Το χθες, το σήμερα, το αύριο της Μαγουλιανίτικης σοδειάς

Το χθες, το σήμερα, το αύριο της Μαγουλιανίτικης σοδειάς

Ιούλιος 29, 2016 - 09:27
2 σχόλια

Το σπείραμε ρίγανη

Εν έτει 2016, η οικονομική κρίση εξακολουθεί να συσσωρεύει ελλείμματα και ανεργία. Κάποιοι μαγουλιανίτες έβαλαν στο καντάρι της απληρωσιάς και της αναδουλειάς τα όνειρα και τις ελπίδες αξιοποίησης της πατρικής περιουσίας.

Η Ιωάννα προχώρησε σε δοκιμαστική καλλιέργεια μέντας στα Καμίνια, η Σοφία έκανε σχέδια καλλιέργειας αρώνιας, ενώ ο Γιώργος ήδη επενδύει στην τρούφα (μανιτάρι), στον Αη Μάμα. Και οι τρείς τους έχουν διανύσει το πεντηκοστό έτος ηλικίας και ζουν στην Αθήνα. Επέλεξαν τις συγκεκριμένες καλλιέργειες γιατί:

_μπορούν να ασχολούνται με τις φυτείες τους όποτε ευκαιρούν. Οι συγκεκριμένες καλλιέργειες δεν απαιτούν την παρουσία τους εκεί, αρκετές φορές και σε συγκεκριμένο χρόνο.

_είναι τελείως φυσικές. Ούτε καν βιολογικές.

_απαιτούν το ελάχιστο νερό που θα χρειαζόταν οποιαδήποτε καλλιέργεια.

_δεν χρειάζονται λιπάσματα και φυτοφάρμακα, τα οποία κοστίζουν.

Η Σοφία το έψαξε πολύ, αλλά σκόνταψε στην περίφραξη της έκτασης.

Έπρεπε να διαθέσει είκοσι με τριάντα χιλιάδες ευρώ. Εμπόδιο στάθηκε και η ηλικία. Για να επιδοτηθεί ως «νέος αγρότης» έπρεπε να ήταν από 18 έως 40 χρόνων. Τα τελευταία χρόνια λίγο πολύ όλοι έχουμε παραβρεθεί σε συζητήσεις αξιοποίησης των αρωματικών φυτών – βοτάνων, που με γενναιοδωρία συναντώνται στην μαγουλιανίτικη φύση. Μπορεί οι παππούδες μας όταν ήθελαν να περιγράψουν την αποτυχημένη προσπάθεια ενός γεωργού να έλεγαν:

«το σπειρε ρίγανη», έλα όμως που βρέθηκε εγγονός που θα καλλιεργούσε στα χέρσα χωράφια το συγκεκριμένο αρωματικό φυτό για την παραγωγή ριγανέλαιου, ενός ισχυρού αντιβιοτικού.

❶ Το 1875, πριν ακριβώς από 141 χρόνια, ο δήμος Μυλάοντος (Γορτυνία) εκθέτει «Σίτον –καλαμβόκι» στην παγκόσμια έκθεση στην Βιέννη, στην κατηγορία «Γεωργία».

Ο «Κατάλογος των εκθετών» δεν σηκώνει αμφισβήτηση. Τα Μαγούλιανα ήταν εκεί παρουσιάζοντας σιτάρι (στάρι) και καλαμπόκι (αραποσίτι). Τα προϊόντα της γης μας μπορεί να μην απέσπασαν κάποιο βραβείο, αλλά αυτό δεν μειώνει την αξία του γεγονότος.

Σημασία έχει ότι oι γυμνές μαγουλιανίτικες πλαγιές, έτσι όπως αποτυπώνονται στην πιο παλιά γνωστή φωτογραφία του χωριού, πριν από ενάμιση αιώνα, κρύβουν πολλά μυστικά. Οι ταπεινές μαγουλιανίτικες πεζούλες, που σπέρνονταν αδιαλείπτως μέχρι και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, είναι ένα από τα ηρωικά συστατικά του τόπου μας.

Τα όρια των χωραφιών μέχρι πριν από τρεις – τέσσερις δεκαετίες ήταν ευδιάκριτα. Ο σκληρός και αφιλόξενος τόπο παρήγαγε το σιτάρι της χρονιάς, κριθάρι, καλαμπόκι, φακές, ρόβι, βρώμη… Στους κήπους, και όπου υπήρχε νερό, καλλιεργούταν πατάτες, κρεμμύδια, κολοκύθια, ντομάτες, ήμερα λαχανικά. Υπήρχε αυτάρκεια και στα γαλακτοκομικά, στα «κόκκινα κρέατα» (αρνίσιο και κατσικίσιο) και στα πουλερικά. Το κάθε σπίτι είχε τα δικά του αμνοερίφια που έβοσκαν πίσω από τα Κάτω Αλώνια, από του Σπαρτέα μέχρι τα αμπέλια. Έως και οικόσιτα βοοειδή έβρισκες.

