύδια, με ξερά σύκα, με καρύδια, γενικά με ότι βρισκόταν. 

Χορταστικά ήταν τα αβγά από τις κότες. που τα θέλαμε μελάτα για να τα μπουκώσουμε στο ψωμί. Μια από τη συνηθισμένη αγγαρία που έκανα στον αδελφό μου ήταν να του πάω στο γήπεδο μια φέτα με ζάχαρι, Πες της μαμάς από τη μέση του καρβελιού και μπόλικη ζάχαρη, μου έλεγε. 
Εκλεκτή λιχουδιά ήταν το τριμμένο ψωμί, (το ζυμωτό ψωμί από την τρίτη μέρα τρίβεται εύκολα με την παλάμη), ανακατεύαμε λοιπόν το τριμμένο ψωμί με ζάχαρη και κανέλα και το τρώγαμε με το κουτάλι. Νοστιμότατο και θρεπτικό ρόφημα ήταν η "κορκάδα" που τη φτιάχναμε με κρόκο αβγού κτυπημένο με ζάχαρη και μετά προσθέταμε γάλα. Μερικές φορές κάναμε κρυφά επιδρομές στο φανάρι ή στην κατσαρόλα με το μεσημεριανό, βρέχαμε την μπουκιά μας ή αλείφαμε τη φέτα μας με τη σάλτσα.Ψάχναμε επίσης στα τετζερέδια, κάτω από ταψιά ή το κόσκινο,για κουραμπιγιέδες, μπακλαβά ή για το γλυκό του κουταλιού, που έκρυβε η μάνα, για να ξεντροπιαστεί σε κανα μουσαφίρη όπως έλεγε. Μια φορά όντως βρέθηκε σε δύσκολη θέση, όταν ήρθε μια συγγενής μας καθυστερημένα να χαιρετίσει για τη γιορτή του πατέρα μου. άνοιξε τον τέντζερη να βάλει μπακλαβά μα δε βρήκε ούτε τα τρίμματα, οπότε, τι να κάνει, της έφτιαξε καφέ. Μια φορά στην απάνω γειτονιά, η κυρα Βγένω που ο άντρας της είχε κάνει στην Αμερική, φώναξε τον κανακάρη της τον Γιώργο τον Προύτζο και του έδωσε τη φέτα του με μπόλικη μαρμελάδα βερύκοκο. Τα άλλα παιδιά που είδαν τη μαρμελάδα αναρωτήθηκαν τι σόι πράμα είναι τούτο και ο πιο έμπειρος απεφάνθει: Δε βλέπετε, ρε μάγκες, μελίγκρα είναι!
Βραδινά γεύματα

Αν για το μεσημεριανό η νοικοκυρά επιστράτευε την φαντασία της, το βραδυνό φαγητό το κατεύθυνε η ανάγκη. Όταν ρωτάγαμε τη μάνα τι θα φάμε; Έ, ότι βρεθεί, κάτι πρόχειρο,μας απαντούσε, Βράδυ είναι θα περάσει, συμπλήρωνε. Και πράγματι, κατέβαζε από το φανάρι ό,τι περίσσεψε από το μεσημέρι, που το βράδυ η πείνα το έκανε νοστιμότερο, ερχόταν ο "Μελάς" όπως έλεγε και η θεία η Βγενιά. Αν στο φανάρι ήταν τίποτα λαδερό μας τηγάνιζε και από ένα αβγό, έτσι για να φτουρίσει, όπως έλεγε. Αν περίσσευε φασολάδα την βάζαμε στο τηγάνι, τρίβαμε και ψωμί και γινόταν γλύκισμα. Όταν είμαστε πιο μικρά τη βγάζαμε με φιδέ ειδικά όταν είμαστε αρωστούλια, αλλά κυρίως με γάλα ΒΛΑΧΑΣ τριμμένο με μπόλικο ψωμί, με κρέμες από άνθος αραβοσίτου ΓΙΩΤΗΣ ή με αλεύρι, με χυλό δηλαδή, έδεσμα συνηθισμένο την εποχή εκείνη.

Οι Τροπαιάτες λένε και ένα τετράστιχο για το χυλό που έφτιαξαν δυο γειτόνισσες:

Η Ευρώπη του Καρβέλα
κι η Παναγιώτα του Πεγή
δεν εφτιάξανε πολύ (χυλό)
την κατσαρόλα ως τ' αφτί
Ο δε πατέρας μου έλεγε για κάποιους Σπαθαραίους που ξεκίνησαν να κάνουν ένα κατσαρολάκι χυλό και κατέληξαν να φτιάξουν ένα λεβέτι.
- Πολύ αλάτι ρίξαμε, βάλτε αλεύρι και νερό,
- Πολύ αραιό το κάναμε, βάλε αλεύρι και αλάτι.
- Πολύ αλέύρι έπεσε, βάλτε νερό και αλάτι

Τον Χειμώνα συνηθισμέρο έδεσμα ήταν ο τραχανάς, που τον αφήναμε να κολλήσει για να φάμε τα ξύσματα ή τον κάναμε τσιγαριστό με καυτό λάδι και μπόλικο τριμμένο ψωμί, ζαμπλαρίκο δηλαδή, όνειρο! Αραιά και πού έφτιαχνε η μάνα μου συγκάθια και μπαζίνα με καλαμποκάλευρο που σε μας τα παιδιά δεν άρεσαν αλλά τα ήθελε ο πατέρας μου. Ένα τελείως πρόχειρο αλλά νοστιμότατο γεύμα ήταν οι ελιές και καψαλισμένο στο τζιάκι ψωμί που το βουτάγαμε σε λαδι και λεμόνι. Πανηγύρι κάναμε όταν η μάνα έφτιαχνε τηγανίτες με μπόλικη ζαχαρίτσα, πραγματική απόλαυση, ψέματα λέω; Τρώγαμε επίσης πολύ πατάτα που την τηγανίζαμε σε μια γκαζιέρα πετρελαίου, που βούλωνε συχνά το μπεκ και ντουμάνιαζε η κουζίνα, μας έκανε ομελέτες με κολοκυθάκια, μελιτζάνες και πατάτες κομμένες σε κύβους.

Σπάνια, όταν πια ήμουν νεαρός δέκα-δώδεκα χρονών αν κατόρθωνα να μαζέψω 2 δραχμές, μπορούσα να φάω και κανα σουβλάκι στο καφενείο του Κωστή ή συνήθως στο Βυζίκι που πηγαίναμε με τους φίλους για βόλτα, μεγαλείο πραγματικό!

Αυτά λοιπόν συνέβαιναν τότε στην όχι και τόσο μακρινή εποχή και είμαστε ευχαριστημένοι και ευτυχισμένοι, με τα λίγα, με τα "ψέμματα" που έλεγε η μάνα μου. Θεός σχωρέστην!

Υγεία σε όλους

(ΠΗΓΗ: Από τη σελίδα Όμορφα Χρόνια στο Facebook)
 


Υπάρχει 1 Σχόλιο

Αστικές συνήθειες και "Ομορφα χρόνια" με τους αγωνιστές στα ξερονήσια!

Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.