➋ Οι καλλιέργειες, η κτηνοτροφία, ο πληθυσμός των οικόσιτων ζώων και των πτηνών, ακολούθησαν την πορεία των μόνιμων κατοίκων του χωριού. Από την απογραφή του πληθυσμού το 1851 των 2.552 κατοίκων μέχρι εκείνη του 2011 των 119 κατοίκων, υπάρχει η άβυσσος. Στην ουσία βρίσκεται σε εξέλιξη μια τραγωδία χωρίς κάθαρση.

Η μαζική αναχώρηση κατοίκων από τα Μαγούλιανα προς τα πεδινά, τα αστικά κέντρα, κυρίως την πρωτεύουσα για ανεύρεση εργασίας δεν είναι η εξαίρεση. Αντίστοιχη είναι η εικόνα σ’ ολόκληρο τον νομό, σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο. Σ’ ολόκληρη την επικράτεια.

Η Αρκαδία το 1871 ήταν πληθυσμιακά ο δεύτερος μεγαλύτερος νομός της χώρας με 131.740 κατοίκους, μετά την Αττική-Βοιωτία που είχαν 136.801 κατοίκους.

Η χώρα πριν ακριβώς από 145 χρόνια είχε συνολικά 13 νομούς: Αττικής-Βοιωτίας, Ευβοίας, Φθιώτιδας-Φωκίδας, Ακαρνανίας-Αιτωλίας, Αχαΐας-Ήλιδος, Αρκαδίας, Λακωνίας, Μεσσηνίας, Αργολίδας-Κορινθίας, Κυκλάδων, Κερκύρας, Κεφαλληνίας, Ζακύνθου.

Ο νομός Αρκαδίας είχε 4 επαρχίες, 33 δήμους και 308 χωριά. Η Αττική-Βοιωτία είχε 5 επαρχίες, 27 δήμους και 179 χωριά.

Τα παραπάνω στοιχεία προέρχονται από του βιβλίο του Θεμιστοκλή Ιωαννίδη «Στατιστική τοῦ συνοικισμοῦ καί τῆς ταχυδρομικῆς γραμμῆς τῆς Ἑλλάδος. Πάτρα, Α. Σ. Ἀγαπητός, 1871 και βασίζονται στην επίσημη απογραφή του 1870. Ο συνολικός πληθυσμός της χώρας ήταν 1.457.894 κάτοικοι.

Τα Μαγούλιανα το 1879 είχαν 814 κατοίκους και περίπου έναν αιώνα μετά, το 1981, μόλις 335.

➌   Η φυγή ήταν μονόδρομος. Τα Μαγούλιανα τα χρόνια εκείνα δεν μπορούσαν να θρέψουν τους κατοίκους. Οι πεζούλες ήδη είχαν φτάσει στην Μαδάρα. Τα προβλήματα της ανεργίας, της υποαπασχόλησης, της κρίσης φρόντισε να τα επιλύσει η αστυφιλία. Ο ξενιτεμός, η μετανάστευση.

Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα οι Μαγουλιανίτες βοσκοί αναγκαστικά μετακινούνται στα «χειμαδιά» και κάθε Άνοιξη ανηφόριζαν με τις οικογένειες και τα ποίμνια τους στο χωριό για να ξεκαλοκαιριάσουν. Τα χρόνια εκείνα στα πεδινά υπήρχαν βάλτοι, υγρασία και κουνούπια. Η ελονοσία θέριζε.

Η αποξήρανση, παραδείγματος χάρη, των ρηχών λιμνών της Ηλείας και η άρδευση των χωραφιών αύξησε εντυπωσιακά τις παραγωγές. Με την πάροδο του χρόνου αρκετοί Μαγουλιανίτες επέλεξαν να εγκατασταθούν μαζικά και μόνιμα εκεί.

Η αποδιοργάνωση της παραδοσιακής αγροτικής οικονομίας της χώρας, η επιβολή ενός καταπιεστικού διεθνούς ελέγχου (κάτι σαν τη σημερινή τρόικα Ε.Ε – Κομισιόν, ΕΚΤ, ΔΝΤ), η ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ήταν ένα εκρηκτικό μείγμα.

Αρκετοί παππούδες μας, μεταξύ 1890 και 1914, μετανάστευσαν, κυρίως στις ΗΠΑ. Όλοι τους ήταν νέα παιδιά. Πολλοί λίγοι επέστρεψαν στο χωριό, όσοι είχαν αφήσει πίσω τις οικογένειές τους. Οι υπόλοιποι έμειναν στις νέες πατρίδες.

Έχουν κάτι το επικό τα Μαγούλιανα, έτσι όπως διακρίνονται στην πιο παλιά γνωστή φωτογραφία του χωριού, πριν από ενάμιση αιώνα. Ο τόπος ανθίσταται για να μας θυμίζει τους δικούς μας ανθρώπους που πάλεψαν κάτω από δυσμενείς συνθήκες με την γη, πριν εγκαταλείψουν οριστικά την γεωργική και κτηνοτροφική ζωή. Καλό είναι να αποθεώνεται ο τόπος και την ίδια στιγμή να αποδομείται, χωρίς πολλά «γιατί». Ο σοφός λαός άλλωστε το λέει ξεκάθαρα: «Το «γιατί» τό 'σπειραν και δεν φύτρωσε»… Στις ένθετες φωτογραφίες ο κατάλογος των εκθετών της Ελλάδας στην παγκόσμια έκθεση της Βιέννης του 1875. Στον αριθμό «34» ο δήμος Μυλάοντος, τα Μαγούλιανα.

➍   Οι πεζούλες που αντιστέκονται θυμίζουν το χθες. Τους δικούς μας ανθρώπους που πάλεψαν με την γη πριν εγκαταλείψουν οριστικά την αγροτοκτηνοτροφική ζωή. Παραιτήθηκαν όχι επειδή έμενε αδιάθετη η παραγωγή τους. Καλλιέργησαν τις λωρίδες γης τους χωρίς να ενδιαφέρονται αν οι έμποροι έδιναν απαράδεκτα χαμηλές τιμές για το σιτάρι, το καλαμπόκι… Δεν πρόκαναν να αποκτήσουν πλήρη αντίληψη γιατί πολλοί αγρότες πληρώνονταν για να στείλουν τα κόπια τους στην χωματερή.

Οι δικοί μας άνθρωποι, πάντως, ήταν κατά κάποιον τρόπο και τυχεροί. Την παραγωγή τους την κατανάλωναν οι ίδιοι. Οι τελευταίοι μαγουλιανίτες καλλιεργητές δεν πρόλαβαν να οδηγηθούν στις μονοκαλλιέργειες. Πήγαν κατευθείαν στην πρωτεύουσα για να γίνουν κυρίως εργάτες. Όλοι τους κατέληξαν στα σουπερμάρκετ και κατανάλωσαν εισαγόμενα αγροτοκτηνοτροφικά προϊόντων. Τα ψέματα είχαν τελειώσει.

Λιάνα Τράπαλη, Μαρία Ηλιοπούλουν και Ζακ Σολομωνίδης

➎ Σκαλίζοντας το χθες, αβίαστα οδηγείτε κανείς στο συμπέρασμα ότι δεν έφταιξαν σε κάτι οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας. Δεν έκαναν κάτι λάθος καλλιεργώντας την γη, μέχρι το 1980. Ίσως να μην αξίζει, τέτοιες εποχές που ζούμε, να συζητάμε γενικώς και αορίστως για τα αγροτικά και κτηνοτροφικά προβλήματα της Ελληνικής οικονομίας. Προβλήματα τόσο βαθιά ριζωμένα, τα οποία πλήρωσαν οι προηγούμενες γενιές και τα πληρώνουμε και εμείς σήμερα.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο αγροτικός κόσμος συρρικνώθηκε και παραγωγές ρήμαξαν συνειδητά.

Οι κυβερνήσεις μας, ειδικά τα τελευταία πενήντα χρόνια, προσαρμόζονταν ασυζητητί στις απαιτήσεις των αγορών και της Ε.Ε. διαλύοντας κυριολεκτικά τον πρωτογενή τομέα.

Το αποτέλεσμα είναι η χώρα μας να χάσει την αυτάρκειά της σε σιτηρά, ζάχαρη, όσπρια κ.λπ. Το 1957 η Ελλάδα μπορεί να πανηγύριζε την «σιτάρκεια» και το 1981 την ένταξη στην ΕΟΚ (τώρα ΕΕ), έλα όμως που το «ελληνικό αγροτικό θαύμα» είχε εξαιρετικά κοντά ποδάρια. Ανώμαλη αποδείχτηκε και η προσγείωση από την ένταξη στην ΕΕ. Η μεγάλη αγορά της Ευρώπης δεν άνοιξε για τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα, ενώ άνοιξε διάπλατα η ελληνική αγορά για τα ευρωπαϊκά προϊόντα.

Οι μεγάλοι της Ευρώπης, κυρίως Γερμανοί, Γάλλοι, Ολλανδοί ακόμα και σήμερα μας δανείζουν για ν’ αγοράζουμε τα προϊόντα τους. Να μην αναφερθούμε στα πλαφόν παραγωγής, στις ποσοστώσεις (βλέπε ζάχαρη, βαμβάκι, καπνά κ.ο.κ.).

Τα αποτελέσματα είναι ορατά στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Η πλειονότητα των προϊόντων είναι εισαγόμενα.

Αγοράζοντας όλοι εμείς τα δικά τους -εισαγόμενα προϊόντα- βοηθάμε τις χώρες αυτές να διατηρήσουν θέσεις εργασίας. Με άλλα λόγια οι δανειστές μας χρηματοδοτούν μέσω Ελλάδας τις δικές τους παραγωγικές μονάδες, και από την άλλη παραδίνουν μαθήματα… ελεύθερης αγοράς.

Τυχαία αγοράζουμε π.χ. Γερμανικό, Ολλανδικό, Βελγικό μοσχαρίσιο κρέας με 3-4.000 ευρώ τον τόνο, όταν το αντίστοιχο βουλγάρικο και ρουμάνικο (κοινοτικές χώρες) κοστίζει γύρω στα 1.200 ευρώ ο τόνος;

Μια από τα ίδια συμβαίνει με το γάλα, το τυρί κ.ο.κ. Εδώ καταφέραμε να εισάγουμε σχεδόν τα πάντα. Εισάγουμε μέχρι έξτρα παρθένο ελαιόλαδο και ελιές από την Γερμανία! Φέτα και γιαούρτι ελληνικού τύπου! Και μετά όλοι ανακάλυψαν «το μεγάλο χρέος».

Μόνο που χρειάστηκε να περάσουν 35 χρόνια να καταλάβουμε, λίγο πολύ όλοι, ότι όταν σπέρνεις επιδοτήσεις θα θερίσεις εξάρτηση.

➏  Συχνά-πυκνά, ακούμε για νέους Έλληνες που επιστρέφουν στα χωράφια για δουλειά. Για ουρές που σχηματίζουν πτυχιούχοι πανεπιστημίων για μια θέση στις εποχικές καλλιέργειες.

Κανένας δεν μιλάει για εκείνους που το σπείραν ρίγανη. Εκείνους που επένδυσαν τις τελευταίες τους δεκάρες στην γη και έχασαν. Όσο και να θέλει κάποιος δεν μπορεί να κρύψει κάτω από το χαλί το μισό εκατομμύριο μορφωμένους και με επαγγελματική εμπειρία νέους που ήδη έχουν πάρει το δρόμο της ξενιτιάς για το μεροκάματο. Είναι πραγματικά τυχαίο ότι σχέδια επιστροφής κάνουν κυρίως άνθρωποι που έχουν συμπληρώσει το 50ό έτος της ηλικίας τους;

Οι περισσότερες μαγουλιανίτικα πλεύρες σήμερα είναι δασικές εκτάσεις. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι παραδοσιακές καλλιέργειες της περιοχής μας, όπως τις ήξεραν οι μεγαλύτεροι, δεν φαίνεται να έχουν κάποια τύχη. Ούτε οι καλλιέργειες κηπευτικών και φρούτων ενδείκνυται.

Έδαφος φαίνεται να κερδίζουν τα αρωματικά φυτά, τα φαρμακευτικά βότανα, οι νέες εναλλακτικές και καινοτόμες καλλιέργειες.

Υπάρχουν κάποια αισιόδοξα παραδείγματα ανθρώπων που δοκίμασαν και πέτυχαν. Κατά καιρούς τους βλέπουμε στο χαζοκούτι της αποβλάκωσης ή διαβάζουμε στις εφημερίδες. Δεν πρέπει να αποκλείσει κανείς την δυνατότητα αυτή η άγονη περιοχή, που έθρεψε τόσες γενιές, να έχει ακόμη κάτι να δώσει. Τώρα, άλλωστε, υπάρχουν αρκετά πλεονεκτήματα και τα βασικό, η γνώση. Με κατάλληλη στόχευση η γη των προγόνων μας μπορεί να μας θρέψει και πάλι.

Του Πέτρου Αλεξόπουλου, από την εφημερίδα τα Μαγούλιανα


2 Σχόλια

Πολύ καλή η μελέτη. Δυστυχώς όμως η Αρκαδία είναι φτωχή περιοχή και η καλλίτερη επένδυση για τους Αρκάδες ήταν και είναι η ...μετανάστευση. Το σημαντικότερο προϊόν της περιοχής είναι οι άνθρωποι.

Προσθήκη νέου σχολίου

Το ArcadiaPortal.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια και διαφημίσεις. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.